Τα πορίσματα της δημοσκόπησης που εν προκειμένω πραγματοποίησε η εταιρεία δημοσκοπήσεων Metron Analysis, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον θεωρητικά αλλά και πολιτικά, καθώς, αποτυπώνουν κάποιες εκ των τάσεων που διαφαίνονται αυτή την στιγμή, στο εν Ελλάδι κομματικό-πολιτικό σύστημα.
Το θέμα όμως το οποίο και θα σκοπεύει να πραγματευθεί το τρέχον άρθρο, σχετίζεται με την μελέτη των ορίων δυνητικής εκλογικής επιρροής (και όχι κομματικής-πολιτικής ταύτισης) που αφορά το Κίνημα Αλλαγής, εκεί όπου, ο συγκεκριμένος δείκτης εξετάζεται μέσω της ερώτησης, ποιο κόμμα θα ψήφιζε ο ερωτώμενος ή αντίστοιχα δεν θα ψήφιζε «σε καμία περίπτωση».
Ο δείκτης είναι χρήσιμος, στο βαθμό που μπορεί να αξιοποιηθεί από πολιτικούς αναλυτές, εντός και εκτός κομμάτων, ώστε να διερευνηθεί το εύρος της ενδεχόμενης απήχησης ενός κόμματος, το πως αξιολογείται από τους συμμετέχοντες το πολιτικό του κεφάλαιο, καθώς και το ποια είναι η, με τρέχοντες όρους, η ελκτικότητα του.
Ας δούμε τα ευρήματα που προέκυψαν: «Ως προς τα όρια εκλογικής επιρροής, το 46% λέει ότι δεν θα ψήφιζε ποτέ ΝΔ αλλά το 53% ότι θα μπορούσαν να το ψηφίσουν. Για τον ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι δεν θα ψήφιζε το 57% κι ότι θα ψήφιζε το 42%. Έξι στους 10 (62%) δεν θα ψήφιζαν ΚΙΝΑΛ, το 74% ΚΚΕ, το 71% Μέρα 25 και το 79% δεν θα ψήφιζε Ελληνική Λύση». Εν πρώτοις, επιθυμούμε να στραφούμε στο Κίνημα Αλλαγής, για τον οποίο, ένα 62% των ερωτώμενων, δηλώνει ό,τι δεν σκοπεύει να το ψηφίσει, όποτε και αν πραγματοποιηθούν οι βουλευτικές εκλογές.
Το ποσοστό είναι αρκετά μεγάλο, καθώς υπερβαίνει, και μάλιστα μη οριακά, το 50%, φανερώνοντας, αρχικά, ό,τι το διαμορφωμένο, εν καιρώ βαθιάς κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής κρίσης, υπόστρωμα μίας οιονεί καχυποψίας που μετεξελίσσεται σε πολιτική δυσπιστία προς το ΠΑΣΟΚ και το νυν Κίνημα Αλλαγής, δεν έχει εκλείψει (αν και έχει μειωθεί), και περαιτέρω, δεν έχει υποχωρήσει σε σημαντικό βαθμό.
Αντιθέτως, διατηρεί μία κοινωνική δυναμική, τρεφόμενο δραστικά, αφενός μεν από ό,τι προσλαμβάνεται κοινωνικά, πολιτικοϊδεολογικά και αξιακά, ως πρωταρχική ?ενοχή? του ΠΑΣΟΚ για την οικονομική κρίση και την είσοδο της χώρας και της ελληνικής οικονομίας σε έναν μνημονιακό αστερισμό, και, αφετέρου δε, από το ίδιο το εύρος και το βάθος των πολιτικών μεταβολών που έλαβαν χώρα εν καιρώ κοινωνικοοικονομικής κρίσης, και είχαν ως αποτέλεσμα την απίσχναση της εκλογικής-κοινωνικής βάσης του ΠΑΣΟΚ που κατά περιόδους της Μεταπολίτευσης, προσέδιδε στο κόμμα πλειοψηφικά χαρακτηριστικά.
Στο 62% όλων όσοι δηλώνουν πως δεν προτίθενται να εκφράσουν την υποστήριξη τους προς το Κίνημα Αλλαγής, αποκρυσταλλώνεται ό,τι ο Ηλίας Κατσούλης, αποκαλεί πολιτική «δυσθυμία», η οποία και διαμορφώνει ένα ιδιαίτερο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον απόκλισης μεταξύ του τι επιθυμούν οι ψηφοφόροι και του τι πιστεύεται ό,τι μπορεί να προσφέρει το κόμμα (Κίνημα Αλλαγής) για την εκπροσώπηση και πραγμάτωση των συμφερόντων τους, με την λεγόμενη, με όρους πολιτικής επιστήμης, «δυσθυμία», να ενισχύεται από το γεγονός πως το σημερινό Κίνημα Αλλαγής, θεωρείται ως τρίτο κόμμα.
Με ό,τι αυτό μπορεί να σημάνει για την κομματική-πολιτική φυσιογνωμία του, την δυνητική κοινωνική-πολιτική του επιρροή, και την ικανότητα του να διαμορφώνει ή αλλιώς, να συν-διαμορφώνει τις πολιτικές εξελίξεις. Όμως, η επίκληση στο πρόσφατο πολιτικό παρελθόν της χώρας, που έγινε για να αναδειχθεί το βαθύτερο υπόστρωμα της έκφρασης δυσπιστίας/δυσθυμίας προς το Κίνημα Αλλαγής και το πολιτικοϊδεολογικό του φορτίο, δεν μένει εκεί.
Στο βαθμό που έως την εμφάνιση, στη συγκεκριμένη δημοσκόπηση, του ποσοστού 62%, εν καιρώ τώρα, πανδημικής κρίσης, διαμεσολαβείται μία σειρά παραγόντων, που συμπεριλαμβάνουν το ό,τι ορίζεται αρνητικά, ως αντιπολιτευτική στρατηγική του Κινήματος Αλλαγής, ως ποιότητα του αντιπολιτευτικού λόγου και πρακτικής και στελεχιακού δυναμικού, ως σειρά αφηγήσεων και ακόμη, ως έλλειψη κυβερνητικής προοπτικής. Έτσι, το ζήτημα δεν είναι απλά ποσοτικό, αλλά βαθιά ποιοτικό, με το Κίνημα Αλλαγής να πασχίζει και τώρα, να αντιμετωπίσει πολιτικά και προγραμματικά, το φαινόμενο της ?Πασοκοποίησης? έτσι όπως εκφράσθηκε ιστορικά και πολιτικά.
Εκκινώντας από αυτές τις παραδοχές, το Κίνημα Αλλαγής, οφείλει να αντικρίσει, χωρίς όρους αυτο-ενοχοποίησης και ?αποκλεισμού,? το πολιτικό-κυβερνητικό παρελθόν του ΠΑΣΟΚ, προτάσσοντας τα θετικά του επιτεύγματα και την μεταρρυθμιστική δυναμική που ανέπτυξε, την άρθρωση ενός Σοσιαλδημοκρατικού, πολιτικοϊδεολογικού λόγου που θα θέτει ζητήματα και ας μην είναι τηλεγερτικός, εκκινώντας να αποφορτίσει το αρνητικό φορτίο, και χτίσει εκ νέου δεσμούς εμπιστοσύνης με κοινωνικές τάξεις και μερίδες τάξεων και σπεύδοντας να απαντήσει στο ερώτημα ?τι κόμμα είναι? και τι ?κόμμα θέλει να είναι,? απευθυνόμενο έτσι προς όλοι όσοι δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε αυτό.
Για να καταστεί εκ νέου ελκυστικό, οφείλει πρώτα να γίνει αποτελεσματικό και ξεκάθαρο ως προς τα διακυβεύματα που θέτει, μη φοβούμενο να ?λερωθεί,? εμπλουτίζοντας τον λόγο του με επεξεργασίες για διάφορα θέματα. Και η σύλληψη του Λευκορώσου, αντικαθεστωτικού δημοσιογράφου Ρομάν Προτασέβιτς, με τα επίδικα που θέτει, επίδικα, αξιακά, πολιτικά, δημοκρατικά και ευρωπαϊκά, θα μπορούσε να αποτελέσει μία ευκαιρία από πλευράς Κινήματος Αλλαγής, για μία ευκρινή τοποθέτηση.