Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η χώρα έχει εισέλθει σε μία από τις πιο δύσκολες περιόδους της νεότερης ιστορίας της. Η επιστροφή της κοινωνικής και οικονομικής ζωής σε μία ανεκτή κανονικότητα, θα αποτελέσει ζητούμενο για τα επόμενα χρόνια. Η προσδοκία ότι οι «αποκλεισμένοι» θα επανενταχθούν στην παραγωγική διαδικασία και την οικονομική δραστηριότητα, γίνεται και πάλι μακρινή. Όμως σε περιόδους σαν κι αυτήν είναι, που ο ιστορικός χρόνος πυκνώνει απότομα και μπορούν να πάρουν σάρκα και οστά μεγάλες μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούν για δεκαετίες.
Από εδώ και στο εξής καμιά λύση δεν θα είναι εύκολη. Σε κάθε περίπτωση πάντως θα πρέπει να υπάρχει το απαραίτητο μίνιμουμ : η παραμονή στο ευρωπαϊκό πλαίσιο που προσφέρει στην Ελλάδα το απολύτως αναγκαίο περιβάλλον ασφάλειας. Περιβάλλον, που αν συνδυαστεί με τη δημιουργία ενός μεγάλου δικτύου κοινωνικής αλληλεγγύης, καθώς και με ριζικές αλλαγές στον τρόπο που έχουμε διαρθρώσει το κράτος και την οικονομία, θα αποτελέσει τη βάση για την Ελλάδα του αύριο. Εξετάζοντας όλα αυτά, κάτω από το πρίσμα της τοπικής αυτοδιοίκησης, αρχίζω σήμερα με την κοινωνική αλληλεγγύη και θα συνεχίσω με τα υπόλοιπα δύο σε προσεχή άρθρα μου στα ΝΕΑ.
Οι πόλεις, οι δήμοι, παρά τα χίλια στραβά τους, την πενταετία της δραματικής επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου για εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας, απέδειξαν ότι μπορούν να αναπληρώσουν, στο πεδίο της κοινωνικής προστασίας, το φοβερό κενό που άφησε μια κεντρική διοίκηση βυθισμένη και απολύτως απορροφημένη στις προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής.
Μόνο ο Κόμβος Αλληλοβοήθειας Πολιτών, που δημιουργήσαμε το 2012 στην Αθήνα, παρέχει τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης σε περισσότερες από 8.000 οικογένειες, ενώ 20.000 άνθρωποι καταφεύγουν καθημερινά σε κάποια από τις κοινωνικές δομές του δήμου Αθηναίων. Κατ’ αναλογία το ίδιο συμβαίνει σε πολλούς άλλους δήμους της χώρας, καθώς μέσα στα χρόνια της κρίσης συνέβη το εξής, εκ πρώτης όψεως, παράδοξο: Εκεί που οι δήμοι ήταν στην πρώτη γραμμή του πελατειακού, και εν πολλοίς διεφθαρμένου, συστήματος του παρελθόντος (λόγω κυρίως της δυνατότητας που είχαν να προσλαμβάνουν προσωπικό με διαδικασίες εκτός ΑΣΕΠ, βλ. συμβασιούχοι), σήμερα πια έχουν επωμιστεί το κύριο βάρος της κοινωνικής αλληλεγγύης. Και αυτό συμβαίνει, για τον ίδιο λόγο που είχε εκθρέψει στους δήμους τον άκρατο πελατειασμό του παρελθόντος, λόγω δηλαδή της εγγύτητας του δημάρχου με την τοπική κοινωνία του. Με άλλα λόγια, ο δήμαρχος, ακόμη και στις μεγάλες πόλεις, κυκλοφορεί στον δήμο του και λογοδοτεί καθημερινά στους δημότες του. Η εγγύτητα αυτή παρέχει στη δημοτική αρχή τη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται αμέσως τα προβλήματα των δημοτών και να μπορεί να εξειδικεύσει, ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός, τα απαραίτητα μέτρα κοινωνικής προστασίας.
Αναμφισβήτητα, οι ανάγκες, τώρα, γίνονται πιο μεγάλες. Η συγκρότηση και ο συντονισμός ενός μεγάλου δικτύου αλληλεγγύης και συστηματοποιημένης κοινωνικής προστασίας γίνονται, για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, προτεραιότητες επιτακτικές. Το δίκτυο αυτό θα είναι δίκτυο συνεργειών και θα πρέπει να περιλαμβάνει όλους τους διαθέσιμους φορείς αδιακρίτως, ιδιωτικούς και δημόσιους. Ο δήμος θα εμψυχώνει, θα συντονίζει, θα αξιολογεί, θα πιστοποιεί και, όπου υπάρχει κενό, θα αναλαμβάνει ο ίδιος πρωτοβουλία. Η ευαισθητοποίηση και έμπρακτη στήριξη σε αυτήν την εθνική προσπάθεια μεγάλων ιδιωτικών φορέων, όπως το «Ίδρυμα Στ. Νιάρχος», αποτελεί πρότυπο για την Ελλάδα και ιδιότυπη ψήφο εμπιστοσύνης και τιμή για την προσπάθεια και τις διαδικασίες που ακολουθούν η Αθήνα αλλά και πολλές άλλες ελληνικές πόλεις.
Σε αυτή τη μεγάλη προσπάθεια το Κράτος πρέπει, επιτέλους, να εξασφαλίσει αυτό το πολύπαθο πρόγραμμα του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για τις πιο φτωχές οικογένειες. Τα υπόλοιπα ας τα αφήσει στην τοπική αυτοδιοίκηση. Απέδειξε αυτά τα χρόνια ότι τα καταφέρνει πολύ καλύτερα.