Το βράδυ της 21ης Απριλίου 2002 - 35 ακριβώς χρόνια μετά τη δική μας χουντική τραγωδία - το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των Προεδρικών εκλογών στη Γαλλία πάγωσε τους Γάλλους και όλους τους Ευρωπαίους πολίτες. Στις τηλεοπτικές οθόνες, μαζί με τον Σιράκ που είχε εκλεγεί στην πρώτη θέση πρόβαλε η μορφή του ακροδεξιού Λεπέν που είχε περάσει στον δεύτερο γύρο αντί για τον Σοσιαλιστή Λιονέλ Ζοσπέν. Ήταν ένα πραγματικό σοκ για τη 5η Γαλλική Δημοκρατία αλλά και για τη φιλελεύθερη Ευρώπη που ξανάνοιωσε πάνω της απειλητικό το φάντασμα του φασισμού για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο.
Μπορεί να ζήσουμε τέτοιες ή παρόμοιες στιγμές στη χώρα μας τα επόμενα χρόνια; Τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα αλλά και οι δημοσκοπήσεις που ακολούθησαν αποδεικνύουν ότι κάθε άλλο παρά σενάριο επιστημονικής φαντασίας αποτελεί μια ανάλογη παρουσία της Ακροδεξιάς στο πολιτικό σκηνικό. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι στις εκλογές του ‘23, τα τρία ακροδεξιά κόμματα συγκέντρωσαν συνολικά ποσοστό 13%, ποσοστό που δεν απέχει πολύ από αυτό που συγκεντρώνουν σήμερα στις δημοσκοπήσεις το κάθε ένα από τα κόμματα της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης.
Η σημερινή εικόνα της πολυδιάσπασης του ακροδεξιού χώρου δεν επιτρέπει κανένα εφησυχασμό αφού τα κόμματα αυτά όχι μόνο λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία αλλά ταυτόχρονα απευθύνονται και σε ένα ευεπίφορο στις απόψεις τους ακροατήριο τόσο στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας όσο και στον πέραν αυτής χώρο. Οι εισροές της διαρκώς ανερχόμενης «Ελληνικής λύσης» από τον ΣΥΡΙΖΑ κάθε άλλο παρά αμελητέες είναι, γεγονός που δεν εκπλήσσει αν κρίνει κανείς από το τσουνάμι του λαϊκισμού που σάρωσε το πρόσφατο Συνέδριό του.
Την ίδια στιγμή, στην άλλη πλευρά του πολιτικού σκηνικού η συνεχιζόμενη κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ και η σταθερά μεγάλη διαφορά που χωρίζει τη Νέα Δημοκρατία από τα κόμματα της Κεντροαριστεράς αφήνει χώρο στον ακραίο λαϊκισμό που μπορεί σύντομα να οδηγήσει ακόμα και στην αμφισβήτηση της αντιπολιτευτικής πρωτοκαθεδρίας. Είναι φανερό ότι το δόγμα της «μεγάλης Κεντροαριστεράς» - «προοδευτική συνεργασία» την αποκάλεσε προεκλογικά ο Αλέξης Τσίπρας - δεν ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις για τη συγκρότηση μιας ισχυρής και υπεύθυνης αντιπολίτευσης. Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη ούτε και ο ΣΥΡΙΖΑ-«Νέα Αριστερά» των στελεχών που αποχώρησαν μετά την εσωκομματική τους ήττα μπορούν να αποτελέσουν αξιόπιστους πολιτικά και προγραμματικά εταίρους.
Η Κεντροαριστερά δεν μπορεί να προκύψει ως μια απλή αριθμητική συγκόλληση αντιδεξιών δυνάμεων χωρίς στέρεη προγραμματική βάση, πολύ περισσότερο όταν ορισμένες εξ αυτών εκφράζουν οπισθοδρομικές και λαϊκιστικές αντιλήψεις. Η αντιμετώπιση των πρωτοφανών προκλήσεων της νέας εποχής, η θεσμική θωράκιση της χώρας, η υπεράσπιση του κράτους δικαίου, η κατοχύρωση της ισότητας των δικαιωμάτων των πολιτών και η οικοδόμηση ενός διαφορετικού μοντέλου ανάπτυξης απαιτούν τολμηρές μεταρρυθμίσεις στο κράτος και την κοινωνία μακριά από σκοπιμότητες και ανασταλτικούς συμβιβασμούς.
Την ώρα που η Ακροδεξιά απειλή γίνεται ολοένα και πιο αισθητή, η συγκρότηση ενός ευρύτατου προοδευτικού πόλου που θα απευθύνεται σε όλες ανεξαίρετα τις δυνάμεις και τα στελέχη της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς, του σοσιαλδημοκρατικού και του κεντρώου πολιτικού χώρου αποκτά επείγοντα χαρακτήρα. Η χώρα έχει ανάγκη από μια φιλελεύθερη δημοκρατική παράταξη που δεν θα δίνει μάχες οπισθοφυλακών αλλά θα προωθήσει αποφασιστικά στον ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό της χώρας.
Το άρθρο δημοσιεύεται στα ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ
Πηγή: www.tanea.gr