Ώρα να φεύγουμε (αλλά από τη μπρος πόρτα)

Κώστας Μποτόπουλος 29 Ιαν 2014

Μετά την Ιρλανδία, η Ισπανία. Ακολουθεί, μέσα στο 2014, η Πορτογαλία. Και μετά η Ελλάδα (η Κύπρος μόνο εξαιρείται από τις «χώρες του Μνημονίου», λόγω καθυστερημένης «άφιξης» στο κλαμπ). Αυτό που κάποια στιγμή, για κάποιους (και για τους κακόπιστους ακόμα), φαινόταν σαν άπιαστο όνειρο, δεν είναι πια παρά η φυσιολογική, και κοντινή, εξέλιξη των πραγμάτων. Αλλά βέβαια αυτό το «φυσιολογική» απαιτεί μια σειρά από λιγότερο «φυσικές» διευκρινήσεις.

Πρώτη διευκρίνιση, μάλλον η πιο συχνά αναδεικνυόμενη στο δημόσιο διάλογο (όπου, και όχι μόνο στην Ελλάδα, «πουλάει» μόνο ό,τι είναι δυσάρεστο): έξοδος από το Μνημόνιο δεν συνεπάγεται ούτε έξοδο από τις δυσκολίες, ούτε έξοδο από την επιτήρηση. Οι δυσκολίες έχουν σχέση με την οικονομική πραγματικότητα, στις χώρες υπό Μνημόνιο αλλά και σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, άρα δεν ξεπερνιούνται με μια «διοικητική» μετάβαση –ο κύκλος της εξόδου από την ύφεση, και ιδίως η αντίληψη ουσιαστικής αλλαγής από τους πολίτες, είναι πάντα πλατύτερος από τον κύκλο της μακροοικονομικής διόρθωσης. Η δε επιτήρηση είναι γνωστό ότι, βάσει των πρόσφατων κανόνων της Ευρωζώνης (και ειδικότερα του περιώνυμου “Two Pack”), δεν σταματά, ακόμα και μετά την έξοδο από τα Μνημόνια, πριν από την αποπληρωμή του 75% των δανείων που πήρε μια χώρα για να «σωθεί».

Όμως, άλλο «σκληρή» επιτήρηση, με δικαίωμα πρωτοβουλίας και βέτο από τους δανειστές, με επί τόπου και αφ’ υψηλού έλεγχο κάθε τρεις μήνες, από τον οποίο μάλιστα εξαρτάται η εκταμίευση δόσεων τρέχοντος δανείου -και άλλο η «γενική» επιτήρηση-επιβεβαίωση ότι δεν υπάρχει δημοσιονομική χαλάρωση, δυο φορές το χρόνο και χωρίς οικονομικές επιπτώσεις. Και, σημαντικότερο όλων, χωρίς την αίσθηση, και όχι σπάνια την πραγματικότητα, συρρίκνωσης όχι τόσο της «εθνικής κυριαρχίας» (αυτή ούτως ή άλλως κάμπτεται, κοινή συναινέσει, για να ενοποιηθεί πολιτικά η Ευρώπη), όσο της πολιτικής αυτονομίας εκλεγμένων ηγεσιών και οργάνων σε δημοκρατικές χώρες.

Άρα δεν θα βγούμε, πράγματι, από την επιτήρηση βγαίνοντας από το Μνημόνιο, αλλά θα μπούμε σε μιαν άλλη επιτήρηση, πολύ χαλαρότερη και, κυρίως, πολύ αξιοπρεπέστερη.

Η δεύτερη διευκρίνιση αφορά τους όρους της εξόδου –κι εδώ η διάσταση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων είναι μεγαλύτερη, αλλά και η ευθύνη τους, γιατί, όποιοι δεν λένε την αλήθεια, διχάζουν αδικαιολόγητα την κοινωνία. Η έξοδος από το Μνημόνιο δεν έχει νόημα –αλλά και δεν μπορεί να γίνει- επαναστατικώ δικαίω, με μονομερείς ενέργειες, τσιτάτα και συγκρούσεις. Αποκτά πολιτική δυναμική –και μάλιστα διπλή: στο εσωτερικό μιας χώρας ως απόδειξη ότι «τα τούνελ έχουν έξοδο» και έναντι των εταίρων ως απόδειξη ότι «οι συμφωνίες τηρούνται ακόμα και αν είναι εξαιρετικά επαχθείς»- μόνο ως επιστέγασμα μιας προσπάθειας και ως ολοκλήρωση μιας πορείας. Προσπάθειας και πορείας που ήταν εξαρχής οριοθετημένες και ως προς το περιεχόμενο και ως προς το χρόνο.

Μια τέτοια ολοκλήρωση δίνει το κρίσιμο επιχείρημα –όπως ήδη συνέβη στην περίπτωση της Ιρλανδίας, λιγότερο της Ισπανίας και θα χρειαστεί σίγουρα περισσότερο όταν θα έρθει η ώρα της Πορτογαλίας και ιδίως της Ελλάδας- έναντι εκείνων των εταίρων που θα νιώσουν τον πειρασμό να ζητήσουν, για δικούς τους λόγους, επιμήκυνση των Μνημονίων ή νέα Μνημόνια. Όταν τα Μνημόνια ολοκληρώνονται, οι χώρες όχι μόνο πρέπει να βγαίνουν, αλλά πρέπει και να διευκολύνονται από τις δανειστές – επιτηρητές να βγαίνουν.

Η βάσει επιδόσεων έξοδος δεν είναι διαπραγματεύσιμη, είναι δικαίωμα, που στηρίζεται στην ίδια τη φύση και τους όρους των Μνημονίων, αλλά και, ακόμα πιο κρίσιμα, που κερδήθηκε από ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα και μια ολόκληρη κοινωνία.

Για να εισέλθει σε αυτόν τον «ενάρετο», αλλά ακόμα επώδυνο, κύκλο, η Ελλάδα χρειάζεται δύο κυρίως πράγματα, που κάθε άλλο παρά είναι δεδομένα: εθνική συνεννόηση και μη διάλυση των πάντων λίγο πριν από το τέρμα΄ και «απαλλαγή», αυτή τη φορά μέσω ειδικής διαπραγμάτευσης, από το βρόχο της βιωσιμότητας του χρέους, που αποτελεί προϋπόθεση για την «ομαλή έξοδο». Τεράστιες προκλήσεις, που απαιτούν, τις δικές τους ξεχωριστές αναλύσεις.