Όπου λαλούν πολλές… ελιές αργεί να ξημερώσει!

18 Σεπ 2012

Η συζήτηση αφορά φυσικά στην νεόκοπη πολιτική «ελιά» της κεντροαριστεράς.

Η ίδια η λέξη κεντροαριστερά μας ζητά να αποφασίσουμε αν οι δύο διακριτοί πολιτικά και ιδεολογικά χώροι πρέπει και μπορεί να συνυπάρξουν, κι αν συνυπάρχουν ήδη, μας ζητά να διατυπώσουμε τους όρους «μιας άλλης» μελλοντικής τους σχέσης.

Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα.

Τέτοιοι προβληματισμοί έχουν τεθεί αρκετές φορές στους δύο πολιτικούς χώρους. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία εκφράζανε εκλογικές κομματικές αγωνίες, για την τελική έκβαση του «αγώνα», με λάφυρα τα ποσοστά που στο μεν κέντρο θα έδιναν την κυβέρνηση, στο δε «συνυπάρξιμο» τμήμα της αριστεράς το δικαίωμα να πεί στα υπόλοιπα «φάτε τη σκόνη μου», στην χωμάτινη «πίστα» του ενδοαριστερού κοινοβουλευτικού μαραθώνιου.

Πέρα από μεμονωμένες πολιτικές φωνές και κάποιους θεωρητικούς απέλπιδες μονολόγους-το πρόβλημα της σύγκλισης των δύο χώρων δεν επιχειρήθηκε να τεθεί σε όλες τις διαστάσεις του και μάλιστα σε συνθήκες όπου θα υπήρχε η άνεση χρόνου ώστε η θεωρία να προλάβει να δώσει καρπούς, μα και η πειστικότητα της πράξης-ή αλλιώς, της ζωής-να επικυρώνει τα προφανή.

Στην παρούσα συγκυρία παρ’ όλο που οι ραγδαίες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις τροφοδοτούν έναν διάλογο σύγκλισης, αυτός έρχεται περισσότερο από το δημοσκοπικό παρακλάδι του back office των κομματικών επιτελείων ως-και πάλι-εκλογικό ζητούμενο και πολύ λιγότερο από το ίχνος των εξελίξεων στην ελληνική κοινωνία.

Για παράδειγμα:

Η ίδια η ζωή έδειξε, ότι όλο αυτό το έδαφος που κέρδισαν τα προηγούμενα χρόνια του παράλογου δανεισμού και στη συνέχεια της κρίσης ο ανορθολογισμός σε χώρους της κρατικοδίαιτης διανόησης, ο κρατισμός στο χώρο του κέντρου και ο λαϊκισμός στο δεξιό και σε μεγάλο μέρος του αριστερού χώρου, οδήγησε στην άνοδο του εθνικισμού και του φασισμού, ώστε να στερείται σοβαρότητας το επιχείρημα ότι το πρόβλημα της σύγκλισης κέντρου-αριστεράς το θέτει η κοινωνία ως απάντηση στην κρίση.

Όποιος υποστηρίζει κάτι τέτοιο κινείται μάλλον στη λογική των-αιώνιας ισχύος- κουκουέδικων «αντικειμενικών αναγκών», όπου ως γνωστόν οι απαντήσεις προηγούνται των προβλημάτων!

Από την άλλη πλευρά είναι αλήθεια ότι το δημοσιονομικό χάλι μας, αφύπνισε τις πολιτικές δυνάμεις της λογικής και οδηγώντας τις στην αναγκαστική συγκυβέρνηση ώστε ν’ αποφύγουμε συνθήκες κατάρρευσης του βοιωτικού επιπέδου των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων, έθεσε στον ορίζοντα της λαϊκής εμπειρίας και ταυτόχρονα στο μικροσκόπιο της πολιτικής ανάλυσης το πρόβλημα της σύγκλισης κέντρου και αριστεράς.

Στις ψύχραιμες και ανιδιοτελείς προσεγγίσεις προβάλλουν ήδη τα ερωτήματα: * Ποιού κέντρου και ποιάς αριστεράς;

* Κι αν όντως οι όροι χρειάζονται νέο προσδιορισμό, ποιός έχει αναλάβει και με ποιο νέο αλφάβητο, να «διαβάσει» εκ νέου τη μορφή και το περιεχόμενο του κέντρου και της αριστεράς; Γιατί είναι πολύ δήθεν και πολύ πρόχειρη, δηλαδή πολύ «ελληνική» για να είναι πειστική η εξίσωση κέντρο+αριστερά=ΠΑΣΟΚ+ΔΗΜΑΡ.

Ποιού ΠΑΣΟΚ; Των μεγάλων δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων ή του σοβιετοποιημένου συντεχνιακού καθεστωτισμού;

Και ποιάς ΔΗΜΑΡ;

Της θαρραλέας αριστεράς του ρεαλισμού, της ευθύνης και της δράσης ή του Βουδουρισμού ως ανώτατου σταδίου του καιροσκοπισμού;

Και όλοι οι υπόλοιποι τι είναι;

Η πολιτική cocotte minute στην οποία θα μείνει να σιγοβράζει μέχρι να εκραγεί η να καεί η μεγάλη πλειοψηφία των ελλήνων πολιτών;

Δεν πρέπει σήμερα, τώρα, αυτή τη στιγμή να θέσουμε το μεγάλο ερώτημα;

Ποιό άραγε είναι το νέο θεμέλιο όπου ένα υπό διαμόρφωση κέντρο και μία υπό διαμόρφωση αριστερά θα χτίσουν το νέο τους πρόσωπο και την ενδεχόμενη νέα συνύπαρξή τους;

Κι αν ο κρατισμός είναι ο υπ’ αριθμόν ένα ένοχος για το σημερινό χάλι, μήπως αξίζει-ως υπόθεση εργασίας-να αναζητήσουμε το νέο θεμέλιο στο χέρσο τοπίο της σχέσης του κέντρου και της αριστεράς με τον πολιτικό και τον οικονομικό φιλελευθερισμό της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και της ριζοσπαστικής αριστεράς;

Κέντρο και αριστερά έχουν το τσαγανό να αποκαταστήσουν τον φιλελευθερισμό στο καθ’ ημάς ιδεολογικό προσκήνιο, ως μία από τις καλύτερες παραδόσεις του σοσιαλιστικού και του εργατικού κινήματος, ως ένα δημοκρατικό αντιολοκληρωτικό δρόμο προς την δημόσια ευημερία; Αν ναι ας αρχίσουν τον «πόλεμο» ενάντια σε μία αέναη ρητορική ογκώδους άγνοιας και κτηνώδους στρέβλωσης, που τον έχει εντάξει στην ταξική αρματωσιά του κεφαλαίου από το μιντιακής εμβέλειας παρασκήνιο.

Είναι η μάχη που πρέπει να επιδιώξουν να δώσουν την κατάλληλη στιγμή κέντρο και αριστερά, γιατί από την έκβασή της θα προσδιορισθεί, ή εκ νέου θα υπονομευθεί, το σύγχρονο πρόσωπό τους αλλά και το τι σημαίνει πρόοδος και τι οπισθοδρόμηση στο νεοελληνικό πολιτικό φαντασιακό.

Κι αν είναι έτσι τότε κάθε κυβερνητική επιτυχία θα είναι ένα ακόμη κερδισμένο στρατηγικό «οχυρό».

Στο μεταξύ ας βοηθάμε ν’ ανθίσει το δημοκρατικό τοπίο καθημερινά κι ας αφήσουμε λίγο ακόμα τη ζωή να επιβάλλει ή τη μία και μοναδική «ελιά» ή κάποιο άλλο είδος συνύπαρξης μεγαλύτερης ίσως «ποικιλίας».

Αλλιώς θα βάζουμε την άμαξα πιο μπροστά από τ’ άλογα.

Τις απαντήσεις πιο μπροστά από τα προβλήματα.

Και τις επιθυμίες πιο μπροστά από τις ανάγκες.