Από τις 11 Ιουνίου, ημερομηνία που η κυβέρνηση αιφνίδια έκλεισε την ΕΡΤ, η αγωνία για το πώς θα βγει η Ελλάδα από την κρίση πέρασε σε νέα φάση: Ξεκίνησε μια καταστροφή κομματιών του δημόσιου τομέα, τα οποία φαίνεται να επιλέγονται τυχαία, αυθαίρετα, ή πάντως με κριτήρια που δεν αποσαφηνίζονται και πουθενά δεν τεκμηριώνεται ότι σχετίζονται με το γενικό κοινωνικό συμφέρον – όπως και αν το αντιλαμβάνεται κανείς: από συντηρητικές, φιλελεύθερες, ή αριστερές ιδεολογικές αφετηρίες.
Στη χώρα μας το κράτος, ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, ήταν ο κεντρικός παράγων της οικονομικής κρίσης. Επί χρόνια την εκκόλαπτε, για να καθορίσει το 2009 το ξέσπασμα και την κατοπινή εξέλιξή της σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό παρ’ όσο σε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Έπασχε και εξακολουθεί να πάσχει, βαριά. Παράλληλα, ωστόσο, ήταν εξ ορισμού και παραμένει η πηγή για την παραγωγή και την παροχή δημοσίων αγαθών: παιδείας και υγείας για όλους, ασφάλειας, τάξης και δικαιοσύνης, και ακόμα πολιτισμού, επιστήμης και έρευνας πέρα από εμπορευματικά κριτήρια, πρόνοιας για τους ασθενέστερους, για το περιβάλλον. Επειδή ακριβώς πάσχει, όλα αυτά τα παράγει λιγότερο αποδοτικά, ποσοτικά και ποιοτικά φτωχότερα από όσο επέτρεπαν ο πλούτος και το επίπεδο ανάπτυξης στη χώρα, οι πόροι που από δεκαετίες μάς διαθέτουν για τέτοιους σκοπούς τα Ευρωπαϊκά Ταμεία. Όμως για να εξακολουθήσει να τα παρέχει καν, προφανώς και για να τα βελτιώσει, η εξυγίανση του δημόσιου τομέα ήταν προϋπόθεση, στις συνθήκες της κρίσης επιτακτική.
Για να μη συγχέουμε τις έννοιες: Επανειλημμένα ακούμε ότι η εξυγίανση που επιτεύχθηκε τα τρία τελευταία χρόνια στην Ελλάδα ήταν ιστορικά πρωτοφανής. Αλλά πρόκειται για τη λεγόμενη «δημοσιονομική εξυγίανση» η οποία αφορά μόνο χρηματοικονομικά μεγέθη, τη σχέση δημοσίων εσόδων και δαπανών. Από την ακραία ανισορροπία του 2009, η σχέση αυτή βελτιώθηκε θεαματικά. Με βαρύτατες συνέπειες στα εισοδήματα, στη συνολική οικονομική δραστηριότητα, άρα και στην απασχόληση, το τεράστιο αρχικό έλλειμμα εξαλείφεται, τείνει να μετατραπεί σε πλεόνασμα. Δεν μπορούμε να την υποτιμήσουμε, αφού αποτελούσε απαράβατο όρο για να συνεχισθεί, όσο και φειδωλή, η χρηματοδότηση της χώρας. Εντούτοις δεν αρκούσε. Αναγκαία ήταν επίσης η «ποιοτική εξυγίανση» του κράτους και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αλλαγές δομών, λειτουργιών και πρακτικών – χωρίς ελλείμματα πάντα – όλα όσα ονομάζουμε «μεταρρυθμίσεις», με ξεκάθαρους στόχους: να παράγονται καλύτερες υπηρεσίες και αγαθά, να παρέχονται πλατιά, ορθολογικά και δίκαια, χωρίς σπατάλες και χωρίς απάτες ή έκνομες ιδιωτικές συναλλαγές, με τρόπους που να καλύπτουν βασικές κοινωνικές ανάγκες και συνάμα να στηρίζουν παραγωγικές, αναπτυξιακές δραστηριότητες. Να προσφέρουν εντέλει καλύτερη ζωή σε όλους μας.
Οπωσδήποτε δεν πρέπει να αγνοούμε αποσπασματικές προσπάθειες που φέρνουν πρακτικά αποτελέσματα (από πρόσφατη προσωπική εμπειρία θα ανέφερα ενδεικτικά τις απαντήσεις του TAXISNET σε ερωτήματα χρηστών μέσα σε λίγες ώρες, τα ΚΕΠ, υπηρεσίες του Δήμου Αθηναίων προς μετανάστες ή απόρους, βέβαιη ότι καλόπιστοι πολίτες θα είχαν πολλά να προσθέσουν). Συνολικά ωστόσο η ποιοτική εξυγίανση κράτους και δημόσιου τομέα λίγο προχώρησε. Αποδείχθηκε δύσκολη πολιτικά. Δεν απαιτούσε μόνον ένα εμπεριστατωμένο σχέδιο που καθυστέρησε να εκπονηθεί, αν και έγιναν ουσιαστικά βήματα με τη βοήθεια της TASK FORCE, ευρεία συναίνεση στην υλοποίησή του η οποία έλειψε έως τώρα. Ιδίως απαιτούσε την οργανωμένη, αποφασιστική, κατά μέτωπο σύγκρουση με τις κομματικές πρακτικές που διαμόρφωσαν το κράτος, οι οποίες συνεχίζονται αδιάπτωτα. Αλλά πολιτικός ή κοινωνικός φορέας για να διεξαγάγει μια τέτοια σύγκρουση ανοικτά, παίρνοντας μαζί του παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας που βρίθουν σε κάθε χώρο και μεμονωμένα μοχθούν για το καλύτερο, δεν παρουσιάστηκε.
Αυτές οι ελλείψεις – ολοκληρωμένου σχεδίου, επαρκούς συναίνεσης, συστηματικής σύγκρουσης με παγιωμένες νοσηρές πρακτικές – εξηγούν την καθυστέρηση της μεταρρύθμισης στο κράτος και τον δημόσιο τομέα. Δεν θα αναιρούσαν την επιτακτικότητα του αιτήματος αυτή να προχωρήσει, ούτε τα πρώτα βήματα και τις υπαρκτές, πραγματικές δυνατότητες στην κατεύθυνση αυτή. Αλλά πλέον το όλο εγχείρημα γίνεται εξαιρετικά αβέβαιο στη νέα φάση που εισήγαγε η κυβέρνηση. Μετά την ΕΡΤ άρχισε να στέλνει ολόκληρες κατηγορίες εργαζομένων στην «κινητικότητα». Όχι όπως την εννοούσε ο Μανιτάκης, αλλά ως προθάλαμο απολύσεων και διαλύοντας χρήσιμες υπηρεσίες, χωρίς καμία αξιολόγηση της πρακτικής τους προσφοράς στους χρήστες. Θα μετρήσει μόνο ο τρόπος πρόσληψης (ΑΣΕΠ ή όχι, λες και η αναγωγή των διαδικασιών του σε υπέρτατη αξία εγγυάται κατάλληλους εργαζόμενους, αφορά τη δουλειά τους και όχι απλώς ένα διακομματικό αυτοπεριορισμό στα ρουσφέτια) και τα τυπικά προσόντα, μας λένε τώρα. Οπότε φύλακας σχολείου με διδακτορικό ας κοιμάται ήσυχος. Κάπου θα τον βολέψει τελικά ο πατέρας-κράτος!
Όταν την άνοιξη του 2010 η τότε κυβέρνηση αναγκάστηκε να υπογράψει την πρώτη δανειακή σύμβαση και το συνεπαγόμενο Μνημόνιο, θεμελιώδης λόγος να αποδεχθεί κανείς εκείνη την επώδυνη επιλογή ήταν η διάσωση βασικών δημοσίων αγαθών. Η χρεοκοπία του κράτους θα τα σάρωνε, αφήνοντας τα πάντα στις αγορές, οξύνοντας υπέρμετρα τις κοινωνικές ανισότητες. Σε πρώην σοσιαλιστικές χώρες είδαμε το προσδόκιμο ζωής του πληθυσμού να πέφτει μέχρι και είκοσι χρόνια. Με όλα τα σφάλματα και πολλά στραβά, μέχρι τον Ιούνιο ο λόγος αυτός ακόμα ίσχυε. Αλλά τώρα που άρχισαν αυθαίρετα να καταστρέφονται κομμάτια του Δημοσίου; Ως πού θα φτάσουν;
Δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ, 18 Ιουνίου 2013.