Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η διπλωματία και ο πόλεμος στην πολύπαθη Ουκρανία, βρίσκονται σε ένα σκληρό αγώνα μπρα-ντε-φερ για το ποιος θα επικρατήσει. Οι πληροφορίες εναλλάσσονται με καταιγιστικό ρυθμό και εκεί που ελπίζουμε ότι τελικά η Ευρώπη δεν θα οδηγηθεί ξανά στο αίμα, να σου πάλι μπροστά μας η κλιμάκωση και η ένταση. Όμως, είτε επικρατήσουν οι ψυχραιμότεροι, είτε οι πολέμιοι της ειρήνης, η κρίση στην Ουκρανία ανοίγει ξανά τη συζήτηση, που έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν, για την μορφή και τον ρόλο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας στην ΕΕ.
Συνθήκες και Ευρωσύνταγμα
Σύμφωνα με την Συνθήκη του Μάαστριχτ -που ψηφίσθηκε τέτοιες μέρες το 1992-, τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1999 και τη Συνθήκη της Λισαβώνας το 2009, η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτικής Ασφάλειας (γνωστή και με τα αρχικά ΚΕΠΠΑ), έχει ως στόχο την διαφύλαξη των κοινών αξιών, των θεμελιωδών συμφερόντων, την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Ένωσης.
Αλλά και τo άτυχο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα του 2004, στο κεφάλαιο V, επιχειρούσε να ρυθμίσει συνολικά την εξωτερική δράση της ΕΕ, μέσω της θεσμοθέτησης ενός ενιαίου και συνεκτικού πλαισίου µε την απονομή νομικής προσωπικότητας στην Ένωση.
Ωστόσο, τόσο η απροθυμία των περισσότερων κρατών-μελών να εκχωρήσουν τέτοιες εξουσίες στην ΕΕ, όσο και η πολιτική και στρατιωτική δύναμη που είχε αναπτύξει στην περιοχή μας επί πολλά χρόνια το ΝΑΤΟ, οδήγησαν την ΚΕΠΠΑ στον ρόλο του κομπάρσου, ως γενικόλογης αμοιβαίας πίστης και αλληλεγγύης των χωρών.
Η Ευρώπη, δυστυχώς, απούσα
Όμως τώρα το ζήτημα γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό, καθώς η ΕΕ είναι ουσιαστικά απούσα από την διπλωματική μάχη για την αντιμετώπιση της ουκρανικής κρίσης, με ηγέτες ισχυρών χωρών όπως ο Μακρόν ή ο Σολτς, να ενεργούν ως άτυποι εκπρόσωποι των 27. Και ας υποστηρίζει ο -κατ’ όνομα μόνο- «υπουργός Εξωτερικών» της ΕΕ Ζόζεπ Μπορέλ σε επιστολή του προς τον Σεργκέι Λαβρόφ, ότι η Ένωση «έχει μια κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και στόχος μας είναι να ενεργούμε ενωμένοι σε όλα τα θέματα καίριας σημασίας κοινού ενδιαφέροντος».
Εξάλλου, ο Μακρόν ήταν εκείνος που έθεσε ήδη από το καλοκαίρι του 2020 -όταν χαρακτήρισε το ΝΑΤΟ «κλινικά νεκρό»- την ανάγκη της «στρατηγικής αυτονομίας» της Ευρώπης, ενώ πρόσφατα παρουσιάζοντας τις προτεραιότητες της γαλλικής προεδρίας, μίλησε -μεταξύ άλλων- για τη δημιουργία δύναμης ταχείας αντίδρασης 5.000 στρατιωτών, έως το 2025, που θα μπορεί να σπεύδει σε σημεία του πλανήτη εντός το πολύ 15 ημερών.
Αν και οι Ευρωπαίοι ηγέτες δυσκολεύονται να συμφωνήσουν σε μια κοινή στάση για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, με προμετωπίδα την διαμάχη για την πράσινη ή όχι ταυτότητα του φυσικού αερίου και των εργοστασίων πυρηνικών, αλλά και την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος, πολλοί ευρωβουλευτές υποστήριξαν, πριν λίγες μέρες, ότι η Ένωση πρέπει να αναπτύξει περαιτέρω την ικανότητά της «να διαχειρίζεται τις εξωτερικές πιέσεις και να διασφαλίζει τη σθεναρή αντίδρασή της σε εξωτερικές απειλές, διατηρώντας παράλληλα την ειρήνη και τη δημοκρατία ως θεμελιώδεις αξίες και λόγους ύπαρξής της».
Και στο βάθος… ολοκλήρωση
Η εμπλοκή του ΝΑΤΟ και κατ’ επέκταση των ΗΠΑ στα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης, αλλά και η τριμερής συμφωνία ασφαλείας AUKUS, ως αποτέλεσμα της νέας γεωπολιτικής ταυτότητας της Βρετανίας μετά το Brexit, κάνουν όλο και πιο επιτακτική την ανάγκη για μια ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, ως ισχυρή πολιτική απάντηση. Καθώς η ΕΕ έχει χάσει χρόνο και ενέργεια σε μια χρόνια διαδικασία ενδοσκόπησης για το μέλλον της, ας είναι έστω αυτό το πρώτο βήμα προς την πολυπόθητη πολιτική ενοποίηση.