Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε (19/1/1809-7/10/1849), μεταξύ θρύλου και πραγματικότητας
—της Ελένης Κεχαγιόγλου—
All that we see or seem
Is but a dream within a dream.
Ε.Α.P, «A Dream Within a Dream»
Ποιος ήταν ο Edgar Allan Poe;
Ορφανός από δύο ετών, με ταραγμένη παιδική ηλικία, ο Πόε δεν ευτύχησε στον σύντομο βίο του. Η προσωπική του ζωή σημαδεύτηκε από τραγωδίες. Υπήρξε ο πρώτος μεγάλος λυρικός ποιητής της Αμερικής, είναι ο εισηγητής του ντετέκτιβ ως πρωταγωνιστή αστυνομικής ιστορίας, πρόκειται για τον πρωτοπόρο της επιστημονικής φαντασίας και μετρ του μακάβριου — κι ωστόσο, εν ζωή, δεν πήρε παρά μόνο περιστασιακές χαρές ως συγγραφέας, δεν απόλαυσε την αναγνώριση που θα του άξιζε. Αν και έζησε μόλις σαράντα χρόνια (1809-1849), ο Πόε έγινε ο πρώτος αμερικανός συγγραφέας που γενικότερα άσκησε διεθνώς επιρροή, ενώ ειδικότερα επηρέασε τους ρομαντικούς, τους συμβολιστές και τους υπερρεαλιστές συγγραφείς· για τους δε σπουδαίους καταραμένους Γάλλους (Ρεμπώ, Μπωντλέρ, Μαλαρμέ και Βερλέν) ήταν η βασική αναφορά τους.
Παρ’ όλα αυτά, n ζωή του και το έργο του κατασυκοφαντήθηκαν από τον επιμελητή των έργων του μετά το θάνατό του (και ορκισμένο εχθρό του) Ρούφους Γουίλμοτ Γκρίσγουολντ. Ο Πόε επί πολλά χρόνια δεν αναγνωριζόταν ως μεγάλος συγγραφέας, αλλά «το μυθιστόρημα της ζωής του», της κατασκευασμένης εικόνας για τη ζωή του ως ανθρώπου πλάνητα, διεφθαρμένου, αλκοολικού και τοξικομανούς τζογαδόρου επισκίαζε το έργο του — για την ακρίβεια ήταν λες και επρόκειτο για έναν από τους μυστηριώδεις ήρωές του κι όχι για τον συγγραφέα τους. Για τον Πόε, μάλλον ισχύει ότι ως συγγραφέας (ίσως και ως αντισυμβατικός άνθρωπος) υπερέβη τον ορίζοντα προσδοκιών της εποχής του.
— Η διαστροφή είναι ένα από τα αρχέγονα ορμέμφυτα της ανθρώπινης καρδιάς – μια από τις πιο αδιαίρετες πρωταρχικές δυνάμεις, ή συναισθήσεις, που δίνουν μια κατεύθυνση στο χαρακτήρα του ανθρώπου. Ποιος δεν έπιασε τον εαυτό του, εκατό φορές, να ‘χει κάνει μια ποταπή ή ανόητη πράξη, για το μόνο λόγο πως ήξερε πως δεν έπρεπε να την κάνει; Μήπως δεν έχομε μια αιώνια τάση, όσο κι αν είμαστε άνθρωποι με κρίση, να παραβαίνομε το Νόμο, μόνο και μόνο γιατί είναι ο νόμος; — «Ο μαύρος γάτος», μτφ: Κοσμάς Πολίτης
Τι έγραψε;
Έγραψε ρομαντικά ποιήματα του έρωτα και του θανάτου, όπως «Το κοράκι», «Άνναμπελ Λη», «Οι Καμπάνες», «Ένα όνειρο μέσα σε όνειρο» και πολλά άλλα. Έγραψε, επίσης, ιστορίες τρόμου, όπως Η μάσκα του κόκκινου θανάτου, Ο μαύρος γάτος και Το βαρέλι του Αμοντιλάδο. Με τις ιστορίες Οι φόνοι της οδού Μοργκ, Το μυστήριο της Μαρί Ροζέ και Το κλεμμένο γράμμα, ο Πόε έγινε ο πατέρας της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό· έγραψε επίσης επιστημονική φαντασία: η «Κατάβαση σε ένα Μαέλστροµ», λ.χ., είναι μία από τις ιστορίες του Πόε, που διεύρυναν τη δημιουργικότητα του είδους. Εκτός από πεζογράφος και ποιητής, ο Πόε ήταν και κριτικός της λογοτεχνίας, ιδιότητα με την οποία τσουρούφλισε τους συντρόφους του συγγραφείς, λόγω των φαρμακερών κριτικών για το έργο τους. Ατρόμητος, χλεύαζε τα έργα άλλων συγγραφέων. Σαφέστατα, ο Πόε ήταν ένας άνθρωπος της Αναγέννησης- εξερευνητής του γραπτού λόγου.
Το κοράκι
(μτφ.: Κώστας Ουράνης)
Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα
κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο
μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο
σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου.
«Κανένας ξένος», σκέφτηκα «οπού χτυπά τη πόρτα,
τούτο θα είναι μοναχά και όχι τίποτ’ άλλο».
Θυμάμαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη
και κάθε λάμψη της φωτιάς σα φάντασμα φαινόταν.
Ποθούσα το ξημέρωμα, μάταια προσπαθούσα
να δώσει με παρηγορία στη λύπη το βιβλίο,
για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη
όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
για πάντα ούτε όνομα…
Και τ’ αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες
με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς,
και για να πάψει τ’ άγριο το χτύπημα η καρδιά μου
σηκώθηκα φωνάζοντας: «Θα είναι κάποιος ξένος
όπου ζητά να κοιμηθεί έδω στη κάμαρά μου
αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι».
Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο,
«Κύριε» είπα «ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε,
γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος,
ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα»
κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη τη πόρτα
σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ’ άλλο.
Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος,
γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε
η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε,
μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο
κι «Ελεονόρα» μοναχά ακούγονταν η ηχώ
από τη λέξη που ‘βγαινε απ’ τα ανοιχτά μου χείλη.
Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ’ άλλο.
Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα,
άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα.
«Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι,
ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο,
ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά και θα το λύσω,
θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ’ άλλο».
Άνοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε
και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν’ αμφιβάλλει λίγο,
επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα
απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ’ άλλο.
Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν
τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει.
«Χωρίς λοφίο», ρώτησα, «κι αν είν’ η κεφαλή σου
δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι,
που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ’ όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ’ όνομά σου!»
Και το κοράκι απάντησε: «Ποτέ από ‘δω και πια».
Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί
ν’ ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα
αν κι η μικρή απάντηση που μου ‘δωσε δεν ήταν
καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα,
γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου
ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη
απάνω από τη πόρτα σου να λέει:
«Ποτέ πια».
Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο
δεν είπε άλλη λέξη πια σα να ‘ταν η ψυχή του
από τις λέξεις: «Ποτέ πια», γεμάτη από καιρό.
Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του
να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά:
«Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες
κι όταν θε να ‘ρθει το πρωΐ κι εσύ θε να μου φύγεις».
Μα το πουλί απάντησε: «Ποτέ από δω και πια».
Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου ‘πε
πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω.
«Σίγουρα», σκέφτηκα, «αυτό που λέει και ξαναλέει
θα είναι ό,τι έμαθε από τον κύριό του
που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ’ το τραγούδι
που θα ‘λεγεν ολημερίς και του ‘καμε να λέει
λυπητερά το «Ποτέ πια» για τη χαμένη ελπίδα».
Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ’ έφερε γέλιο
κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθισα μπροστά του
και βυθισμένος σ’ όνειρα προσπάθησα να έβρω
τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι,
το άχαρο, τ’ απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων,
σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις:
«Ποτέ Πια!».
Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα
χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι
που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με καίγαν.
Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος
του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι,
στο μέρος που το χάϊδευαν η λάμψη της καντήλας,
εκεί όπου η αγάπη μου δε θ’ ακουμπήσει πια!
Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να ‘ταν μυρωμένος
από ‘να θυμιατήριο αόρατο που αγγέλοι
και Σεραφείμ το κούναγαν και τ’ αλαφρά τους πόδια
ακούγονταν στο μαλακό χαλί της κάμαράς μου.
«Ναυαγισμένε», φώναξα, «αναβολή σου στέλνει
με τους αγγέλους, ο Θεός και μαύρη λησμοσύνη
για τη χαμένη αγάπη σου την όμορφη Λεονόρα.
Πιες απ’ το μαύρο το πιοτό της Λήθης και λησμόνα
εκείνην όπου χάθηκε». Και το Κοράκι είπε:
«Ποτέ από δω και πια!»
Είπα: «Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων
είτε του μαύρου πειρασμού αποσταλμένε συ
είτε στης άγριας θύελλας το μάνιασμα χαμένε,
αλλ’ άφοβε, στον κόσμο αυτόπου κατοικεί ο Τρόμος,
πες μου με ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσμο
της λύπης κανά βάλσαμο που δίνει η Ιουδαία;
Πες μου!», μα κείνο απάντησε:
«Ποτέ από δω και πια!»
«Προφήτη», είπα, «δαίμονα, της Συφοράς πουλί,
Προφήτης όμως πάντοτε, στον Ουρανό σ’ ορκίζω,
που απλώνεται από πάνω μας παρηγορήτρα αψίδα,
εις του Θεού το όνομα που οι δυο μας τον λατρεύουν,
πες μου αν στον Παράδεισο θε ν’ αγκαλιάσω κείνη,
εκείνη που οι άγγελοι τη λεν Ελεονόρα»;
Και το κοράκι απάντησε:
«Ποτέ από δω και πια!»
«Ας γίν’ η μαύρη φράση σου το σύνθημα να φύγεις»,
εφώναξα αγριωπός πηδώντας κει μπροστά του.
«Πήγαινε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα
ή γύρνα στις ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας
ούτ’ ένα μαύρο σου φτερό δε θέλω δω ν’ αφήσεις
ενθύμηση της φράσης σου της ψεύτικης και πλάνας
βγάλ’ απ’ τη δόλια μου καρδιά το ράμφος που ‘χεις μπήξει
και σύρε τη φανταστική μορφή σου στα σκοτάδια!»
Και το Κοράκι απάντησε:
«Ποτέ από δω και πια!»
Και το Κοράκι ακίνητο στη προτομή όλο μένει,
στης Αθηνάς τη προτομή απάνω από τη πόρτα
και τ’ αγριωπά τα μάτια του σα του Διαβόλου μοιάζουν
όταν μονάχος σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι
ρίχνει σκια στο πάτωμα σαν πέφτει στο Κοράκι.
Και η ψυχή μου ανήμπορη δε θα μπορέσει πια
να βγει απ’ τον αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς
που φαίνεται στο πάτωμα.
Ποτέ από δω και πια!
Το 1976 ο Άλαν Πάρσονς με την μπάντα του The Alan Parsons Project κυκλοφορεί το άλμπουμ Tales of Mystery and Imagination (Ιστορίες Μυστηρίου και Φαντασίας, τίτλος συλλογής διηγημάτων τρόμου τού Πόε), εμπνευσμένο εξολοκλήρου από έργα τού Πόε.
Στην δεύτερη πλευρά του δίσκου, η Πτώση τού Οίκου των Άσερ αποτελεί μια από αυτές τις ευτυχείς συγκυρίες όπου το κλασικό δένει αριστοτεχνικά με το ροκ.
Ποιοι οι κυριότεροι σταθμοί ζωής του Πόε;
- 19 Ιανουαρίου του 1809: Γεννήθηκε στη Βοστώνη, από γονείς θεατρίνους.
- 1811-1815: Αφότου έμεινε ορφανός και από μάνα και από πατέρα, έμεινε για δύο χρόνια στο Ρίτσμοντ, με την εύπορη οικογένεια Άλαν.
- 1815-1820: Έζησε στο εξωτερικό, στη Σκωτία και στην Αγγλία, με την οικογένεια Άλαν.
- 1820: Επέστρεψε στο Ρίτσμοντ.
- 1826: Άρχισε να φοιτά στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια. Αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του, διότι ο πατριός του Τζον Άλαν δεν κάλυπτε τα έξοδά του. Στο τέλος της χρονιάς ήταν τόσο φτωχός, που έκαιγε τα έπιπλά του για να ζεσταθεί.
- 1827: Εγκατέλειψε το σπίτι των Άλαν και κατατάχθηκε στο στρατό στη Βοστώνη. Δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο, την ποιητική συλλογή Ταμερλάνος και άλλα ποιήματα.
- 1829: Εκδόθηκε το δεύτερο ποιητικό βιβλίο του Al Aaraaf.
- 1830-1831: Παρακολούθησε το πρόγραμμα της Στρατιωτικής Ακαδημίας των ΗΠΑ West Point, στη Νέα Υόρκη. Προκάλεσε την οριστική αποβολή του, σκοπίμως καθώς ήταν αμελής προς τα καθήκοντά του, ως αντίδραση στη συμπεριφορά του πατριού του.
- 1832: Έμεινε στη Βαλτιμόρη, μαζί με τη θεία του Μαρία Κλεμ και την πρώτη ξαδέρφη του Βιρτζίνια Κλεμ. Για να επιβιώσει, ξεκίνησε να γράφει πεζά κείμενα και να τα υποβάλλει σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
- 1833: Βραβεύτηκε για το διήγημά του «Μήνυμα στο μπουκάλι», αποκτώντας μια κάποια αναγνώριση σε έναν, έστω περιορισμένο, λογοτεχνικό κύκλο.
- 1835-1837: Επιστρέφει στο Ρίτσμοντ, όπου από τον Δεκέμβριο του 1835 άρχισε να εργάζεται ως συντάκτης στην εφημερίδα Southern Literary Messenger· έπειτα φέρνει εκεί και τη θεία του και την ξαδέρφη του Βιρτζίνια με την οποία παντρεύονται το 1836, όταν η Βιρτζίνια δεν ήταν ακόμη 14 ετών. Η οικογένεια ήταν ευτυχής.
- 1837: Μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, τη χρονιά της οικονομικής κρίσης που είναι γνωστή ως «Πανικός του 1837». Δυσκολεύεται να βρει δουλειά, αλλά γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα.
- 1838: Εκδίδεται το μυθιστόρημά του Η αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ και μετακομίζει στη Φιλαδέλφεια, όπου ζει για έξι χρόνια και εργάζεται ως βοηθός συντάκτη στο περιοδικό Burton’s Gentleman’s Magazine. Ύστερα από περίπου ένα χρόνο παραιτήθηκε και άρχισε να εργάζεται στο Graham’s Magazine.
- 1840: Εκδίδεται η δίτομη συλλογή έργων του Tales of the Grotesque and Arabesque (Ιστορίες του γκροτέσκου και του αραβουργήματος), η οποία ?αν και είχε εμπορική επιτυχία? κατέκτησε την κριτική και θεωρείται σήμερα ορόσημο στην ιστορία της αμερικανικής λογοτεχνίας.
- 1842: Παρά τη φτώχεια, ο Πόε βρίσκει παρηγοριά στην οικογένειά του. Στην αρχή του χρόνου, όμως, εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια που δείχνουν ότι η Βιρτζίνια πάσχει από φυματίωση, την αρρώστεια που έχει οδηγήσει στο θάνατο τη μητέρα, τον αδερφό και τη θετή μητέρα του. Ο Πόε καταρρακώνεται.
- 1844: Επιστρέφει στη Νέα Υόρκη με τη σύζυγό του και την πεθερά του, σε αναζήτηση καλύτερης ζωής. Εργάζεται για λίγο στην εφημερίδα Evening Mirror και ως συντάκτης στο Broadway Journal.
- 29 Ιανουαρίου 1845: Εκδίδεται το περίφημο Κοράκι, το έργο που του χάρισε μεγάλη αναγνώριση και τον βοήθησε να αυξήσει το ισχνό του εισόδημα δίνοντας διαλέξεις. Το Κοράκι ανατυπώθηκε σε αρκετές εφημερίδες και περιοδικά, ωστόσο ο Πόε δεν ωφελήθηκε οικονομικά από αυτό, καθώς δεν υπήρχε νομικό πλαίσιο για την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων.
- Μετακομίζει στο Fordham (τώρα, Bronx) με τη σύζυγο και την πεθερά του, με την πεποίθηση ότι ο αέρας της εξοχής θα βελτιώσει την υγεία της φυματικής συζύγου του.
- 1847: Πεθαίνει η γυναίκα του Βιρτζίνια, στα 24 της χρόνια. Την ίδια χρονιά,ο Πόε αρραβωνιάζεται την ποιήτρια Σάρα Έλεν Γουίτμαν, αλλά η σχέση τους διαρκεί έναν μόλις μήνα.
- 1849: Επιστρέφει στο Ρίτσμοντ. Αρραβωνιάζεται τη Σάρα Ελμίρα Ρόιστερ και ως ημερομηνία του γάμου τους ορίζουν την 17η Οκτωβρίου του 1849.
- 7 Οκτωβρίου του 1849: Πέθανε σε νοσοκομείο της Βαλτιμόρης, όπου βρισκόταν για ταξίδι. Τέσσερις ημέρες νωρίτερα, ο πλέον αλκοολικός και οπιομανής συγγραφέας, είχε βρεθεί σε άσχημη κατάσταση να παραληρεί. Μυστήριο καλύπτει τον θάνατό του μέχρι σήμερα. Το Μουσείο Πόε παρουσιάζει περίπου είκοσι διαφορετικές ερμηνείες ως προς την αιτία και τις συνθήκες του θανάτου του, καμιά από τις οποίες δεν έχει επιβεβαιωθεί οριστικά. Σύμφωνα με επιστολή του ιατρού John J. Moran που εξέτασε τον Πόε στο νοσοκομείο, προς τη θεία του Μαρία Κλεμ, οι τελευταίες του λέξεις ήταν «Lord help my poor soul» («Κύριε βοήθησε την φτωχή ψυχή μου»). Τάφηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, πλάι στη γυναίκα του στη Βαλτιμόρη.
- —«Ένας άνθρωπος δεν είναι αληθινά γενναίος, αν φοβάται να φαίνεται ή να είναι —όταν υπάρχει λόγος— δειλός»—
Χειρόγραφο του Πόε.
- Λίγες ημέρες μετά το θάνατό του, ο ανταγωνιστής του στη λογοτεχνία, ο Ρούφους Γκρίσγουολντ δημοσίευεσε μια συκοφαντική νεκρολογία για τον συγγραφέα επιχειρώντας να τον εκδικηθεί για τις προσβλητικές κριτικές του Πόε για το έργο του. Έπειτα, έφερε στο φως απομνημονεύματα του συγγραφέα προκειμένου να τον παρουσιάσει ως άνθρωπο μεθύστακα, ανήθικο γυναικά, έναν παράφρονα τοξικομανή δίχως φίλους. Οι ανοίκειες αυτές επιθέσεις επιθέσεις του Γκρίσγουολντ ως στόχο τους είχαν να παρακινήσουν το κοινό να απορρίψει τον Πόε και τα έργα του — αλλά το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο: οι πωλήσεις των βιβλίων του Πόε εκτινάχθηκαν. Έτσι, ο Γκρίσγουολντ δημιούργησε τον «θρύλο Πόε» που επιβιώνει έως σήμερα, ενώ ο ίδιος (αν δεν είναι πλέον εντελώς άγνωστος καθόλου) αναφέρεται απλώς ως ο πρώτος βιογράφος του Πόε, καθώς συνόδευσε την έκδοση των έργων του Πόε με σύντομο βιογραφικό σημείωμα.
- Από το 1949, κάποιος ανώνυμος επισκέπτης επισκέπτεται κάθε χρόνο τον τάφο του στα γενέθλιά του, στις 19 Ιανουαρίου, αφήνοντας τρία κόκκινα τριαντάφυλλα και ένα μπουκάλι κονιάκ στη μνήμη του.
- Όσο κι αν μετά το θάνατό του, κακός του άγγελος έγινε ο Ρούφους Γκρίσγουολντ, παρουσιάζοντας μάλιστα επιστολές του συγγραφέα οι οποίες, ύστερα από πολλά χρόνια, αποδείχτηκαν πλαστές, από τους κλασικούς σήμερα αγγλόφωνους συγγραφείς, μόνο ο Όσκαρ Γουάιλντ και ο Σουίνμπερν υποκλίθηκαν στο ταλέντο του Πόε· ο Μαρκ Τουέιν, ο Έζρα Πάουντ και ο Τ. Σ. Ελιοτ αμφισβήτησαν την αξία του. Από το έργο του βέβαια επηρεάστηκε ο Ουώλτ Ουίτμαν, ο Χέρμαν Μέλβιλ, ο Γουίλιαμ Φώκνερ και ο Χ. Φ. Λάβκραφτ.
- Γεγονός είναι ότι ο Πόε, παρότι πλέον χαίρει ασφαλώς αναγνωρισιμότητας στην πατρίδα του την Αμερική, είναι μάλλον πιο δημοφιλής στην Ευρώπη, όπως εξάλλου και στην Ελλάδα, όπου έχει μεταφραστεί επανειλημμένως — μεταξύ των μεταφραστών του, συγκαταλέγεται και ο Κοσμάς Πολίτης. Ο δε Σεφέρης, συνομιλώντας με το «Κοράκι», έγραψε το δικό του «Raven»:
Raven
In memoriam E. A. P.
Χρόνια σαν τα φτερά. Τί θυμάται τ’ ακίνητο κοράκι;
τί θυμούνται οι πεθαμένοι κοντά στις ρίζες των δέντρων;
Είχαν ένα χρώμα τα χέρια σου σαν το μήλο που πέφτει.
Κι αυτή η φωνή που ξαναγυρίζει πάντα, χαμηλή.
5
Εκείνοι που ταξιδεύουν κοιτάζουν το πανί και τ’ αστέρια
ακούνε τον αγέρα ακούνε πέρα απ’ τον αγέρα την άλλη θάλασσα
σαν ένα κοχύλι κλειστό κοντά τους, δεν ακούνε
τίποτε άλλο, δεν ψάχνουν μέσα στους ίσκιους των κυπαρισσιών
ένα χαμένο πρόσωπο, ένα νόμισμα, δε γυρεύουν
10
κοιτάζοντας ένα κοράκι σ’ ένα ξερό κλωνί, τί θυμάται.
Μένει ακίνητο πάνω στις ώρες μου λίγο πιο ψηλά
σαν την ψυχή ενός αγάλματος που δεν έχει μάτια
είναι ένα πλήθος μαζεμένο μέσα σ’ αυτό το πουλί
χίλιοι άνθρωποι ξεχασμένοι σβησμένες ρυτίδες
15
ερειπωμένες αγκαλιές και γέλια που δεν τέλειωσαν
έργα σταματημένα σιωπηλοί σταθμοί
ένας ύπνος βαρύς από χρυσά ψιχαλίσματα.
Μένει ακίνητο. Κοιτάζει τις ώρες μου. Τί θυμάται;
Είναι πολλές πληγές μέσα στους αόρατους ανθρώπους, μέσα του
20
πάθη μετέωρα περιμένοντας τη δεύτερη παρουσία
επιθυμίες ταπεινές που κόλλησαν πάνω στο χώμα
σκοτωμένα παιδιά και γυναίκες που κουράστηκαν την αυγή.
Τάχα να βαραίνει πάνω στο ξερό κλωνί τάχα να βαραίνει
πάνω στις ρίζες του κίτρινου δέντρου πάνω στους ώμους
25
των άλλων ανθρώπων, τις παράξενες φυσιογνωμίες
που δεν τολμούν να γγίξουν μια στάλα νερό βυθισμένοι στο χώμα
τάχα να βαραίνει πουθενά;
Είχαν ένα βάρος τα χέρια σου όπως μέσα στο νερό
μέσα στις θαλασσινές σπηλιές, ένα βάρος αλαφρύ χωρίς συλλογή
30
με την κίνηση κάποτε που διώχνουμε την άσκημη σκέψη
στρώνοντας το πέλαγο ώς πέρα στον ορίζοντα στα νησιά.
Είναι βαρύς ο κάμπος ύστερ’ απ’ τη βροχή? τί θυμάται
η μαύρη στεκάμενη φλόγα πάνω στον γκρίζο ουρανό
σφηνωμένη ανάμεσα στον άνθρωπο και στην ανάμνηση του ανθρώπου
35
ανάμεσα στην πληγή και το χέρι που πλήγωσε μαύρη λόγχη,
σκοτείνιασε ο κάμπος πίνοντας τη βροχή, έπεσε ο αγέρας
δε σώνει η δική μου πνοή, ποιός θα το μετακινήσει;
ανάμεσα στους ίσκιους που μάχουνται
να ξαναγίνουν άντρας και γυναίκα
40
ανάμεσα στον ύπνο και στο θάνατο στεκάμενη ζωή.
Είχαν μια κίνηση τα χέρια σου πάντα προς τον ύπνο του πελάγου
χαϊδεύοντας τ’ όνειρο που ανέβαινε ήσυχα τη μαλαματένια αράχνη
φέρνοντας μέσα στον ήλιο το πλήθος των αστερισμών
τα κλεισμένα βλέφαρα τα κλεισμένα φτερά…
Η συνέχεια εδώ