Είναι αυτονόητο το μεγάλο ενδιαφέρον που επιδεικνύουν οι τηλεθεατές σχετικά με τους τηλεοπτικούς τραγουδιστικούς διαγωνισμούς. Ίσως παίζει ρόλο πως ο ελληνικός κόσμος ανέκαθεν ήταν και είναι φίλα προσκείμενος προς το εγχώριο (ή έστω και το αλλοδαπό) τραγούδι. Αυτή την περίοδο τρία τηλεοπτικά κανάλια δίνουν ραντεβού στο ευρύ κοινό παρουσιάζοντας νέους τραγουδιστές κάθε ηλικίας (από την παιδική έως και πιο προχωρημένη), οι οποίοι διαθέτουν φωνή, κάποια πρωτοτυπία, ενίοτε ταλαντούχους και όπου ο καθένας προσέρχεται με τα δικά του όνειρα… Είναι γνωστοί οι τίτλοι των εκπομπών: («Junior Music Stars» και «Voice» για τον Σκάι, για τον Ant1 το «Rising Star» και «Κάνε μου like» για το Έψιλον). Μαθαίνω πως επίκειται και νέο πρόγραμμα νέων ταλέντων με τη Βίσση και τον Καρβέλα! (Παλιά ξινά σταφύλια…)
Είναι γεγονός πως όλα αυτά τα τηλεοπτικά show εξακολουθούν να έχουν ως πρότυπο την ετήσια τηλεοπτική φιέστα τής Eurovision, η οποία επηρέασε πολλές γενιές από τη δεκαετία του 1980 και έγινε «σημείο αναφοράς» συμπεριφοράς και αισθητικής. Ένα τέτοιο show που, όπως συχνά έχω υποστηρίξει, ξεχωρίζει για τον… άκρως αντιαισθητικό μουσικό πολτό, πέρα από εθνικές παραδόσεις και που εμπεριέχει όλη την ελαφρότητα του ευρωπαϊκού αυτού θεσμού.
Και για να εξηγούμαι: Το τηλεοπτικό αυτό θέαμα που οργανώνεται από την EBU (Ευρωπαϊκή Ραδιοτηλεοπτική Ένωση), έχει ως ιδεολογικό προσανατολισμό μια… παγκοσμιοποιημένη αισθητική, μη λαμβάνοντας υπ’ όψη τα εθνικά χαρακτηριστικά τής κάθε χώρας. Υποστηρίζω πως η Ελλάδα θα έπρεπε, μετά από τόσα χρόνια συμμετοχής, να απέχει, από τη στιγμή που δεν μπορεί να συμμετέχει με τα δικά της ισχυρά και ουσιώδη τραγουδιστικά χαρακτηριστικά. Το βλέπουμε κάθε χρόνο να ευτελίζεται και να διασύρεται πανευρωπαϊκά, με τραγούδια, στην πλειονότητά τους, κατάπτυστα…
Επανέρχομαι: Τα τηλεοπτικά show και «talent show» των φωνητικών διαγωνισμών είναι τα μόνα που υπάρχουν ως δείγματα «σύγχρονου» τραγουδιού στη χώρα μας. (Την έννοια του «σύγχρονου» τη συζητάμε…) Εάν λοιπόν κάποιοι θέλουν να ισχυριστούν πως αυτά τα, διαγωνιζόμενα στους τηλεοπτικούς δέκτες, άσματα εκπροσωπούν την έννοια του «σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού» με γεια τους με χαρά τους, δεν θα προσπαθήσω να νουθετήσω κανέναν. Όμως, μέσα στο πλούσιο θέαμα που προσφέρεται, όντως ξεπηδούν κάποιες καλές, μεστές και στρογγυλές φωνές, που ονειρεύονται, μέσω της μεγάλης τηλεοπτικής θεαματικότητας, να φτιάξουν «γέφυρες» με το μουσικό κατεστημένο τής ελληνικής μουσικής πραγματικότητας. Και αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα. Η θολή ελληνική και ασαφής πραγματικότητα…
Δεν μπορώ να γνωρίζω το πώς εξελίσσονται οι συνεργασίες των πετυχημένων αυτών συμμετεχόντων, που κερδίζουν τους περισσότερους πόντους από τις επιτροπές των… φτασμένων τραγουδιστών τής show-biz. Τις λεγόμενες Επιτροπές. Αυτό που γνωρίζω όμως είναι η σκληρή πραγματικότητα της ελληνικής αγοράς, τόσο στο χώρο των ζωντανών εμφανίσεων, όσο και περί των δισκογραφικών δυνατοτήτων που υπάρχουν (?) σε μια εξασθενημένη αγορά δισκογραφικής παραγωγής που φθίνει καθημερινά…
Είναι φορές που κι εγώ νιώθω εν δυνάμει υπερασπιστής μερικών από τους διαγωνιζόμενους οι οποίοι-οι περισσότεροι-συμμετέχουν με αφοπλιστική άγνοια περί φαντασιακής «καριέρας» στο χώρο τής τραγουδιστικής τέχνης…
Δεν λέω. Αρκετά είναι τα παραδείγματα κάποιων επαγγελματιών τραγουδιστών που πέρασαν από αντίστοιχα τηλεοπτικά θεάματα και έτυχαν καλής μεταχείρισης από τις πάλαι ποτέ δισκογραφικές εταιρίες, οι οποίες πριν από κάποια χρόνια ήταν αλλιώς οργανωμένες, επειδή η αγορά τού δίσκου ήταν ανθηρή και επικερδής. Στην εποχή μας αυτά έχουν αλλάξει. Οι δρόμοι που οδηγούν σε επαγγελματικές καριέρες έχουν στενέψει και η αγορά έχει αλλάξει τα χαρακτηριστικά της, οδηγώντας όλον αυτόν τον καινούργιο κόσμο τού τραγουδιού στο χαοτικό internet!!! Εκεί, η υπερπληθώρα των τραγουδιστικών προϊόντων και του ανταγωνισμού είναι εξοντωτική και αγωνιώδης. Το οικονομικό κέρδος είναι περίπου μηδενικό και τα μελλοντικά πλάνα τού εντυπωσιασμού και της δημοσιότητας είναι, συνήθως, χρονοβόρα και τις περισσότερες φορές, ατελέσφορα…
Σκέφτομαι πως ο περισσότερος κόσμος, τόσο των συμμετεχόντων στους διαγωνισμούς αυτούς (να εξαιρέσω εκείνον της Αννίτας Πάνιας που… δοξάζει την προχειρότητα προκαλώντας μόνο γέλωτες…) όσο και το κοινό που παρακολουθεί, εύκολα μπορεί να θεωρήσει πως τα σημερινά τραγούδια έτσι «πρέπει» να διατυπώνονται, έτσι «πρέπει» να εκφράζονται, έτσι να παρουσιάζονται. Εύλογα δημιουργείται ένα πρότυπο που εκπαιδεύει κοινό και φερέλπιδες καλλιτέχνες, κατασκευάζεται ένα μοντέλο, μια έξη, ένα στιλ, μια συνήθεια, μια «εκσυγχρονιστική»… παράδοση παρουσίασης, που θα «πρέπει» να ακολουθηθεί σ’ αυτούς τους χώρους μαζικής προβολής! Παρατηρώντας αυτά τα τηλεοπτικά θεάματα μπορεί κανείς να εξάγει ενδιαφέροντα συμπεράσματα, γύρω από την εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού στις μέρες μας. Περισσεύει η… λωτοφαγία προς το παλαιότερο ελληνικό τραγούδι, με κορμό την παραδοσιακή, τη λαϊκή και τη μνήμη τής δεκαετίας του 1960, όπου, κατά γενική παραδοχή, υπήρξε η σύγκλιση της κυρίαρχης μουσικής κουλτούρας τού 20ού αιώνα στη χώρα μας. Ετούτο φαίνεται από το μέλος, όπως το χειρίζονται οι νεότεροι συμμετέχοντες στα τηλεοπτικά show. Η κινησιολογία έχει πλέον ρίζες από θεάματα τηλεοπτικής αμερικανιάς, ρίζα με ροκ-ποπ στοιχεία, τα οποία βρίσκονται εκτός αισθήσεων ελληνικού ιδιώματος. Πολλά θα μπορούσα να διατυπώσω για να υποστηρίξω πως τα θεάματα ουδεμία σχέση έχουν με την ουσία τού ελληνικού τραγουδιού στη σύγχρονη εξέλιξή του. Διαθέτουμε σοβαρούς σύγχρονους τραγουδοποιούς με δημοφιλή τραγούδια με ρεπερτόριό ευρύτατο…
Τα show των καναλιών εκπέμπουν και πουλάνε ελπίδα, δρόμους «λαμπρούς», συνεργασίες, καριέρες και ό,τι άλλο φαντασιώνεται ένας νέος με ταλέντο. Ο κόσμος (ο τηλεθεατής) συμπαρίσταται και καλά κάνει. Δεν είμαι υπέρ της κατάργησής του, αλλά θυμώνω όταν τέτοιες εκπομπές οργανώνονται με στόχο τον εντυπωσιασμό τής εικόνας. Όταν «χτίζουν» πάνω στο οξύ αυτό πρόβλημα και κατά κάποιον τρόπο «κρύβουν» την ωμή πραγματικότητα της σημερινής φάσης τού ελληνικού τραγουδιού.
Όλα βρίσκονται μέσα στο ίδιο πακέτο. Συμμετέχοντες διαγωνισμών, επιτροπές διάσημων stars, ευρύ κοινό, κανάλια, διαθέσιμο χρήμα, υποσχεσιολογίες, ελπίδες… Ένα μίγμα που περικλείεται σε ένα πακέτο με κοινωνικά και καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά. Δεν βρισκόμαστε σε παλαιότερες εποχές όπου συναντούσαμε ποικίλα φεστιβάλ τραγουδιού, από τα οποία έβγαιναν συνθέτες, τραγουδιστές και στιχουργοί. Με λίγα λόγια, επωφελείτο γενικώς το ελληνικό τραγούδι. Ας μην τα απαριθμήσουμε. Στην εποχή μας και όπως έχει ρυθμιστεί ο χώρος αυτός, δεν μπορούν να λειτουργήσουν με τον ίδιο τρόπο οι αντιστοιχίες.
Το όλο θέμα έχει να κάνει με μια νέα κατάσταση πραγμάτων, με μια ανατροπή τού καλλιτεχνικού γίγνεσθαι, όπου η δυνατότητα αντικατάστασης του παλαιού από το νέο σημερινό καλλιτεχνικό μόρφωμα, είναι ίσως αδύνατη. Οι ποιοτικές διαφορές τού παλαιού και του νέου-τηρουμένων των αναλογιών-βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η παρούσα κατάσταση των διαγωνιζόμενων νέων τραγουδιών-τραγουδιστών κάτι θέλει να μας πει, αλλά αδυνατεί ακόμα να το διατυπώσει ώστε να συμβαδίσει με αυτό που λέμε: «Τέχνη και βάθος τού ελληνικού τραγουδιού».
Επαναλαμβάνω: η απόσταση είναι μεγάλη! Και έχει να κάνει με εμπειρίες, ιστορικότητα, αφοσίωση και καλλιτεχνικό βάρος ουσίας. Κοινώς, μια άλλη τοποθέτηση απέναντι στην ίδια τη ζωή…