Η ασυμμετρία στην οποία οδήγησε το πολιτικό σύστημα η κρίση της προηγούμενης δεκαετίας αφήνει ολοένα και πιο βαθύ το αποτύπωμά της στα κόμματα τα οποία αδυνατούν να διαχειριστούν τη νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε στην πολιτική ζωή της χώρας. Ο μεγάλος δικομματισμός που κυβέρνησε την Ελλάδα κατά τις τέσσερεις σχεδόν πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης παραχώρησε τη θέση του στον «μικρό» δικομματισμό που επέβαλε το λαϊκιστικό τσουνάμι των «αγανακτισμένων» και έδωσε την ευκαιρία στους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να συγκυβερνήσουν. Ακολούθησε, μετά τα μνημόνια, ο δικομματισμός του ενάμισυ κόμματος που εξελίχθηκε στην μονοκρατορία της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η διαλυτική εικόνα που παρουσιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αποτέλεσμα της Κασσελακιάδας. Αντίθετα, η απαξιωτική πορεία της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι το αποτέλεσμα των αλλοπρόσαλλων συσπειρώσεων και πολιτικών που ακολουθήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια. Από τη στιγμή που διερράγη ο συνεκτικός ιστός της εξουσίας, ως αντιμνημονιακής ιδεοληψίας, και έγινε συνείδηση ότι η «πρώτη φορά Αριστερά» ήταν και η τελευταία, εξέλειπεν και ο λόγος παρουσίας του ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό σκηνικό.
Η κυβερνητική παντοκρατορία δεν άφησε αλώβητη ούτε τη Νέα Δημοκρατία. Η έλλειψη ισχυρής, ποσοστιαία τουλάχιστον, αντιπολίτευσης έβαλε ιδέες σε αρκετά στελέχη της, αρχής γενομένης από πρώην πρωθυπουργούς, τα οποία θεώρησαν ότι είναι μια καλή ευκαιρία να υπεραμυνθούν των θέσφατων αξιών της συντηρητικής παράταξης τις οποίες παραβιάζει ο σημερινός πρωθυπουργός προκειμένου να εξασφαλίσει την αυτοδυναμία του. Η εκλογική και δημοσκοπική ενίσχυση δυνάμεων του πέραν της ΝΔ χώρου ενθαρρύνουν την εσωκομματική αντιπολίτευση που βλέπει ότι μπορεί να εκπροσωπηθεί και διαφορετικά αν χρειαστεί. Οι κίνδυνοι για στροφή της κυβερνητικής πολιτικής προς μια τέτοια κατεύθυνση πολλαπλασιάζονται.
Το ΠΑΣΟΚ έχει την - τελευταία ίσως - ευκαιρία να αποδείξει ότι δεν είναι μία βίντατζ πολιτική δύναμη που αναπολεί τα «ωραία χρόνια» μιας κοινωνίας η οποία βρέθηκε στη συνέχεια ανοχύρωτη και ανυπεράσπιστη στα νύχια της βαθιάς κρίσης και του ακραίου λαϊκισμού. Ότι έχει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί με επάρκεια στις απαιτήσεις της πολύπλοκης ελληνικής και παγκόσμιας συγκυρίας και να δώσει απαντήσεις στις πρωτοφανείς προκλήσεις της νέας εποχής. Ότι διαθέτει ένα πειστικό πολιτικό αφήγημα ικανό να εμπνεύσει την κοινωνία και να ευαισθητοποιήσει τους αποστασιοποιημένους πολίτες καθώς και το ρεαλιστικό μεταρρυθμιστικό σχέδιο για να το υλοποιήσει.
Μπροστά στη μεγάλη πρόκληση της εξουσίας, το ΠΑΣΟΚ πρέπει να έχει στο τιμόνι του μια προσωπικότητα με τη βούληση, την ικανότητα και την απαιτούμενη εμπειρία ώστε να ηγηθεί με επιτυχία της δημοκρατικής παράταξης και της χώρας. Η μακρά και πλούσια πολιτική διαδρομή της Άννας Διαμαντοπούλου σε υπεύθυνα δημόσια αξιώματα που υπηρέτησε ως στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και στις δύσκολες αποστολές που ανέλαβε τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς καθώς και η προσωπική της εμπειρία από την αγορά εργασίας αποδεικνύουν ότι είναι η πλέον κατάλληλη για να επωμιστεί την ιστορική ευθύνη ως νέα Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Αρκετά είναι αυτά που μπορεί να καταλογίσει κανείς στο ΠΑΣΟΚ κατά τη διάρκεια της πενηντάχρονης διαδρομής του. Όχι όμως ότι δεν διαθέτει ισχυρό ένστικτο αυτοσυντήρησης επιλέγοντας, κάθε φορά που χρειάστηκε, «καθαρές» λύσεις, ακόμα κι όταν ήταν επώδυνες. Η ανάθεση, μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, στον Κώστα Σημίτη του εγχειρήματος του εκσυγχρονισμού της χώρας ήταν αυτή που οδήγησε την Ελλάδα στον σκληρό πυρήνα της Ενωμένης Ευρώπης. Όπως και η ανάθεση στον Ευάγγελο Βενιζέλο «να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά» της κρίσης, συμμετέχοντας στην κυβέρνηση των «Σαμαροβενιζέλων» η οποία έβαλε τότε τη χώρα στις ράγες της εξόδου από τα μνημόνια. Η εκλογή του Οκτωβρίου για την ανάδειξη ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ είναι ξανά μια τέτοια στιγμή.
Πηγή: www.iefimerida.gr