Να το εξομολογηθούμε: είχαμε καλομάθει. Από το μακρινό 1975 που ψηφίσαμε για πρώτη φορά, οι επιλογές ήταν, λίγο ως πολύ, σχεδόν αυτονόητες. Ενωμένη Αριστερά, Συμμαχία, ΚΚΕ εσωτερικού, Συνασπισμός. Με τον ΣΥΡΙΖΑ αρχίσαμε να μπερδευόμαστε, αλλά, στην αρχή είμαστε ευκολόπιστοι, μαζί του. Όταν ήλθαν τα δύσκολα μας δούλεψε κανονικά ο κυρ Φώτης και τον προτιμήσαμε, κόντρα στην λογική της ελπίδας που (πάντα) έρχεται. Και μετά, ανέστιοι, είδαμε κάτι στο «Ποτάμι» κι αυτό το κάτι ήταν μόνο ο Σπύρος Λυκούδης, ο πιο στενός και ακριβός από τα παλιά χρόνια.
Σήμερα αυτή η πολυτέλεια έχει εξατμιστεί. Τα διλήμματα είναι απλά και το κυριότερο, δεν σηκώνουν υπεκφυγές: είτε με τον ΣΥΡΙΖΑ είτε με την ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Η πρώτη επιλογή, σημαίνει ότι δικαιώνεται η μεγαλύτερη διάψευση όσων πιστέψαμε στην Αριστερά και παραμείναμε αριστεροί. Δεν είναι μόνο ο αποτρόπαιος εναγκαλισμός με τον πιο γελοίο πρόσωπο της εγχώριας πολιτικής ζωής. (Τα αποτελέσματα τα ζούμε αυτές τις μέρες και όσα αναθέματα κι αν εκτοξεύσουν, καθυστερημένα, οι σύντροφοι, το στίγμα αυτής της αδιανόητης συμμαχίας θα τους καταδιώκει για πάντα). Είναι επίσης η ευτέλεια, η κομπορρημοσύνη, η επιθετικότητα, ο κυνισμός μιας κλίκας που έχει απεμπολήσει την μεγαλύτερη παράδοση της εγχώριας Αριστεράς, την ανιδιοτέλεια. Ναι σύντροφοι, την πολύτιμη παράδοση του «ηθικού πλεονεκτήματος» την ρίχνετε στα σκυλιά και την υπεξαιρείτε. Δεν ξέρω αν ποτέ η ιστορία καταγράψει αυτή την παλαβή διακυβέρνηση ως «πρώτη φορά αριστερά» κι ελπίζω ειλικρινά να μην χρεωθεί ένας χώρος που, με τα λάθη του και τα εγκλήματά του ακόμα, σχετίσθηκε με τα ευγενέστερα όνειρα των ανθρώπων. (Όμως, ας μη παριστάνουμε τους αφελείς: θα το χρεωθεί και θα το χρεωθούμε).
Η δεύτερη επιλογή είναι, μπροστά στην καταστροφική, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, πορεία της σημερινής διακυβέρνησης, τώρα, στις παρυφές του γήρατος, να χειραφετηθούμε από τις παλιές μας επιλογές και να κάνουμε το βήμα προς την Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Αναρωτιέμαι ειλικρινά, αν η σημερινή Νέα Δημοκρατία, με ηγέτη τον Μητσοτάκη, από που και πως και με ποιους θα φέρει την λύση, για πολλούς και την λύτρωση. Στον ζήτημα του λεγόμενου «Μακεδονικού» αυτός ο ευρωπαίος και μετριοπαθής, κρύφθηκε πίσω από την απαράδεκτη μεθόδευση του Τσίπρα και ανεμίζει τα λάβαρα της μισαλλοδοξίας και του εθνικισμού. Μόλις προχθές μια κυρία, μέτρια και καθοδηγούμενη άλλοτε τηλεοπτική δημοσιογράφος, αγωγός κομματικής ντιρεκτίβας, απαιτούσε ονόματα όσων ψηφίσουν την συμφωνία των Πρεσπών, αφήνοντας χυδαία υπονοούμενα για συνδιαλλαγές και υστερόβουλες μεθοδεύσεις.
Ο ίδιος ο Μητσοτάκης παρουσιάζεται στην Βουλή τραγικά γκαφατζής, δίνει μαθήματα για τα «Μυστικά του βάλτου», (αγνοώντας προφανώς πως η Πηνελόπη Δέλτα αναφερόταν και σε «μακεντόσκι»), από την πρώτη μέρα ζητάει εκλογές, (πέρα από κάθε λογική δημοκρατικής λειτουργίας), το κυβερνητικό πρόγραμμα του, έχει ως μέγιστη προτεραιότητα τα ιδιωτικά πανεπιστήμια (κι όχι, στον συγκεκριμένο τομέα της Παιδείας, το φοβερό έλλειμμα της βασικής εκπαίδευσης των παιδιών μας) και περιφέρει την έννοια-λάστιχο περί «ανάπτυξης», χωρίς να αποκαλύπτει τα σχέδια του για το εργασιακό και το ασφαλιστικό, την αυτοδιοίκηση, τον ρόλο της δημόσιας διοίκησης και άλλα, κι άλλα.
Μα δεν υπάρχουν οι υπόλοιποι, είναι το εύλογο ερώτημα. Ας παραλείψουμε επιλογές γραφικότητας και ανοησίας, ή, άλλες, πεισματικά ακίνητες. Μένουν το ΚΙΝΑΛ και ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ. Κακά τα ψέματα, το πρόβλημα και των δύο αυτών πολιτικών χώρων είναι το leadership. Γεννηματά και Στ. Θεοδωράκης αποδείχθηκε πως δεν μπορούν να εμπνεύσουν μια αποτελεσματική, στιβαρή και κεντρομόλα ηγεσία. Ο αναγκαίος τρίτος πόλος δυστυχώς αναζητείται ακόμα. Η Φώφη Γεννηματά, μοιάζει με το ιστορικό πρότυπο της Πολωνίας, είναι το ακορντεόν που ανοίγει και κλείνει, ανάλογα με την μέρα και την όρεξη του κάθε Μαλέλη. Ο Σταύρος Θεοδωράκης δεν κατάλαβε ποτέ, πως δεν είναι τα ωραία λόγια που φτιάχνουν πολιτική, είναι το σαφές και άμεσο νόημα της πολιτικής πράξης.
Η πρωτόγονη νοοτροπία, του ηγέτη-σωτήρα, ακολουθεί σαν κατάρα, τις εκλογικές επιλογές μας. Οι εξαιρέσεις του Γεωργίου Ράλλη και του Κώστα Σημίτη μένουν εξόριστες από την συλλογική μνήμη (Ράλλης), αν δεν λοιδορούνται (Σημίτης). Κάποιοι που δοκιμάστηκαν και πέτυχαν βρίσκονται σε αποστρατεία και σχολιάζουν τα γεγονότα, απέχοντας, είτε το θέλουν, είτε όχι, από την διαμόρφωσή τους.
Πίσω από αυτήν την δυστοκία επιλογών, υπάρχει ένα απτό αποτέλεσμα. Η αλληλοτροφοδότηση των μεν και των δε. Ο Τσίπρας στο πρόσωπο του Μητσοτάκη πυροδοτεί εξαρχής το αντι-δεξιό σύνδρομο, ιστορικό, ακατάλυτο και εν πολλοίς δικαιολογημένο για γενιές και γενιές. Ο Μητσοτάκης στο πρόσωπο του Τσίπρα επανεγράφει τον βάρβαρο αντι-κομμουνισμό της προχουντικής εποχής, οι χαζομάρες που εκτοξεύουν κάτι τύποι όπως ο Βορίδης ή ο… Μπογδάνος έχουν ήδη κατακτήσει τα αντικυβερνητικά μαζικά μέσα ενημέρωσης. Για να είμαστε δίκαιοι, ο σύγχρονος αντικομμουνισμός, ανιστόρητος και κενός πλέον, μάλλον δεν εκπορεύεται από τον Μητσοτάκη. Είναι όμως η αδυναμία και η δειλία του στο να επιβάλει το εκσυγχρονιστικό πρόσωπό του, αν βέβαια το διαθέτει και δεν είναι (ή μάλλον ήταν) ένα προσωπείο.
Σ’ αυτόν τον μετεωρισμό, η επιλογή θα είναι το «μικρότερο κακό». Προσωπική, πονεμένη, εκβιασμένη. Φοβάμαι πως όποια και να είναι, θα αφήσει στον καθένα, που δεν είναι άλλο οπαδός, δεν θέλει σωτήρες και μονομάχους, ένα βαθύ τραύμα. Θα μείνει και πάλι μόνος, θα τον λοξοκοιτάνε ως προδότη της μικρής ιστορίας του ή ως δογματικό κι εγκλωβισμένο, αρνητή της πραγματικότητας και του αναγκαίου.
Με όλη την αντικληρική και αγνωστικιστική μας εμμονή, ας μας φωτίσει ο θεός, με μικρό ή μεγάλο θήτα. Γιατί αυτά παθαίνουμε όσοι είμαστε μια ζωή στην πολυτέλεια της μικρής και όσο το δυνατόν, πλησιέστερης επιλογής.