Είναι φορές που τρομάζω, με τα ανακλαστικά που έχουν αναπτυχθεί και διαμορφώνουν με τη σειρά τους, συνειδήσεις και κυρίως μονολιθικές πλέον, κοινωνίες συναντίληψης, όπου ο βασικός διχαστικός κανόνας του ΣΥΡΙΖΑ, «εάν δεν είσαι μαζί μας είσαι εχθρός μας», βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή του.
Το χειρότερο δε όλων, είναι η σαφής πλέον άρνηση, να παραδεχθούμε ότι, η κοινωνία, μας έχει κατατάξει, σχεδόν στο σύνολό μας, στις απόλυτες μειοψηφίες. Τις μειοψηφίες της περίπου ανυπαρξίας μας.
Και να εξηγηθώ πάραυτα.
Δεν με τρομάζει βέβαια η οποιαδήποτε ρετσινιά καλύψει την αντίδρασή μου αυτή.
Εψές, διάφοροι και διάφορες, αναρωτιούνταν μεγαλοφώνως, εντός των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, για το τι είναι το ΠΑΟΛΑ.
Να μην ξεχάσουμε πως, αντίστοιχης ποιότητας δημιουργήματα παρουσιάζονταν στα πολιτιστικά κέντρα του Γιαννόπουλου και των συν αυτώ. Αλλά μάλλον το ξεχάσαμε εεε;;;
Και βγήκε, ευθαρσώς, ο Στάθης Παχίδης και αντέδρασε ως όφειλε.
Δρούμε νομίζοντας, ότι αποτελούμε το άλας της γης, εν τη μοναδικότητη μας και αλίμονο στη ρουφιάνα την πραγματικότητα, που μας έφτυσε κατάμουτρα.
Η χλεύη είναι ένα εργαλείο που λειτουργεί ολίγον ως πλασέμπο, έτσι για να ξεγελάμε την αμηχανία και κυρίως την ανυπαρξία μας.
Εάν μάλιστα καταφέρετε να μετρήσετε, τις φορές που επαναλαμβάνεται, με τρόπο αυτάρεσκο, κάποιο «νέο», μέχρι να το εμπεδώσουμε όλοι, ότι προέρχεται από τους κακούς και άρα πρέπει να το βαρέσουμε αλύπητα, τότε θα έχουμε συλλάβει ακριβώς το νόημα των λεγομένων εδώ και του καημού μου.
Γιατί η ανημποριά για αντίδραση, έχει μετατραπεί πλέον σε ιδεολογικό καμβά, που μετά το κομβικό ερώτημα «και τι μπορούμε να κάνουμε» αναπτύσσει μία θεωρία κάπως παρόμοια με την γελοιότητα, περί καταπιεστικών μηχανισμών του κράτους, που τραγουδούσε ο Μήλιος (ή κάπως έτσι )που δεν αφήνουν περιθώρια για ετερόδοξα σχήματα.
Και αφήνουν το μικρό να φεύγει από δίπλα μας σακατεμένο, ενώ θα μπορούσαμε κάτι τις να έχουμε φτιάξει γι αυτό, επειδή βαυκαλιζόμαστε, πως αν δεν αλλάξει το μεγάλο και το τρανταχτό, τι περιμένεις τίποτε δεν μπορούμε να κάνουμε και αρχίζει η μίρλα, που οδηγεί στην απραξία, στην παραίτηση, αλλά κυρίως στην αυτοϊκανοποίηση, πως «αφού δεν μπορεί να γίνει τίποτε, δεν είναι ανάγκη να προβληματιζόμαστε και να χαλάμε τη ζαχαρένια μας».
Κάπως έτσι, για παράδειγμα, ξεκίνησε η αντίδραση στην αυθαιρεσία των Δημοτικών αρχών της πόλης μας, στην περίφημη γωνία Μητροπόλεως και Καρόλου Ντηλ. Που είναι το μικρό, το έλασσον, το καθημερινό.
Σε αυτό, η αντίδραση δεν είναι αν δεν λυθεί το μεγάλο πώς να λυθεί το μικρό.
Η αντίδραση είναι ακόμη χειρότερη, «που να μπλέκεις τώρα αδελφέ, ξέρεις τι σημαίνει να μπλέκεις με τη νύχτα;» οπότε, πάλι ήσυχοι με τη συνείδηση μας, κοιμηθήκαμε και εις άλλα με υγεία.
Γιατί σε αυτό το σημείο κάποιοι που νομίζουν ότι είναι φιλελεύθεροι, ουρλιάζουν υπερασπιζόμενοι «δήθεν» την αγορά, εννοώντας αγορά, την κάθε είδους παρανομία. Και επειδή είμαστε και σε κρίση, δεν μας πειράζει να εμφανιστεί και ένας λαδέμπορας που νοθεύει το λάδι, για να γυρίσουμε πανηγυρικά στη ζούγκλα της δεκαετίας του ‘ 60, όπου διάφοροι μες τη θολούρα που τους διακρίνει, επιμένουν ότι «τότε περνούσαμε καλύτερα».
Ρε δεν πάτε να καμπουριαστείτε.