Ωραίο μου πλυντήριο

Γιάννης Παπαθεοδώρου 08 Ιουν 2016

Αν υπάρχει ορισμός της πολιτικής γκάφας, σίγουρα θα πρέπει να αναζητηθεί στην ψήφιση και κατόπιν στην ακύρωση της πρόσφατης διάταξης για «τις εξωχώριες εταιρείες».  Αν κατάλαβα καλά, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ισχυρίστηκε πως είχε και τις δύο φορές δίκιο?  και όταν ψήφισε το άρθρο 178 και όταν το κατήργησε, μετά από τις αντιδράσεις, (ακόμη και της προπαγανδιστικής Αυγής). Το θέμα έχει μικρή σημασία —η νέα ρύθμιση θα καταπέσει μάλλον στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο—, αλλά είναι ενδεικτική για μια συγκεκριμένη πολιτική κουλτούρα. Το «ψηφίζω-ξεψηφίζω» δεν αφορά άλλωστε μόνο τις off-shore εταιρείες αλλά αποτελεί πλέον μια γενικευμένη πρακτική της κυβέρνησης. Τις τελευταίες εβδομάδες, και μετά την ψήφιση των προαπαιτούμενων μέτρων, παρατηρούμε πολλούς βουλευτές και υπουργούς της κυβερνητικής πλειοψηφίας να καταγγέλλουν τα μέτρα που ψήφισαν, είτε εγείροντας ζητήματα «αντισυνταγματικότητας» είτε μιλώντας για «εγκληματικές» ρυθμίσεις. Μερικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα έφτασαν να δικαιολογούν τις επιλογές της κυβέρνησης μέσω της επίκλησης ενός ιδιότυπου «ταξικού προσήμου», επενδυμένου όμως από την τοξική ρητορική του μίσους απέναντι στους «μενουμευρωπαίους». Σε κάθε περίπτωση, ο συνδυασμός της πολιτικής αφέλειας με τον πολιτικό κυνισμό δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα, που μέσα από τις συνεχείς «αυταπάτες», τα συνειδητά ψεύδη και τις εμπρόθετες πολώσεις, συμβάλλει στη συνολική απαξίωση του κοινοβουλευτισμού και την ενίσχυση των άκρων.

Το πρόβλημα της κυβέρνησης όμως δεν αφορά μόνο τη μηχανική της εξουσίας αλλά την ίδια την ιδεολογική συμπεριφορά των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Κάποιοι έχουν βουλιάξει μέσα στην «αριστερή μελαγχολία», αναζητώντας ένα συναισθηματικό άλλοθι για το τέλος των ψευδαισθήσεων. Κάποιοι άλλοι συνεχίζουν να κατασκευάζουν «εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς», υποστηρίζοντας πως θα πρέπει, πάση θυσία, να εξασφαλιστεί —και να εδραιωθεί— η εξουσία της «πρώτη φορά» αριστεράς. Τέλος, κάποιοι νεόκοποι υποστηρικτές των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ —που βαφτίζονται, για τις ανάγκες της συγκυρίας, ως «σοσιαλδημοκρατική διεύρυνση»— βρίσκονται στην κωμικοτραγική θέση να «βάζουν πλάτη» στην κυβέρνηση, την ώρα που η υποτιθέμενη «στροφή στο ρεαλισμό» συνοδεύεται από την πλήρη αποτυχία του 3ου αριστερού Μνημονίου. Κανείς δεν παραδέχεται ευθέως την εξαπάτηση, την αστοχία, την ανεπάρκεια, και κυρίως την πλήρη ασυμβατότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς στη διαχείριση της κρίσης. Σιωπηρά όλοι σήμερα διεκδικούν ένα μικρό «δικαίωμα στη λήθη»: τη μαγική γομολάστιχα που σβήνει βιαστικά τα ίχνη του αντιμνημονιακού παρελθόντος για να τα αντικαταστήσει με το φανταστικό αφήγημα της «ταξικής αναδιανομής» και της «δίκαιης ανάπτυξης». Ο αυτοσκοπός της εξουσίας έγινε, έτσι, το «ωραίο πλυντήριο» που ξεπλένει τις παλιές αριστερές ιδεοληψίες αλλά και τα νέα εθνολαϊκιστικά αδιέξοδα της διακυβέρνησης. Αλλά καλό είναι να θυμούνται ορισμένοι πως εκείνοι οι παλιοί «29 κατασκευαστές πλυντηρίων» βγήκαν πλέον στη σύνταξη.

plyntirio

Τους προσεχείς μήνες, η χώρα θα παραμένει μετέωρη (και ίσως αιχμάλωτη) ανάμεσα σε δύο ασύμπτωτες πολιτικές διεργασίες. Η κυβέρνηση θα προσπαθεί να παρουσιάσει τη «στασιμοχρεοκοπία» ως ομαλότητα και η κοινωνία θα αναζητά, βουβά ίσως, μια άλλη εναλλακτική λύση, που όμως δεν μπορεί – και δεν πρέπει- απλώς να συμπίπτει με τη γραμμική απορρόφηση της δυσαρέσκειας από τη ΝΔ. Για αυτό και ο ρόλος μιας σύγχρονης σοσιαλδημοκρατικής προοδευτικής συμμαχίας είναι περισσότερο κρίσιμος παρά ποτέ. Η ραγδαία φθορά των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν πρέπει να οδηγήσει στη συνολική απαξίωση της αριστεράς αλλά, αντίθετα, θα πρέπει να αναζωπυρώσει την ανταγωνιστική αναμέτρηση ανάμεσα στις δύο διαφορετικές εκδοχές της: την παλαιοημερογίτικη εκδοχή του ΣΥΡΙΖΑ και την ανανεωτική εκδοχή μιας μεταρρυθμιστικής προοδευτικής παράταξης, που θα κινητοποιήσει «ευρέα τμήματα της μισθωτής εργασίας του ιδιωτικού τομέα και των μεσαίων τάξεων, τομείς του κεφαλαίου με λιγότερη εξάρτηση από κράτος, και μεγάλο αριθμό δημόσιων υπαλλήλων».

Η αναμέτρηση αυτή, πράγματι, θα έχει αναπόφευκτα ως αφετηρία το «ωραίο πλυντήριο»: η ηθική απαξίωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι άλλωστε η πρώτη και ίσως η πιο εμβληματική πράξη που μπορεί να ασκήσει σοβαρή επιρροή στο εκλογικό σώμα των ελλήνων πολιτών και ψηφοφόρων που αυτο-προσδιορίζονται ως «κεντροαριστεροί». Αλλά από μόνη της, η απαξίωση δεν φτάνει. Γιατί η κεφαλαιοποίηση της δυσαρέσκειας δεν οδηγεί απαραίτητα σε μια νέα πολιτική έμπνευση. Αν κάτι χρειάζεται σήμερα επομένως είναι μια δυναμική κινητοποίηση όλων εκείνων των προοδευτικών πολιτών που αναγνωρίζουν πως το μέλλον της χώρας εξαρτάται από το μέλλον του χώρου.