«Όπως αργεί το ατσάλι να γίνει κοφτερό…»

Ρωμανός Οικονομίδης 10 Φεβ 2015

Λένε ότι ο χειρότερος εφιάλτης είναι να πραγματοποιηθεί το όνειρό σου. Έτσι κι εγώ, μεγαλωμένος σε ένα  «αριστερό σπίτι», ποτέ δε φανταζόμουν ότι θα έγραφα αυτές τις γραμμές, με τον τρόπο που θα τις γράψω, για τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και την ταυτόχρονη εξαΰλωση του δικού μου κόμματος, της ΔΗΜΑΡ.

Ωστόσο, το συγκεκριμένο κείμενο δε γράφεται ούτε ως αποδοκιμασία του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ως επικήδειος της ΔΗΜΑΡ. Γράφεται για να μεταφέρω τις δικές μου εμπειρίες, αυτές που αποκόμισα από τη συμμετοχή μου σε ένα διαφορετικό κόμμα της Αριστεράς και πώς βίωσα –σαν εξωτερικός παρατηρητής- την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, ελπίζοντας να εκφράσω κι άλλους της γενιάς μου.

Όπως αποδείχθηκε περίτρανα, στη σημερινή κυβέρνηση το αντιμνημονιακό μένος επιβλήθηκε του αριστερού και ευρωπαϊκού προσανατολισμού, οι οποίοι θα μπορούσαν να συνδυαστούν και να κυβερνήσουν. Λογικό από τη μία, αφού η ρητορική και οι επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, δεν άφηναν τέτοια περιθώρια. Μοιραίο σφάλμα από την άλλη, για ένα νέο και ισχυρό κόμμα που φιλοδοξεί να διαμορφώσει συνειδήσεις.

Η αλήθεια είναι ότι η λαϊκή εντολή δεν ήταν κυβέρνηση της Αριστεράς, ούτε καν κυβέρνηση με αριστερό χαρακτήρα. Οι ψηφοφόροι αντάμειψαν τα κόμματα που επέδειξαν αντιμνημονιακή συνέπεια και σίγουρα πολλές ήταν οι ψήφοι οργής. Όσο εύκολα κερδήθηκαν αυτές οι ψήφοι, τόσο εύκολα μπορούν να χαθούν. Κι αυτό, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν παίδευσε ποτέ το λαό και αριστερή κυβέρνηση χωρίς αριστερή παιδεία, δε γίνεται.

Εκ διαμέτρου αντίθετα, τη νύχτα των εκλογών, τα συναισθήματα για όσους συντρόφους έμειναν στη ΔΗΜΑΡ και ήπιαν όλο το πικρό ποτήρι μέχρι τέλους. Ο κύκλος της Δημοκρατικής Αριστεράς κλείνει με το χειρότερο ίσως τρόπο. Κουρασμένη, απαξιωμένη και περιθωριοποιημένη οδηγήθηκε σε ένα ταπεινωτικό αποτέλεσμα που θα γραφτεί με μαύρα γράμματα στην ιστορία της Ανανεωτικής Αριστεράς.

Από τη στιγμή που το κόμμα μετατράπηκε σε ιδιοκτησία, γεμίσαμε «μισθοφόρους και πραιτοριανούς» και ακόμα και η αξιοπρέπεια έγινε ζητούμενο. Δε θα πω ότι θα ξανασυναντηθούμε με όσους σμίξαμε. Το timing χάθηκε, οι ιδέες, οι προτάσεις και το αξιόλογο πολιτικό προσωπικό δόθηκαν προίκα αλλού.

Ας μη δώσουμε υποσχέσεις που δε θα κρατήσουμε.

Παρόλα αυτά, η ΔΗΜΑΡ αποτέλεσε τεράστιο κεφάλαιο για τη χώρα και τη νέα γενιά σε μια δύσκολη περίοδο. Έφερε στο προσκήνιο ιδέες που αργότερα έγιναν πλειοψηφικές.

Ναι, ποτέ δεν κατάφερε να αποτυπώσει το παραπάνω γεγονός σε ποσοστά, αλλά θυμηθείτε:

*Μίλησε για δίκαιη λιτότητα και κατανομή των βαρών, όταν οι μεν έλεγαν ότι είναι αδύνατη η διαπραγμάτευση και οι δε μιλούσαν για καταγγελίες.

*Διακήρυξε ότι η Αριστερά δεν μπορεί να μένει στον απορριπτικό λόγο, αλλά και να προτείνει ρεαλιστικές λύσεις.

*Εισήγαγε στην ελληνική κοινωνία την έννοια των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων εν μέσω κρίσης, όταν οι κυβερνήσεις ισοπέδωναν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και οι αντιπολιτεύσεις αρνούνταν οποιαδήποτε αλλαγή.

Σταθμό στην πορεία της, βέβαια, αποτέλεσε η γενναία συμμετοχή της στην κυβέρνηση, εκεί όπου κόπηκε ο ομφάλιος λώρος και οι προσδοκίες για κάτι μεγαλύτερο από αυτό που αρχικά σκεφτήκαμε φούντωσαν. Τα πράγματα, όμως, ήταν πολύ πιο δύσκολα σε σχέση με αυτά που από αφέλεια νομίσαμε.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που ένιωσα ότι τα όπλα που είχε στη φαρέτρα του το κόμμα της Ανανεωτικής Αριστεράς, ήταν πολύ πιο αδύναμα από αυτά των πολιτικών του αντιπάλων. Με αποτέλεσμα πολλές φορές να δοκιμαστούν τα όρια της Αριστεράς και να καταλήξουμε η γραμμή μας να είναι το σύνολο των δισταγμών μας.

Για τους νέους που οργανωθήκαμε ανιδιοτελώς, αυτή η Αριστερά ήταν κάτι παραπάνω. Ένα δεύτερο σχολείο, θα έλεγα.

Ανησυχώ βλέποντας το φανατισμό και την ελαφρότητα πολλών «νεοαριστερών», οι οποίοι εύκολα περιπέφτουν σε αυθαίρετους μανιχαϊσμούς και υποκύπτουν στο λαϊκισμό. Κι εδώ, είναι μεγάλη και ιστορική η ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ για το όνομα της Αριστεράς, το οποίο θα παραδώσει στις επόμενες γενιές. Δεν έχει το μονοπώλιο όμως.

Εμάς, η δική μας Αριστερά, μας έμαθε για τον Μπερλίνγκουερ, τον Αγιέντε, τους δικούς μας Λεωνίδα Κύρκο, Μιχάλη Παπαγιαννάκη και πολλούς άλλους. Μορφές της που ένωναν, δεν αναβίωναν πάθη του παρελθόντος, ούτε δίχαζαν.

Καταλάβαμε ότι εκτός από τους κοινωνικούς αγώνες, υπάρχουν και οι κοινωνικοί συμβιβασμοί, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την ομαλή λειτουργία της Δημοκρατίας, ειδικά σε περιόδους κρίσης.

Πέρα από τούτες τις ιδέες, έχουν μείνει δύο βαθύτερες αξίες, που αποτελούν εφόδιο ζωής.

Το πρώτο, είναι να αγωνίζεσαι για τις ιδέες σου, όσο μόνος κι αν είσαι, γιατί μόνο τότε είσαι ελεύθερος. Και το δεύτερο, να υπομένεις όταν σε λοιδορούν ή σε περιθωριοποιούν.

Κάναμε πράξη το πρώτο, τώρα ήρθε η ώρα για το δεύτερο. Μεγαλώσαμε με πρότυπα ανθρώπους της μεταπολίτευσης, οι οποίοι δεν ενέδωσαν στις σειρήνες του ΠΑΣΟΚ. Δε θα υποκύψουμε τώρα εμείς στον ΣΥΡΙΖΑ.

Το όλο εγχείρημα της δημιουργίας της Δημοκρατικής Αριστεράς, θα μπορούσα να το συμπυκνώσω στο ερώτημα που μου έθεσε ένας σύντροφος και συμπατριώτης σε μια συνομιλία μας έξω από το 3ο Συνέδριο:

«Μήπως έπρεπε να μείνουμε και να παλέψουμε για τις ανανεωτικές μας ιδέες μέσα από ένα ευρύτερο σχήμα της Αριστεράς;»

Για να απαντήσει ο ίδιος αμέσως: «Όχι ρε γαμώτο! Δεν μπορώ να πείσω τον εαυτό μου ότι έκανα λάθος τότε που έφυγα!»

Η Δημοκρατική Αριστερά, μέσα από τις ιδέες και τις πράξεις της, κλόνισε πολλά από τα κακώς κείμενα της Αριστεράς και αμφισβήτησε ιδεολογήματα και μυθεύματα. Η ανάγκη της αμφισβήτησης όμως δεν «πνίγεται» εύκολα.

Πέρα από την κρίση, η γενιά μου έχει κάτι πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπίσει. Την έλλειψη μιας ουτοπίας, στην οποία θα αφοσιωθεί και θα παλέψει για να τη δει να πραγματώνεται.

Είμαστε καταδικασμένοι να κοιμόμαστε με όνειρα και να ξυπνάμε με ρεαλισμό.

Όσοι νέοι κάνουμε την επιλογή  να μην ακολουθήσουμε τον ΣΥΡΙΖΑ και να μείνουμε σε μια δική μας, διαφορετική Αριστερά, είμαστε ηττημένοι και νικητές μαζί.

Ηττημένοι για τους σημερινούς θριαμβευτές, αλλά και νικητές γιατί ανοίγουν νέοι δρόμοι στο διάβα μας.

Θα αγωνιστούμε για το σήμερα, αλλά θα κάνουμε και υπομονή για το αύριο. Ακριβώς όπως έγραψε ο Άρης Αλεξάνδρου: «Όπως αργεί το ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι, έτσι αργούν κι οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο. Σκοπός μας το μαχαίρι».