Ο μαρξισμός, σαν επαναστατική θεωρία, αφού έβαλε βαριά την υπογραφή του στην ιστορία του πλανήτη για πάνω από έναν αιώνα, έχει πλέον αποσυρθεί.
Τώρα που τα βλέπουμε όλα από μακριά μπορούμε να κατανοήσουμε τι μας συνέβη. Και πρώτα απ’ όλα να διαπιστώσουμε πως δεν ευδοκιμούν τα μεγάλα πολιτικά σχέδια σωτηρίας του κόσμου όταν δεν εναρμονίζονται με τις διαστάσεις και τις ιδιότητες της ανθρώπινης φύσης.
Η ιδέα μιάς κοινωνίας θεσμικής αδελφοσύνης και συνεργασίας, άγγιξε βαθειά τον άνθρωπο επειδή ανταποκρίθηκε στην μία από τις δύο βασικές ανάγκες του. Να φροντίσει το σώμα της ανθρωπότητας στο οποίο ανήκει και να μοιραστεί το όφελος με τους συνανθρώπους του δίκαια, σε ίσες μερίδες, σαν ένα της κύτταρο.
Η αποτυχία του προήλθε από την δεύτερη βασική ανάγκη του ανθρώπου, εκείνη που του υποβάλλει να μεγιστοποιεί το προσωπικό του όφελος, σε ανταγωνισμό ή συναγωνισμό, με όλους τους άλλους.
Το είδος μας, δεν μπορεί να απορρίψει καμιά από τις δύο αυτές ιδιότητες επειδή πρόκειται για το θεμελιώδες φυσικό - πες το και θεϊκό – κούρντισμα, που προδιαγράφει την ύπαρξή μας. Είναι αντίπαλες όσο όμως και απαραίτητα συνεργάσιμες.
Υπέθεσε ο μαρξισμός έναν άνθρωπο που δρα αποκλειστικά προς το συμφέρον τού συλλογικού του εαυτού και επιζητεί μόνο απ’ αυτήν την πηγή το ατομικό του συμφέρον. Επινόησε την δικαιοσύνη να παραδοθούν τα μέσα παραγωγής στους εργαζόμενους μέσω ενός κράτους που θα σκεφτόταν με ανιδιοτέλεια. Πίστεψε πως ανακάλυψε επιστημονικές διαστάσεις στην σύλληψη του αναρχικού Προυντόν περί ιδιοκτησίας, ο οποίος την κατήγγειλε ως κλοπή.
Και πέτυχε δύο αποτελέσματα:
Το ένα, να διαδώσει ιδέες προστιθέμενης αξίας, σε εκείνες της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Μέσα απ’ αυτές, ώθησε σε αγώνες βελτίωσης της διαβίωσης των λαών και διεύρυνε τους ορίζοντες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η απελευθέρωση της γυναίκας, ο αντιρατσισμός, η αποδόμηση της πατριαρχικής οικογένειας, η απαγκίστρωση από τα θρησκευτικά δόγματα, και πολλά άλλα που σήμερα μας φαίνονται αυτονόητα, προβλήθηκαν μέσα από το όραμα, όχι μόνο της ισότητας απέναντι στους νόμους, αλλά και της ισότητας μεταξύ των ανθρώπων, ό,τι και να (μην) σημαίνει αυτό.
Το δεύτερο αποτέλεσμα ήταν, να διχάσει βαθειά τις κοινωνίες, να τις οδηγήσει σε έναν αμείλικτο πόλεμο φτωχών εναντίον πλουσίων, όχι μόνο για να καλυτερέψουν την ζωή τους μέσα στο περιβάλλον της ελεύθερης οικονομίας, αλλά με τελικό σκοπό να την ανατρέψουν και να φέρουν τον παράδεισο της αταξικής κοινωνίας διανύοντας έναν σοσιαλιστικό δρόμο.
Οι ιδέες που έστησαν την μηχανή του πολέμου κατά της ατομικής ιδιοκτησίας και του καπιταλισμού, πρώτα απ’ όλα, όπου πέτυχαν να οδηγήσουν στην εξουσία, απέτυχαν. Τα γεγονότα είναι πασίγνωστα. Οι λαοί μοιράστηκαν φτώχεια και απώλεσαν όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ εκατομμύρια δολοφονήθηκαν χωρίς - ή με στημένες - δίκες, ή σε βασανιστήρια, και ήταν τυχεροί όσοι επέζησαν από εγκλεισμούς σε βάρβαρες φυλακές και εξορίες. Το κόμμα καλοπέρασε σαν άρχουσα τάξη και το κράτος μετατράπηκε σε δικτατορικό στυγνό εργοδότη.
Ταυτόχρονα πέτυχαν την μύηση στα προαπαιτούμενα της επανάστασης. Προκειμένου να διευκολυνθεί το προτσές και η νομοτέλεια που πρόβλεψε η «αλάνθαστη» - ως επιστημονική – θεωρία, όλα επιτρέπονταν έως επιβάλλονταν. Η συνταγή είναι παλιά, εύχρηστη σε όλες τις αιματοχυσίες, και προσαρμοσμένη στην συγκεκριμένη περίσταση. Αντιστρέφει το νόημα κάθε αρετής και απαλλάσσει τον στρατευμένο κομμουνιστή από τις τύψεις. Είναι ήρωας όταν στην επανάσταση σκοτώσει τον εχθρό και όχι δολοφόνος. Είναι άκυρη η δημοκρατία καθότι ταξική. Είναι έγκυρη η οποιαδήποτε εξαπάτηση αν δίνει έναν πόντο στην ήττα του αντίπαλου. Είναι απαραίτητη η συμμαχία ακόμη και με το διάβολο αν βοηθάει στην κατάληψη της εξουσίας. Είναι θεμιτό το πνίξιμο κάθε διαφορετικής άποψης αφού εμείς είμαστε κάτοχοι της μοναδικής αλήθειας.
Αυτά, από μόνα τους, χωρίς τον ιερό σκοπό που αγιάζει τα μέσα, δεν εφάπτονται σε καμιά διαχρονική αξία. Συνιστούν εξόφθαλμο ηθικό ξεπεσμό.
Το μοντέλο που θα αντικαθιστούσε τον κακό καπιταλισμό με ένα άλλο καλό σύστημα αποδείχτηκε μεν απόλυτη βαρβαρότητα, αλλά το όραμα έμεινε ζωντανό, διασωληνωμένο με μύθους, σε ένα τμήμα του λαού και της διανόησης που τον καθοδηγεί,.
Όσοι επιμένουν στην ορθοδοξία των γραφών του Μαρξ και του Λένιν, ενώπιον της αναμφισβήτητης δυστοπίας έχουν επινοήσει το σωσίβιο της «διόρθωσης των λαθών».
Όσοι έχουν πάρει τις αποστάσεις τους από την ορθοδοξία συντηρούν την ιδέα αναζητώντας νέους δρόμους και εναλλακτικές δομές του σοσιαλισμού, που ακόμη δεν έχουν ανακαλυφθεί.
Η μία αριστερά προβάλλει το δοκιμασμένο και αποτυχημένο έπαθλο νίκης, η άλλη δεν προβάλλει τίποτα σαφές, αλλά αμφότερες έχουν σταθερή την πεποίθηση πως οφείλουν να ανατρέψουν ή να φθείρουν το παρόν πολιτικό και οικονομικό σύστημα.
Τα λίγα ορθόδοξα Κομμουνιστικά κόμματα που απέμειναν στον κόσμο, με τους λίγους οπαδούς τους, συντηρούν τον μύθο τους χωρίς να μπορούν να δικαιολογήσουν την Βόρεια Κορέα και 3-4 ακόμη ομοϊδεάτισσες χώρες που έχουν απομείνει, για την φτώχεια και την καταπίεση των λαών τους. Ωστόσο, αφού σκοπός τους – λέμε τώρα – είναι η ανατροπή, είναι και λογικό να πυροβολούν το σύστημα και να το καταγγέλλουν ως το απόλυτο κακό.
Πλέον, η πλευρά της προσφοράς τους έχει ελαχιστοποιηθεί έως και μηδενιστεί έως και αντιστραφεί. Σε όποια συνδικάτα έχουν κάποια δύναμη διεκδικούν συντεχνιακά αιτήματα, συνήθως καταχρηστικά, αδιάφορα για τις βλάβες που προκαλούν στην κοινωνία και εξαντλώντας τα όρια της δημοκρατίας. Εδώ τελειώνει η διεκδικητική δράση τους. Μετά αρχίζουν οι διαδηλώσεις και οι πορείες που καταγγέλλουν τα θεμέλια τους τοίχους και τις μαρκίζες του συστήματος. Πρόκειται για μια υπαρξιακή γυμναστική που δεν βάζει στόχους να πετύχει, παρά μόνο προβάλλει το ένα και μοναδικό κόμμα. Αρνούνται να συμβάλλουν σε οτιδήποτε, και στην Ελλάδα, η πραμάτεια που διαλαλούν είναι πως έχουν καταψηφίσει όλα τα νομοσχέδια στη βουλή. Ακόμη κι αυτά που τα σωματεία των εργαζόμενων υποστηρίζουν ομόφωνα, ακόμη και τις αυξήσεις μισθών, ακόμη και τις παροχές στα ΑΜΕΑ. Συνολικά κομπάζουν για την πολιτική της άρνησης των πάντων, σαν θρησκευτική σέχτα που έχει την αποκλειστική γνώση της μοναδικής αλήθειας. Συντηρούνται προσφέροντας μια ηθική ανωτερότητα στα μέλη και τους οπαδούς οι οποίοι ταυτόχρονα εκτονώνουν το μίσος τους χωρίς τύψεις στον σεσημασμένο εχθρό. Και φυσικά ευημερεί η ηγεσία με το στόμα κολλημένο στο βυζί τού επάρατου καπιταλισμού.
Για να μην υπάρχει δε καμιά αμφιβολία για το πόσα και ποια λάθη θα διορθώσουν, έχουν αναθέσει την επίβλεψη στο Στάλιν, του οποίου το πορτρέτο δεσπόζει στα κομματικά γραφεία. Λογικό.
Τα λάθη όμως είναι δομικά και εμπεριέχονται στην θεωρία η οποία ουσιαστικά τα παραδέχεται και ομολογεί με παρρησία πως το θύμα θα είναι ο λαός. Προβλέπει ορθά πως δεν θα συναινέσει στην σφαγή του γι’ αυτό και τον έχει αποκλείσει από τον έλεγχο της εξουσίας καταργώντας την δημοκρατία.
Είναι κάτι παραπάνω από φανερό πως ο σοσιαλισμός των μεγάλων προσδοκιών έχει πάρει διαζύγιο με την ιστορία και μόνο μερικοί βετεράνοι μιάς χαμένης υπόθεσης ξέμειναν να την παρενοχλούν.
Η αναθεωρητική ανανεωτική αριστερά είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο. Αποκόπηκε από τον μαρξισμό – λενινισμό και πέρασε από διάφορα στάδια μέχρι να απορρίψει οριστικά τον μονοκομματικό σοσιαλισμό. Κατέληξε κάπου ανάμεσα στην μαρξιστική ορθοδοξία και την σοσιαλδημοκρατία, προσπαθώντας να διαμορφώσει έναν τρίτο δρόμο για τον σοσιαλισμό, τον οποίο αναζήτησαν κι άλλοι χωρίς οργανική καταγωγή από κομμουνιστικά κόμματα. Ο τρίτος δρόμος, ο τρίτος προορισμός δηλαδή, το σοσιαλιστικό μοντέλο που θα αντικαθιστούσε το κοινωνικό σύστημα της ελεύθερης οικονομίας και θα διέφερε από την δικτατορία του προλεταριάτου, δεν βρέθηκε, δεν υπάρχει.
Στην διάρκεια αυτής της πορείας αναζήτησης, δεν απέφυγε μικρά και μεγάλα λάθη που προέρχονταν από τα θεωρητικά στερεότυπα της καταγωγή της αλλά η προσφορά της ήταν σημαντική σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής και κορυφαία, στον πολιτισμό, στην δημοκρατία και στην διεκδίκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Με μιά ρευστή ιδεολογική ταυτότητα και χωρίς σαφή στρατηγική που θα της πρόσθετε πολιτικό έρμα, πήρε διαφορετικές μορφές σε κάθε χώρα ανά εποχή, κι αναλόγως έπαιξε διαφορετικούς ρόλους στην πολιτική. Όμως, η αναθεώρηση του μαρξισμού, υπήρξε ένα μετέωρος ισχυρισμός. Θα είχε υπόσταση και νόημα εφ’ όσον διατύπωνε μια νέα θεώρηση πάνω στη σκέψη του Μαρξ από την οποία θα προέκυπτε ένα νέο μοντέλο κοινωνίας, διαφορετικό μεν απ’ αυτό της προλεταριακής δικτατορίας αλλά ικανό να παραδώσει τα μέσα παραγωγής στους εργαζόμενους. Αυτή την στρατηγική την αμφισβήτησε και τελικά την απέρριψε, προκρίνοντας μεταρρυθμίσεις, ενίοτε μαζί με κάποιες «κοινωνικοποιήσεις των μεγάλων παραγωγικών μονάδων» και πάντα στα πλαίσια μιάς ελεύθερης εν γένει οικονομίας. Όπερ, απέρριψε τις μαρξιστικές αρχές, δεν τις είδε με άλλο μάτι, δεν τις αναθεώρησε. Οι θέσεις της παραπέμπουν στην συστημική σοσιαλδημοκρατία αλλά αυτό δεν το παραδέχτηκε ποτέ και επιμένει ακόμη να ανήκει στην οικογένεια τής μη δογματικής μαρξιστικής αριστεράς.
Δεν είναι εύκολος ο γρίφος της ύπαρξης μιάς ορθόδοξης σταλινικής αριστεράς μετά την πτώση των σταλινικών καθεστώτων αλλά μάλλον είναι δυσκολότερος εκείνος της αιρετικής. Γενικά, μπορούμε να πούμε πως το όραμα της κομμουνιστικής κοινωνίας εξακολουθεί να ασκεί μια έλξη, για μερικούς ακαταμάχητη, αλλά η αιτιολόγηση είναι μάλλον πιο σύνθετη. Θα την αναζητήσουμε με μια σύντομη ματιά
στο ιστορικό πλαίσιο που γεννήθηκαν και έδρασαν.
Το κομμουνιστικό κίνημα έμεινε συμπαγές για περίπου μισό αιώνα ενώ συνολικά το εργατικό κίνημα δεν υπήρξε ποτέ ενωμένο.
Ο Μαρξισμός, δεν βρήκε εξ’ αρχής καθολική αποδοχή. Αμφισβητήθηκε νωρίς από τα άλλα δύο ρεύματα, τον αναρχισμό και την σοσιαλδημοκρατία, που μαζί του συγκρότησαν σε πρώτη φάση το σοσιαλιστικό κίνημα, στα τέλη του 19ου αιώνα, και συμπορεύτηκαν διαφωνώντας στην Α και στην Β Διεθνή Ένωση Εργατών. Επικράτησε όμως πανηγυρικά στην Γ Διεθνή, το 1919, υπό την ηγεσία του Λένιν ο οποίος απομάκρυνε τους ετερόδοξους και συσπείρωσε τους «καθαρούς» μαρξιστές.
Οι αναρχικοί διέβλεψαν πως το μαρξιστικό κράτος θα μετατραπεί στον πλέον αυταρχικό εργοδότη και το σύστημα που θα προκύψει θα είναι στυγνή απολυταρχία. Συμφωνούσαν και συναινούσαν στην ιδέα της κατοχής των μέσων παραγωγής από τους εργαζόμενους αλλά έναντι του πανίσχυρου προλεταριακού – κομματικού κράτους, αντιπρότειναν τον φεντεραλισμό, την συνομοσπονδιακή διακυβέρνηση. Η πρόβλεψή τους περί αποτυχίας και βαρβαρότητας του κρατικού μοντέλου των μαρξιστών, αποδείχτηκε, ενώ η δική τους πρόταση παρέμεινε ουτοπική και πουθενά δεν δοκιμάστηκε, παρ’ όλη την δύναμη που απέχτησε για ένα διάστημα στην Ισπανία του εμφυλίου και στην Ουκρανία του εξεγερμένου Νέστωρ Μάχνο τον οποίο εξόντωσαν τελικά οι μπολσεβίκοι.
Ωστόσο, αναρχισμός και «επιστημονικός» σοσιαλισμός, συμφωνούν στο βασικό: Στην κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής.
Επόμενος σοβαρός αντίλογος ήταν ουσιαστικά η απόρριψη της μαρξιστικής κεντρικής ιδέας από την υπό διαμόρφωση σοσιαλδημοκρατία. Απέναντι στην ταξική πάλη που θα κατέληγε σε μια ένοπλη επανάσταση και θα καταργούσε την αστική τάξη, πρότεινε την ταξική πάλη που θα βελτίωνε την θέση των εργαζόμενων, όσο και την ταξική συνεννόηση και συνεργασία. Έβαλε ανεξίτηλη την σφραγίδα τής πολιτικής της στην Ευρώπη – και όχι μόνο – κι αυτήν την πραγματικότητα ζούμε στον παρόν μας.
Κανείς δεν διανοείται πια να πάρει πίσω τις μεταρρυθμίσεις της σοσιαλδημοκρατίας που εστίασε στο κράτος πρόνοιας και στην υποστήριξη των αδύναμων στρωμάτων. Η μερική περικοπή τους ή η επέκτασή τους, είναι ένα διαρκώς ζητούμενο από όλες τις κυβερνήσεις αλλά η κατάργησή τους δεν υπάρχει στην ατζέντα κανενός κόμματος. Οι δε συντηρητικές παρατάξεις των ημερών μας δεν έχουν καμιά σχέση με εκείνες του πρώτου μισού του προηγούμενου αιώνα. Οι πολιτικές τους πλέον ξεκινάνε από την αφετηρία του κοινωνικού κράτους εξ ου και η δυσκολία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στις μέρες μας, να ορίσουν ως διακριτό το πολιτικό τους στίγμα. Προφανώς υπάρχουν διαφορές που έχουν να κάνουν με την αύξηση της παραγωγικότητας και την διανομή του πλούτου – όσο και για όλα τα άλλα θέματα εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής - αλλά δεν αμφισβητείται η κεντρική ιδέα που ανέδειξε και εφάρμοσε η σοσιαλδημοκρατία και είναι αρχή για οποιαδήποτε συζήτηση, στην δημοκρατική Δύση.
Ενώπιον λοιπόν ενός καλπάζοντα καπιταλισμού του 19ου αιώνα με την εικόνα των πολλών εργατών, των λίγων μικρομεσαίων και των λιγότερων πλουσίων, δρομολογήθηκαν τα δύο διαφορετικά σοσιαλιστικά μοντέλα που βάδισαν επάνω σε διαφορετικές κοσμοθεωρίες για τις οποίες το επίδικο, η κορυφαία διαφορά τους, υπήρξε η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Η σοσιαλδημοκρατία πολιτεύτηκε συστημικά αφού δεν απείλησε την ιδιοκτησία και ο κομμουνισμός ανατρεπτικά με κεντρική ιδέα την συλλογική κτήση των μέσων παραγωγής.
Η κατάχτηση της εξουσίας από τους Ρώσους μπολσεβίκους το 17 προηγήθηκε της σοσιαλδημοκρατίας που δρομολογήθηκε από τον Μπράντινγκ στον μεσοπόλεμο, στην Σουηδία, και επικράτησε στην υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη, μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο.
Η δημιουργία της ΕΣΣΔ, προέκυψε από την πρώτη επανάσταση που πέτυχε στην Ευρώπη και υπήρξε το πρότυπο των κομμουνιστών παγκοσμίως. Η αμφισβήτηση του σοσιαλισμού της, μέσα στα ΚΚ της Ευρώπης και όλου του κόσμου, ήρθε σταδιακά. Τα μηνύματα για την φτώχεια και την απόλυτη τρομοκρατία έφταναν από τα πρώτα χρόνια παντού και ταυτόχρονα αμφισβητούνταν σαν προπαγάνδα του καπιταλισμού. Οι επεμβάσεις όμως του στρατού της σε χώρες που δοκίμασαν να απαλλαγούν από τους «σοσιαλισμούς» τους, καθώς και σε άλλες χώρες με φανερό το στυγνό συμφέρον και χωρίς άλλοθι, τάραξαν τις βεβαιότητες. Αν πούμε πως στην δίνη των γεγονότων του Β παγκοσμίου πολέμου, πέρασαν απαρατήρητες οι επιθέσεις στην Φιλανδία και στην Πολωνία, τα ρώσικα τανκς στην Ουγγαρία το 56 έβαλαν το πρώτο μεγάλο ερωτηματικό και μαζί με την καταστολή της «άνοιξης της Πράγας» το 68, δίχασαν το κομμουνιστικό κίνημα. Η υποστήριξη της «κεντρώας» χούντας του Βιντέλα στην Αργεντινή το 76, η εισβολή στο Αφγανιστάν το 79 και η στήριξη του εγκάθετου ειδικού δικτάτορα Γιαρουζέλσκι στην Πολωνία το 81, δεν άφησαν πλέον περιθώρια παρερμηνείας σε ένα μεγάλο μέρος των κομμουνιστών.
Αυτά και τέτοια γεγονότα, μαζί με τις πληροφορίες για την τρομοκρατία και τη δομή του πολιτικοκοινωνικού συστήματος των σοβιετικών και «λαϊκών δημοκρατιών», μαζί και με την γνώση της συγκριτικής ευημερίας που ζούσαν οι εργαζόμενοι στις φιλελεύθερες χώρες τους, υποχρέωσαν το σύνολο σχεδόν των Κομμουνιστικών Κομμάτων να επανεξετάσουν τις απόψεις τους και τις θέσεις τους. Άλλα διασπάστηκαν και άλλα πήραν αδιάσπαστα διαζύγιο από την μαρξιστική – λενινιστική ορθοδοξία.
Σε πρώτη φάση ισχυρά και μαζικά Κομμουνιστικά Κόμματα, όπως της Ιταλίας του Μπερλιγκουέρ, της Ισπανίας του Καρίγιο και της Γαλλίας του Μαρσαί, αμφισβήτησαν τον σοσιαλισμό της ΕΣΣΔ. Το ίδιο συνέβη και σε πολλά άλλα κόμματα ανά τον κόσμο και άσχετα με τον διαφορετικό χρονισμό, πάνω κάτω στα ίδια πλαίσια κινήθηκαν. Στην αρχή απέρριψαν την ιδέα της κατάληψης της εξουσίας με ένοπλη επανάσταση και πρόκριναν τις δημοκρατικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες για την ανατροπή του συστήματος. Στη συνέχεια, αναθεώρησαν τις απόψεις τους για την διακυβέρνηση και εξουσία του ενός κόμματος, για την δικτατορία του προλεταριάτου. Αντιπρότειναν ένα «σοσιαλισμό με δημοκρατία» πολυκομματική. Τέλος, κατέληξαν να απορρίψουν την κεντρική ιδέα του μαρξισμού – λενινισμού, την κατάργηση της ιδιοκτησίας και την απόδοση των μέσων παραγωγής στους εργαζόμενους. Αποδέχτηκαν την συστημική στρατηγική της μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων.
Η τιμή των αντισυστημικών όπλων της αιρετικής αριστεράς, σώθηκε ή εξαντλήθηκε, στην αναζήτηση μιας προοπτικής μεικτής οικονομίας. Αυτό το μοντέλο το ενστερνίστηκαν και διάφορα σοσιαλιστικά κόμματα που δεν είχαν κομμουνιστική προέλευση. Κάποια πήραν την εξουσία αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις υπαναχώρησαν και παρακολούθησαν την σοσιαλδημοκρατική συνταγή. Όπου επέμειναν, σε μερικές τριτοκοσμικές χώρες, συμμάζεψαν μεν υπολείμματα της φεουδαρχίας αλλά συνολικά απέτυχαν να δώσουν προοπτική.
Μ’ αυτά τα δεδομένα, η ανανεωτική αριστερά αναλώθηκε και πελαγοδρόμησε σε μια εσωστρέφεια, σε μια χαοτική αναζήτηση της ταυτότητάς της.
Στους κόλπους της ωστόσο συνυπήρχαν δύο ρεύματα.
Το ένα, ας πούμε το αδιάλλακτο, συνέχισε να στοχοποιεί την ελεύθερη οικονομία, το κέρδος, το σύστημα γενικώς.
Η ανάλυση του καπιταλισμού ως αιτία όλων των δεινών της ανθρωπότητας, δεν ήταν εύκολο να εξοικειώσει τους παραδοσιακούς εχθρούς του με έναν νέο ρόλο, εκείνον που θα παραδέχονταν τις καλές του πλευρές και θα πάσχιζαν να βελτιώσουν την θέση των εργαζόμενων. Τον κατέκριναν, τον κατήγγειλαν και τον πολεμούσαν, χωρίς εναλλακτικό σχέδιο, με αόριστες υποσχέσεις, πως θα υπέτασσαν το κεφάλαιο, πως θα έφερναν τον λαό στην εξουσία μέσω τρίτου τέταρτου ή νιοστού δρόμου που ποτέ δεν βρέθηκε, μέσω Ουρουγουάης ή Βενεζουέλας, μέσω Λαμίας, μέσω μιας χίμαιρας.
Δεν ήταν διατεθειμένοι να χαρίσουν την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος στους ορθόδοξους και ούτε να χαριστούν στον ρεφορμισμό της σοσιαλδημοκρατίας. Δεν ήταν πρόθυμοι να αποδεχτούν πως δεν θα ήταν μέτοχοι μιάς επαναστατικής διαδικασίας που είχαν ήδη τιμήσει ως έγκυρη και κορυφαία στιγμή των λαών. Ταυτόχρονα πολιτεύονταν υποστηρίζοντας οτιδήποτε κρατικό έναντι της ιδιωτικής πρωτοβουλίας καθότι το «Κράτος κι επανάσταση» του Λένιν δεν έπαψε να κυβερνά την πολιτική τους σκέψη.
Δεν μπόρεσαν να αποκοπούν από τις ρίζες τους.
Το άλλο, το δεύτερο ρεύμα που αναπτύχθηκε στους κόλπους της, ακολούθησε διαφορετική πορεία. Έμεινε προσηλωμένο στις βασικές αρχές και αξίες που γέννησαν την αριστερά και όχι στο ιδεολόγημα που την μπλόκαρε. Την βαθιά πολιτική τους κουλτούρα – και όχι μόνο - την διέθεσαν στο εφικτό, και έβαλαν το βάρος τους στην πλευρά που έκριναν πως ωφελεί την κοινωνία. Στην πλευρά μιάς σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής.
Στην Ελλάδα, διατηρήθηκε κάποια ισορροπία ανάμεσα στα δύο ρεύματα για μεγάλο χρονικό διάστημα, όχι βέβαια ομαλά και γραμμικά. Κράτησε ωστόσο από το 1968, όταν προέκυψε από την διάσπαση του ΚΚΕ, ως το 2008 που πήρε την προεδρία ο Τσίπρας κι έγειρε οριστικά την πλάστιγγα στην πλευρά – ας πούμε – των πιο αριστερών. Κι αυτή η αριστερά της ανανεωτικής αριστεράς, αναβάθμισε όλα εκείνα τα «μέσα πάλης», την βία και την ανυπακοή στους νόμους που οδηγούν σε διχασμό και μίσος την κοινωνία, και εξαγνίζονται από τον άγιο σκοπό. Δηλαδή από το θολό αφήγημα που θέριεψε στην τελευταία φάση της εξέλιξής της και έλεγε πως το κεφάλαιο θα υποταγεί στην εξουσία της.
Όλη μαζί, αυτή η αριστερά ήταν καταδικασμένη να αποτύχει, με δύο τρόπους:
Ο ένας, να συρρικνωθεί ως μη κατανοητή και αντιφατική, σε ασήμαντα ποσοστά. Ο άλλος, να πάρει την εξουσία σε κάποια περίοδο κρίσης με ευτελείς λαϊκισμούς και ανίερες συμμαχίες, να ζημιώσει την χώρα της με αλλοπρόσαλλες πολιτικές, μέχρι να αποκαθηλωθεί και να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη.
Όπερ, συνέβησαν και τα … τρία. Την ζήσαμε να μπαινοβγαίνει στην βουλή καθώς κινιόταν στο όριο του 3%, την υποστήκαμε να μεγαλώνει και να παίρνει την εξουσία επιλέγοντας την ακροδεξιά για εταίρο και όχι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, κι αφού μας χρέωσε μεγάλες ζημιές, τώρα παρακολουθούμε την διάλυσή της και την επιστροφή της στα επίπεδα που αντιστοιχούν στην εξ ορισμού αδιέξοδη πολιτική της.
Μάθαμε επώδυνα από την «αριστερή» πλευρά της, πως τα περί ανανέωσης και αναθεώρησης, απέχτησαν άλλο αντικείμενο απ’ αυτό που ισχυριζόταν. Ανανέωσε τις παθογένειες της αριστεράς και αναθεώρησε τις αξίες που την γέννησαν. Υπήρξε μόνο «τα μέσα πάλης», σκέτα, ανήθικα, χωρίς αγιασμό, καθότι άνευ σκοπού και μάλλον κάπως χειρότερα, μολυσμένα από τον αυτοσκοπό κατάχτησης και διατήρησης της εξουσίας προς ίδιο όφελος, πού χρέωσαν στον λαό τον λογαριασμό μιας καταστροφικής πολιτικής.
Μάθαμε ακόμη, πως σ’ αυτόν τον κατήφορο, αντιστάθηκε ένα κομμάτι δικό της και η συμβολή του υπήρξε καθοριστική για την σωτηρία της χώρας. Εκείνο που πολέμησε τις παθογένειες και έμεινε πιστό στις αξίες που παράγουν οράματα και πολιτικές. Έδωσαν όταν είχαν την ευκαιρία την υποστήριξή τους σε υγιείς εκσυγχρονιστικές και μεταρρυθμιστικές πολιτικές, όπως εκείνη της κυβέρνησης Σημίτη, και παρέμειναν μαχητές αμετακίνητοι στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό όταν κινδύνευσε από τους τυχοδιωχτισμούς των πρώην συντρόφων τους. Εξακολουθούν δε, να θεωρούν καθήκον τους την συμβολή τους στην αποκατάσταση και στην δημιουργία.
Πλέον, παίχτηκαν όλα τα χαρτιά κι από αυτή την άνευ μαρξισμού, «μη δογματική μαρξιστική αριστερά» και δεν έχουμε άλλες απορίες. Τελευταία προσφορά της ήταν το σιτάρι που χώρισε από τα άγανα. Οι μαθημένοι να τρέφονται με σάρκες τώρα θα φάνε τις δικές τους, αυτό πια ξέρουν να το κάνουν πολύ καλά. Τα μέλη και τα στελέχη που αποχώρησαν από την κανιβαλική γιορτή τους, θα συνεχίσουν την πολύτιμη δράση τους υπηρετώντας την κοινωνία.
Συνολικά, το υπαρξιακό ερώτημα της κομμουνιστικής αριστεράς έχει απαντηθεί από τα αποτελέσματα της δράσης του. Ως στοχαστής και οικονομολόγος ο Μάρξ, άφησε μεγάλες παρακαταθήκες αλλά σαν επιστήμονας της επανάστασης και της ιδανικής κοινωνίας, απέτυχε. Παρέδωσε μόνο ανοιχτό το θέμα της επιστημονικότητας των κοσμοθεωριών, ώστε να ασχοληθεί η επιστήμη με την καλύτερη δυνατή κοινωνία που θα είναι ανάλογη και αντίστοιχη προς την φύση του ανθρώπου.
Σε ό,τι αφορά τους ορθόδοξους, δεν έχει πιθανότητες οποιαδήποτε απόπειρα, εφ’ όσον αγνοούν πως χωρίς θεσμούς ελέγχου της εξουσίας, ο άνθρωπος μεταβάλλεται από άγιο σε δαίμονα. Το εξ’ ορισμού δίκιο μιας ιδέας, συνεπάγεται απολυταρχία. Όποιο κοινωνικό σύστημα δεν βασιστεί στην δημοκρατία, προοιωνίζει μόνο δεινά για την ανθρωπότητα. Έχουν ψευδεπίγραφο παρόν και κανένα μέλλον.
Σε ό,τι αφορά τους αιρετικούς, δεν μπορούν να ταξιδέψουν έναν λαό πατώντας ταυτόχρονα σε δύο βάρκες. Μοναδική μοίρα είναι το ναυάγιο. Ή πολεμάς τον καπιταλισμό επειδή θέλεις να τον γκρεμίσεις, ή υποστηρίζεις τους βασικούς πυλώνες του ώστε να δημιουργήσει πλούτο τον οποίο θα διανείμεις δικαιότερα. Και τα δύο μαζί, δεν βγάζουν νόημα. Συνεπακόλουθα, δεν βγάζει νόημα η ύπαρξη μιάς τέτοιας αριστεράς. Είναι καταδικασμένη να εξαφανιστεί.
Ασφαλώς δεν κατηγορούμε για τις προθέσεις τους, τον Μαρξ ή τον Λένιν και ούτε την συντριπτική πλειοψηφία όσων ηγήθηκαν ή εντάχθηκαν στο κομμουνιστικό κίνημα. Αλλά ένας δρόμος που οδήγησε στην κόλαση δεν μπορεί να εξαγνιστεί από τις καλές προθέσεις. Κάρολε και σύντροφοι, χάσαμε, και δεν γίνεται να μην φταίμε για την όση χασούρα φορτώσαμε σε κάμποσους λαούς. Κι αν πούμε πως δεν ξέραμε, τώρα που ξέρουμε, αν συνεχίσουμε το ίδιο βιολί, είναι διπλή η χρέωση.
Κατά την γνώμη μας, αν υπάρχει μια προοπτική κάποιας μορφής κοινοκτημοσύνης, αυτή θα έρθει κάποτε από την υψηλή ηθική ικανότητα των πολιτών να συνεργάζονται. Από την εθελοντική συμμετοχή τους σε συνεταιριστικές επιχειρήσεις. Δεν το εμποδίζουν οι κανόνες της ελεύθερης οικονομίας και κανείς ταξικός εχθρός δεν έχει λόγο και δικαίωμα να τις πολεμήσει. Ασφαλώς αυτό δεν είναι ορατό στο τρέχον παρόν και ούτε στο κοντινό μέλλον. Δεν είναι ούτε καν διαφαινόμενο ως εφικτό. Ανεξάρτητα όμως από την προοπτική που μπορεί να μην έχει αυτή ή οποιαδήποτε ιδέα, οι γνωστές αριστερές απόπειρες, οι βίαιες δικτατορικές, ή οι αλλοπρόσαλλες κρατικές, έχουν καεί. Το μόνο που καταφέρνουν πια, είναι να πυροβολούν τα πόδια ενός συστήματος που προοδεύει – πάντα με τις αντιφάσεις του και τα πισωγυρίσματά του – και προσφέρει ένα επίπεδο διαβίωσης και ελευθερίας στους λαούς του, φυσικά και στους ίδιους τους αριστερούς «σωτήρες».