Πολλά έχουν γραφτεί για τη Χρυσή Αυγή. Πολλοί εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι η βία της Χρυσής Αυγής προκαλείται σχεδόν από μια κουλτούρα ανοχής που έχουμε επιδείξει έναντι της αριστερής βίας. Δυστυχώς, πολλά μέλη του ΠΑΣΟΚ, εσχάτως και ο Πρόεδρος, υιοθετούν αυτή τη θέση. Όμως, εάν προσεγγίσουμε αυτό το ζήτημα συγκριτικά, θα δούμε ότι αυτό είναι ένα έωλο επιχείρημα.
Ένα από τα λίγα κινήματα που συγκρίνονται με τη Χρυσή Αυγή, είναι το Jobikk στην Ουγγαρία. Πρόκειται επίσης για κόμμα με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, το οποίο οι δημοσκοπήσεις φέρουν κοντά στο 14%. Όπως και η Χρυσή Αυγή, καταδικάζουν «τα κόμματα» ως οργανισμούς που δρουν προς όφελος των δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης, θεωρώντας νόμιμη τη χρήση βίας. Το Jobbik, όπως και η Χρυσή Αυγή, είναι ταυτόχρονα μια δύναμη κατά των ελίτ και υπέρ μια ακραίας φυλετικής αντίληψης περί κοινωνίας. Πρόκειται για έναν κοινοβουλευτικό αντικοινοβουλευτισμό. Τέλος, και το πολιτικό πλαίσιο είναι συγκρίσιμο. Και η Ουγγαρία βρίσκεται σε εναγκαλισμό με το ΔΝΤ, ενώ οι «δομικές μεταρρυθμίσεις» στη χώρα έχουν μεγάλο παρελθόν.
Δεν έχουμε ασχοληθεί όσο θα έπρεπε με αυτά που λέει η Χρυσή Αυγή: Σε μεγάλο βαθμό αντιλαλούν αυτά που λέει το Jobbik. Στην δική τους κοσμοθεωρία, ο καπιταλισμός (νεοφιλελευθερισμός) και η φιλελεύθερη ρητορική περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολυπολιτισμικότητας, είναι δυο όψεις του ίδιους νομίσματος. Πρόκειται για ένα ουσιαστικά status quo με έδρα τις Βρυξέλλες, ενώ τα κόμματα έχουν μόνο φαινομενικές διαφορές σε συμβολικό επίπεδο, που απλώς καλύπτουν τη διαφθορά τους. Το συμπέρασμα είναι απλό: «Είσαι είτε με εμάς, είτε με τους άλλους». Σήμερα, υπάρχουν πολλοί, πάρα πολλοί, διατεθειμένοι να ακούσουν αυτό το μήνυμα, είτε ψηφίζουν Χρυσή Αυγή, είτε όχι.
Σε πρόσφατη συνέντευξη του στο BBC, βουλευτής της Χρυσής Αυγής μίλησε για έναν επερχόμενο εμφύλιο. Αντίστοιχα, το περιοδικό που εκφράζει το Jobbik, λέγεται «Χαρακώματα». Δεν υπάρχει χώρος για «κέντρο» ή κεντρώες δυνάμεις σε αυτήν την κοσμοθεωρία.
Και δεν υπάρχει χώρος για συζητήσεις και πολιτική αντιπαράθεση. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι η «πολιτική αντιπαράθεση» -τη στιγμή που παραδοσιακά αντίπαλες δυνάμεις έχουν έρθει σε σύμπνοια για εθνικούς λόγους, συνομολογώντας την ανάγκη μεταρρυθμίσεων, ενώ έχουμε ήδη 1,2 εκατομμύρια ανέργους- τρέφει το μηδενισμό της ακροδεξιάς. Διότι το τραγικό είναι ότι ούτε στην κοινοβουλευτική και δημοκρατική παράταξη σήμερα φαίνεται να υπάρχει χώρος για κεντρώες δυνάμεις και συνθέσεις.
Συνεπώς, το πραγματικό ερώτημα δεν είναι από πού πηγάζει η νομιμοποίηση της πολιτικής βίας, αλλά πόσους αφορά ένα κάλεσμα για την ισοπέδωση του πολιτικού συστήματος και του ίδιου του κοινοβουλευτισμού. Η απάντηση βρίσκεται κάπου ανάμεσα στους άνεργους νέους (πάνω από 55%), που προσέρχονται μαζικά στις τάξεις της Χρυσής Αυγής, καθώς και σε όλους αυτούς που ανέχονται και ενδόμυχα την υποστηρίζουν. Ποιοι είναι αυτοί; Ίσως κάποιοι συνταξιούχοι από τους 200.000, που επιζητούν τον επιούσιο άρτο σε συσσίτια και μοιράζονται την ίδια ανέχεια με τις χιλιάδες μετανάστες που κατακλύζουν το κέντρο. Ίσως κάποιοι υπάλληλοι στους οποίους ανατίθεται το καθήκον της επιβολής της τάξης, σε μια κοινωνία που δεν έχει συνοχή. Η βία, περισσότερο από κάθε τι άλλο, είναι ελκυστική επειδή δίνει την ψευδαίσθηση της δύναμης σε βασικά ανίσχυρα κοινωνικά στρώματα.
Η αριστερά στην Ελλάδα είναι συνυφασμένη με τον κοινοβουλευτισμό. Μπορεί να έχει εξάρσεις αντιευρωπαϊσμού, μπορεί να προσπαθεί «υπερβολικά» να κατανοήσει τη βία πριν την καταδικάσει, αλλά η βία δεν είναι απαραίτητο στοιχείο του λόγου της. Σε κάθε περίπτωση, η συγκριτική προσέγγιση μας οδηγεί σε άλλες κατευθύνσεις. Η Ελλάδα δεν είναι μοναδικό φαινόμενο. Πρέπει να παράγουμε επιχειρήματα ενάντια στα επιχειρήματα της ακροδεξιάς. Αυτά τα επιχειρήματα είναι που λείπουν.
Οι καταδίκες περισσεύουν, ενώ ακόμα μιλάμε για ανακατάληψη πόλεων και «για σκουπιδότοπο της Ευρώπης», ανταγωνιζόμενοι ουσιαστικά την ακροδεξιά στην παροχή υποσχέσεων για «τάξη και ασφάλεια». Αυτή η τακτική, όμως, ουσιαστικά εκτρέφει την ακροδεξιά και την νομιμοποιεί.
.
Η Μαριλένα Κοππά είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ