Στην εποχή της έκρηξης των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του διαδικτύου, οι σχέσεις της πολιτικής εξουσίας με αυτά συνιστά δείκτη της ποιότητας του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Γεγονός είναι ότι πολλές κυβερνήσεις μπήκαν στον πειρασμό να ποδηγετήσουν την πληροφόρηση. Ωστόσο, το μόνο που πετύχαιναν κατά καιρούς ήταν να θέτουν υπό αυστηρό έλεγχο την κρατική ραδιοφωνία και τηλεόραση. Ωστόσο, στη μεταπολιτευτική Ελλάδα καμιά απ’ αυτές δεν αναγόρευσε ως κύριο πολιτικό της στόχο να βάλει λουκέτο σε συγκεκριμένες εφημερίδες, ραδιόφωνα και τηλεοπτικά κανάλια.
Η εθνολαϊκιστική συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, στο όνομα της δήθεν μάχης της εναντίον της διαπλοκής απέδειξε πως μοναδική της επιδίωξη ήταν να κατασκευάσει αντιπάλους. Στην αρχή τους στοχοποίησε ρίχνοντάς τους ως βορά στην αρένα του λαϊκισμού. Και τώρα προσπαθεί να τους εξοντώσει με συγκεκριμένο σχέδιο. Με όχημα το τραπεζικό σύστημα επιδιώκει να φιμώσει όλους εκείνους που θεωρεί ότι αντιστρατεύονται την ύπαρξη και την παρουσία της.
Έτσι μετά το MEGA η «πρώτη φορά Αριστερά» ετοιμάζεται να ξανα-πανηγυρίσει γιατί ένα ιστορικό συγκρότημα, ο ΔΟΛ, με μεγάλη προσφορά στον τόπο, στην ενημέρωση, στα γράμματα και στις τέχνες οδηγείται με τις κυβερνητικές μεθοδεύσεις σε καθεστώς οικονομικής ασφυξίας.
Φαίνεται πλέον καθαρά πως οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, προκειμένου να συγκαλύψουν την πρωτοφανή διαχειριστική και πολιτική ανικανότητα και ανεπάρκειά τους, καθώς και την παντελή έλλειψη έργου, καταφεύγουν σε άθλια σχέδια που αποπνέουν καθεστωτισμό, αναδίδοντας έντονη οσμή Λατινικής Αμερικής. Έτσι ευελπιστούν ότι θα περισώσουν ό,τι μπορούν, τώρα που η καταβαράθρωσή τους μοιάζει αναπόφευκτη. Ο εθνολαϊκισμός και η αυταρχικότητα είναι οι δύο όψεις μιας κυβέρνησης που βυθίζει την ελληνική οικονομία στα τάρταρα και κάνει «φύλλο και φτερό» κάθε δημοκρατική νομιμότητα.