Όσα μας είπε ο κος Στουρνάρας

Σταύρος Μ. Θεοδωράκης 27 Ιουλ 2019

Ο κος Γιάννης Στουρνάρας είναι Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος

Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι η Κεντρική Τράπεζα της χώρας.
Ιδρύθηκε το 1927 και άρχισε να λειτουργεί τον Μάιο του 1928.

Από τον Ιανουάριο 2001 αποτελεί αναπόσπαστο μέλος του Ευρωσυστήματος, που απαρτίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ανήκουν στη ζώνη του ευρώ.

Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι αρμόδια για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος στην Ελλάδα και τη διαφύλαξη της σταθερότητας του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Ως πρωταρχικός σκοπός ορίζεται από το Καταστατικό της η διασφάλιση της σταθερότητας του γενικού επιπέδου των τιμών.

Στο βαθμό που δεν επηρεάζεται η επίτευξη του πρωταρχικού της σκοπού, η Τράπεζα στηρίζει τη γενική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.
Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, έχει κατοχυρωθεί η θεσμική, προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία της, αλλά και η άσκηση δημοκρατικού ελέγχου της εκ μέρους της Βουλής.

 

Ο κος Στουρνάρας υποστηρίζει πως υποχρέωσή του, όπως αυτή απορρέει από τον θεσμικό του ρόλο, είναι η παροχή έγκαιρης και έγκυρης πληροφόρησης και η επισήμανση των κινδύνων και των προκλήσεων για την ελληνική οικονομία, ανεξαρτήτως του ποια κυβέρνηση βρίσκεται στην εξουσία.  

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί ελεύθερη απόδοση της συνέντευξης  του κου Γιάννη Στουρνάρα στην κα Ειρήνη Χρυσολωρά που δημοσιεύθηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 14/07/2019.

 

 

Φίλες, φίλοι

Προκειμένου να αναταχθεί η ελληνική οικονομία χρειάζεται η νέα κυβέρνηση να επιταχύνει και να εμβαθύνει τις μεταρρυθμίσεις και να λάβει μέτρα πολιτικής για την προσέλκυση νέων επενδύσεων.
Εάν τα μέτρα αυτά είναι εμπροσθοβαρή και αξιόπιστα, η ελληνική οικονομία, θα κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών και θα εισέλθει γρήγορα σε έναν ενάρετο αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο αξιοπιστίας – εμπιστοσύνης – ανάπτυξης.

Είναι αλήθεια ότι είναι εφικτός υψηλότερες ρυθμός ανάπτυξης, έως και διπλάσιος από τον τρέχοντα, για να επιτευχθεί όμως αυτό πρέπει να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις, να απεμπλακούν εμβληματικά επενδυτικά έργα και να εκτελεστεί πλήρως το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.

Η αλλαγή του μίγματος της δημοσιονομικής πολιτικής με ελάφρυνση του φορολογικού βάρους και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, για εργαζόμενους και επιχειρήσεις αποτελεί αδήριτη ανάγκη, πρέπει όμως να συνδυαστεί με ταυτόχρονη υλοποίηση διαρθρωτικών μέτρων για περιορισμό της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής και μέτρων για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των μηχανισμών είσπραξής τους.

Οι αποφάσεις για παροχές που πήρε η προηγούμενη κυβέρνηση λίγο πριν τις εκλογές και συμφώνησε με αυτές και το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα, αύξησαν τις δαπάνες του προϋπολογισμού και τώρα ανησυχούμε πως θα χρειαστούν νέα μέτρα προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ στο τέλος του χρόνου.

Υπάρχει πράγματι ανάγκη να μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα που έχουν συμφωνηθεί ώστε να εξοικονομηθούν πόροι όχι για παροχές και επιδόματα αλλά για την ανάπτυξη της οικονομίας.
Καθώς τα επιτόκια δανεισμού της Χώρας μας σήμερα διαμορφώνονται χαμηλότερα από το βασικό σενάριο στην ανάλυση βιωσιμότητας χρέους του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό των αναγκαίων πλεονασμάτων, δημιουργείται πλέον περιθώριο μείωσής τους χωρίς να υπονομεύεται η βιωσιμότητα του χρέους.
Επομένως υπάρχουν τα περιθώρια για μια συμφέρουσα συμβιβαστική λύση, η οποία θα προβλέπει μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων έναντι μίας επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων.

Μία τέτοια απόφαση, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να ληφθεί σε συμφωνία με τους θεσμούς, λαμβάνοντας υπόψη ότι το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης επιτρέπει δημοσιονομική ευελιξία όταν γίνονται πρόσθετες μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.
Χρειάζεται όμως να αποκαταστήσουμε την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής μας και να εργαστούμε για να αναβαθμιστεί η πιστοληπτική ικανότητα της Χώρας σε επενδυτική βαθμίδα, δεν είναι εύκολο είναι όμως απαραίτητο.
Μόνο έτσι μπορούμε να ελπίζουμε πως θα ανοίξουμε την συζήτηση με τους θεσμούς για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, να ελπίζουμε στην συμμετοχή μας αυτή τη φορά στο νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που αναμένεται να αποφασιστεί, και αυτό θα αποφέρει άμεσα πρόσθετα οφέλη στη Χώρα.

Να σας θυμίσω πως η Τράπεζα της Ελλάδος είχε διατυπώσει στο τέλος του 2017, την άποψη ότι η ύπαρξη μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής στήριξης θα δρούσε υποστηρικτικά για την ελληνική οικονομία, μειώνοντας το κόστος δανεισμού του Δημοσίου, των τραπεζών και των ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς θα παρείχε ασφάλεια σχετικά με την πρόσβαση του Δημοσίου και των τραπεζών σε χρηματοδότηση μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Και αυτό χωρίς ουσιαστικά πρόσθετο κόστος εποπτείας, εφόσον η Ελλάδα ήδη ήταν, και θα συνεχίσει να βρίσκεται για πολλά χρόνια ακόμα, σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας.
Δεν εισακουστήκαμε.
Ελλείψει πρόσβασης σε προληπτική πιστωτική γραμμή στήριξης και καθώς οι τίτλοι του ελληνικού Δημοσίου παρέμειναν κάτω από την  επενδυτική βαθμίδα, η Ελλάδα παρέμεινε τότε εκτός του τρέχοντος προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το οποίο θα συνέβαλε στην περαιτέρω ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας και στη βελτίωση του αξιόχρεου των ελληνικών τίτλων, ενώ το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 317,5 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017 σε 334,6 δισ. ευρώ στο τέλος του 2018 από τη συσσώρευση ταμειακών διαθεσίμων, λύση η οποία τελικά επελέγη αντί της προληπτικής πιστωτικής γραμμής στήριξης.

Σας ευχαριστώ