Όποιος κερδίζει στον πόλεμο, χάνει στο σκάκι

20 Σεπ 2016

Το βιβλίο της άμμου #49

Βιβλία δεν διάβαζε ο λοχαγός Τρόττα και βαθιά μέσα του λυπόταν τον γιο του, που ήταν αναγκασμένος να παλεύει από τα μικρά του χρόνια κιόλας με το κοντύλι, την πλάκα και το σφουγγάρι, να παιδεύεται με το χαρτί, τον χάρακα και την προπαίδεια — για να μη μιλήσουμε για τ’ αναπόφευκτα σχολικά βιβλία, που τον περίμεναν. Ο λοχαγός πίστευε ακόμα τότε πως κι ο γιος του θα γινόταν στρατιωτικός σαν τον ίδιον. Ούτε του περνούσε από το μυαλό πως θα μπορούσε ποτέ ένας Τρόττα (από τώρα κι ίσαμε ν’ αφανιστεί η γενιά του ) να διαλέξει άλλο επάγγελμα έξω από τον στρατό. Ακόμα κι αν είχε δύο, τρεις, τέσσερις γιους — μα η γυναίκα του ήταν φιλάσθενη, χρειαζόταν γιατρούς και θεραπείες και μια εγκυμοσύνη παραπάνω θα έβαζε σε κίνδυνο τη ζωή της… ακόμα, λοιπόν, κι αν είχε δυο, τρεις, τέσσερις γιους, όλοι στρατιώτες θα γίνονταν. Έτσι σκεφτόταν τότε ο λοχαγός Τρόττα.

Ακούγονταν κουβέντες για πόλεμο, ο λοχαγός ήταν έτοιμος να φύγει την άλλη μέρα κιόλας. Ναι, το είχε σχεδόν σίγουρο πως η μοίρα τον είχε διαλέξει να σκοτωθεί στη μάχη. Με τη στέρεη αφέλειά του θεωρούσε το θάνατο στο πεδίο της μάχης αναπόφευκτη συνέπεια της πολεμικής δόξας. Όλα αυτά ως την ημέρα που έπιασε από περιέργεια στο χέρι του το αναγνωσματάριο του γιου του — η ανυπόμονη φιλοδοξία της μητέρας χέρι χέρι μέ το ζήλο ενός αυστηρού οικοδιδασκάλου είχαν ήδη στρώσει το πεντάχρονο αγοράκι στο θρανίο. Διάβασε τους ομοιοκατάληκτους στίχους της πρωινής προσευχής, εδώ και δεκαετίες απαράλλαχτης, τη θυμόταν ακόμα. Διάβασε τις «Τέσσερις Εποχές», την «Αλεπού και το Λαγό», τον «Βασιλιά των Ζώων». Γύρισε στα περιεχόμενα κι έπεσε πάνω στον τίτλο ενός κεφαλαίου, που έμοιαζε γραμμένο ειδικά γι’ αυτόν: «Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ ο Πρώτος στη Μάχη του Σολφερίνο». Ο λοχαγός βρήκε το κεφάλαιο, ξεκίνησε να διαβάζει — κι άθελά του κάθισε. «Στη Μάχη του Σολφερίνο», άρχιζε το κεφάλαιο, «ο αυτοκράτορας και βασιλιάς μας Φραγκίσκος Ιωσήφ ο Πρώτος κινδύνεψε να χάσει τη ζωή του». Το κεφάλαιο ανέφερε και τον ίδιον τον Τρόττα. Άλλά πόσο διαφορετικό! «Ο μονάρχης » —έγραφε το αναγνωσματάριο— «είχε ορμήσει με τόση τόλμη στη μάχη, ώστε βρέθηκε ξαφνικά περικυκλωμένος από ιππείς τού εχθρού. Τη στιγμή εκείνη του τρομερού κινδύνου ένας νεαρός υπολοχαγός χίμηξε προς το μέρος του καβάλα στο καταϊδρωμένο κανελί του άλογο. Α, πώς έπεσαν βροχή οι σπαθιές στα κεφάλια και στις πλάτες των εχθρών!» Και παρακάτω: «Ώσπου ένα δόρυ εχθρικό καρφώθηκε στο στήθος του νεαρού ήρωα. Αλλά τότε οι περισσότεροι τους εχθρούς είχαν ήδη σκοτωθεί. Με το ξίφος του στο χέρι ο νεαρός ατρόμητος μονάρχης κατάφερε ν’ αντιμετωπίσει τις ολοένα και πιο αδύναμες επιθέσεις τους. O στρατός μας έπιασε αιχμαλώτους όλους τους άντρες του εχθρικού ιππικού. Και ό νεαρός υπολοχαγός —Γιόζεφ, Ίππότης φον Τρόττα ήταν τ’ όνομά του— τιμήθηκε με το ανώτερο παράσημο ανδρείας, που η πατρίδα μας έχει να προσφέρει στα γενναία και ηρωικά τέκνα της: με το Μεγαλόσταυρο της Μαρίας Θηρεσίας».

Με το αναγνωσματάριο στο χέρι βγήκε ο λοχαγός Τρόττα στον μικρό δεντρόκηπο πίσω από το σπίτι τους, όπου η γυναίκα του περνούσε τα ζεστά απογεύματα. Και με χείλη χλομά, με φωνή που μόλις ακουγόταν, τη ρώτησε αν είχε υπόψη της το άθλιο αυτό βιβλίο. Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά χαμογελώντας. «Γράφει ψέματα !» ούρλιαξε έξω φρενών ο λοχαγός και πέταξε το αναγνωσματάριο στο υγρό χώμα. «Είναι για παιδιά» του απάντησε ήρεμα η γυναίκα του. O λοχαγός τής γύρισε την πλάτη. Έτρεμε από αργή, όπως τρέμει ο αδύναμος θάμνος στον λυσσασμένο αέρα. Ξαναμπήκε γρήγορα στο σπίτι, η καρδιά του χτυπούσε άταχτα. Ήταν ώρα για το σκάκι του. Πήρε τη σπάθα του από την κρεμάστρα, τη ζώστηκε στη μέση του με απότομες μοχθηρές κινήσεις και βγήκε με μεγάλα, θυμωμένα βήματα στο δρόμο. Όποιος τον έβλεπε, θα νόμιζε ότι πάει να τα βάλει με βάρβαρους Εχθρούς.

Στο καφενείο έχασε αμίλητος δύο παρτίδες