Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι,
Σκοπός του βιβλίου του Γιάννη Βούλγαρη είναι να παρουσιάσει μια ερμηνεία της εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας επανεξετάζοντας το ειδικό βάρος και την ιδιαίτερη τροπή που είχαν στην Ελλάδα οι μεγάλοι σύγχρονοι κοινωνικοί μετασχηματισμοί. Ο Βούλγαρης θεωρεί το εγχείρημά του αναγκαίο γιατί οι προηγούμενες έρευνες στο ίδιο θέμα είχαν σαφείς αδυναμίες που εξακολουθούν να επηρεάζουν αρνητικά το δημόσιο και τον επιστημονικό λόγο. Επίσης γιατί σήμερα χρειάζεται να αναστοχαστούμε την περιπέτειά της χώρας μας στη μακρά ιστορική της διάρκεια, ώστε να αντιμετωπίσουμε τα τρέχοντα προβλήματά μας. Να εφαρμόσουμε νέους ερευνητικούς άξονες για το μέλλον.
Θα αναφέρω μερικά κεντρικά σημεία της εργασίας του Βούλγαρη, που αναδεικνύουν τον συλλογισμό του.
Κατά την έρευνά του ο Βούλγαρης δεν αποδίδει θεωρητική προτεραιότητα στον καπιταλισμό ή στην Αγορά, όπως συμβαίνει σε μαρξιστικές, φιλελεύθερες ή εκσυγχρονιστικές προσεγγίσεις. Εξετάζει πως πραγματώθηκαν και αλληλεπίδρασαν στην ελληνική περίπτωση η Γεωπολιτική, το Κράτος, ο Καπιταλισμός, η Πολιτική και η Δημοκρατία. Όλα αυτά τα στοιχεία επέβαλλαν κατά τον συγγραφέα μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας, αυτονομίας αλλά και ποικιλίας συνδυασμών κατά την ερμηνεία της εξέλιξης της χώρας. Ο μεθοδολογικός κορσές του οικονομικού ανταγωνισμού αποδεικνύεται απρόσφορος για την κατανόηση της εξέλιξης της Ελλάδας.
Αφετηριακό σημείο της ανάλυσης του Βούλγαρη είναι ότι το ελληνικό κράτος ενσωματώθηκε στο πλέγμα του διακρατικού συστήματος που επικρατούσε στην Ευρώπη πολύ πιο σταθερά και «πρώιμα», από όσο στο πλέγμα του καπιταλισμού που την ίδια εποχή επεκτεινόταν προς την ευρωπαϊκή περιφέρεια. Επιπλέον, η Ελλάδα όντας σε στρατηγική θέση, παρέμεινε στη σκακιέρα των γεωπολιτικών ανταγωνισμών και των πολέμων από την ίδρυσή της ως τα μέσα του 20ου αιώνα. Αλλά ακόμα και στις αρχές του 21ου μετά την οιονεί χρεοκοπία του 2010, οι γεωστρατηγικοί λόγοι βάρυναν ιδιαίτερα ώστε η Ελλάδα να παραμείνει στην ευρωπαϊκή Ένωση. Η επιρροή της Γεωπολιτικής υπήρξε κατά το Βούλγαρη προφανώς καθοριστική στη χάραξη των βασικών εθνικών επιλογών και στη διαμόρφωση της εθνικής πολιτικής ατζέντας. Το γεγονός αυτό δεν πρέπει όμως να ερμηνευτεί με όρους «ξενοκρατίας» και «εξάρτησης». Οι εθνικές πολιτικές δυνάμεις είχαν μεγαλύτερα περιθώρια ελευθερίας, και οι παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων δεν ήταν πάντα καθοριστικές για την μία ή άλλη εξέλιξη. Πρέπει γι’ αυτό αυτές οι παρεμβάσεις να εξετάζονται περιπτωσιακά, καθώς άλλοτε ήταν δυσμενείς και άλλοτε ευνοϊκές για τους ελληνικούς στόχους.
Με τον τρόπο εργασίας του Βούλγαρη συμφωνώ. Η κατανόηση της ιστορικής εξέλιξης της χώρας χρειάζεται μια πολύπλευρη αναζήτηση των αιτιών που καθόρισαν την πορεία της. Θα αναφέρω ένα άλλο στοιχείο, που βέβαια συμπεριλαμβάνεται στους συλλογισμούς του Βούλγαρη αλλά πιστεύω έχει επίσης ένα σημαντικό ρόλο στην ελληνική εξέλιξη, είναι το πολιτισμικό. Ένα μικρό τμήμα της κοινωνίας επηρεάζει τα πράγματα γιατί διαθέτει γνώση, ικανότητες και σχέσεις στοιχεία που υστερούν στην εγχώρια κοινωνία. Η επιρροή των όσων σπούδασαν, εργάζονταν ή εκπαιδευτεί στις προηγμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες υπήρξε καθοριστική. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ένας από τους πρωταγωνιστές του επαναστατικού αγώνα είχε ζήσει στην Πίζα της Ιταλίας. Μαζί με άλλους που είχαν σπουδάσει ή ζήσει στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία αποτέλεσε έναν πυρήνα με καθοριστική παρουσία τα χρόνια της επανάστασης. Προ καιρού φυλλομετρώντας έναν κατάλογο των καθηγητών της νομικής σχολής του πανεπιστημίου στο τέλος του 19ου αιώνα διαπίστωσα, ότι η πλειοψηφία προερχόταν από το εξωτερικό, ιδίως τη Γερμανία. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ο γερμανικός αστικός κώδικας του 1899 αποτέλεσε πρότυπο του ελληνικού αστικού κώδικα που πήρε την οριστική μορφή του το 1940 και όχι ο παλαιότερος γαλλικός αστικός κώδικας. Δεν είναι περίεργο επίσης ότι η μέχρι τότε ελληνική νομική πρακτική δεν επηρέασε παρά σε περιορισμένο βαθμό τη νομοθεσία.
Θέλω επίσης να τονίσω το γεγονός ότι σήμερα ο ρόλος των τεχνολογιών είναι σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό καθοριστικός για τη διαμόρφωση των κοινωνικών εξελίξεων από άλλοτε. Η τηλεόραση, το ραδιόφωνο, το ίντερνετ έχουν ως αποτέλεσμα με την ταχύτατη αλλαγή των κοινωνικών αντιλήψεων χάρη στην πληροφόρηση που παρέχουν. Στο ίδιο αποτέλεσμα συμβάλει και η παγκοσμιοποίηση. Η Ευρωπαϊκή ενοποίηση, η Οικονομική και Νομισματική Ένωση είναι οι χειροπιαστές αποδείξεις, ότι οι τρόποι κοινωνικής οργάνωσης και ζωής που επικρατούσαν μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα και θεωρούντον μη αμφισβητήσιμοι, ιεροί, θα μπορούσα να πω, δεν ισχύουν πια στον ίδιο βαθμό. Η ελληνική εξέλιξη από το 2015 και μετά αποτελεί αναμφισβήτητο παράδειγμα.
Θα αναφέρω τώρα ένα απόσπασμα από το βιβλίο που είναι ενδεικτικά για τις απόψεις του Βούλγαρη αλλά και της συμβολής του στην καλύτερη κατανόηση της κοινωνικής εξέλιξης.
«Από τις μέχρι τώρα έρευνες προκύπτει ένα σταθερό κα αναμενόμενο λίγο-πολύ μοτίβο που χαρακτηρίζει την οικοδόμηση του κράτους και της ελληνικής κοινωνίας. α) Ιδιαίτερη επιρροή ενός ξένου προτύπου που υιοθετείται είτε γιατί υπερέχει κατά γενική παραδοχή είτε για ιδιαίτερους συγκυριακούς λόγους, όπως π.χ. η προτίμηση των Βαυαρών για τον γερμανικό νομικό πολιτισμό που τους ήταν προφανώς πιο οικείος. Συχνότερα, η επιλογή ήταν πιο επιλεκτική και αντλούσε από διαφορετικά μοντέλα. β) Στη διαδικασία «μεταφοράς του ξένου προτύπου έπαιζε ουσιαστικό ρόλο η συμμετοχή ή η μετάκληση ξένων ειδικών και ξένων αποστολών. γ) Το τρίτο κοινό χαρακτηριστικό ήταν ο ενεργός και δημιουργικός ρόλος των «εθνικών ειδικών» που παρακινούσαν για την εισαγωγή της ξένης τεχνογνωσίας, πρωτοστατούσαν στη θεσμική οργάνωσή της, και την προσάρμοζαν συνειδητά ή αυθόρμητα στην εθνική παράδοση και πραγματικότητα. Ασκούσαν αυτόν τον ρόλο είτε ως ομάδα πίεση προς την εξουσία παρακινούμενοι από τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους, είτε ως τεχνοκράτες και «οργανικοί διανοούμενοι» που έδιναν μια ιδιαίτερη ιδεολογική χροιά ή διαμόρφωναν τον δημόσιο λόγο σχετικά με το ειδικό κάθε φορά ζήτημα. δ) Το τέταρτο χαρακτηριστικό ήταν η απόσταση μεταξύ των θεσμικών σχεδιασμών και προδιαγραφών που συνήθως κινούνταν σε «ευρωπαϊκά επίπεδα» και της υλοποίησής τους που συνήθως υπολειπόταν για δύο αλληλένδετους λόγους. Αφενός γιατί το Κράτος ήταν φτωχό και στερούνταν τους πόρους για να στηρίξει τους σχεδιασμούς τους, αφετέρου γιατί η «κοινωνία» ακόμα λιγότερο είχε τους πόρους και τη δυναμική να ενστερνιστεί την κρατική πρωτοβουλία. Έτσι προέκυπτε μια συνισταμένη που ήταν κάτω από τους επιδιωκόμενους στόχους της κρατικής πρωτοβουλίας και πάνω από τις δυνατότητες της «κοινωνίας». Εξού και οι εκ των υστέρων αποτιμήσεις στον επιστημονικό και τον δημόσιο λόγο, διχάζονταν μεταξύ εκείνων που υπογράμμιζαν την πολιτισμική αδράνεια είτε για να την καταδικάσουν ως καθυστέρηση είτε να την εγκωμιάσουν ως «αντίσταση». Στην πραγματικότητα όμως, αυτή η αλληλεπίδραση και ο συμβιβασμός γίνονταν πλέον εντός της δυναμικής του νεωτερικού μετασχηματισμού. Γεγονός που δεν απέκλειε ωστόσο, σε μια επόμενη φάση κρίσης, να ανασύρονται από το παρελθόν οι μνήμες και οι συμβολισμοί των «αντιστάσεων».
Το συμπέρασμα του Βούλγαρη είναι, όπως προκύπτει και από τον τίτλο του βιβλίου του, ότι στη συνεχή διαμάχη μεταξύ των αρνητικών στοιχείων και θετικών χαρακτηριστικών της νεοελληνικής εξέλιξης υπερίσχυσαν τα χαρακτηριστικά της προόδου. Αυτό και επιτρέπει να θεωρούμε τη χώρα μας ως
«νεωτερική». Το τεκμηριωμένο αυτό μήνυμα αισιοδοξίας είναι ιδίως χρήσιμο στη σημερινή εποχή αρκεί να συνειδητοποιούμε ότι η επιτυχία προϋποθέτει αγώνα δύσκολο και συνεχή.
Λίγο πριν διαβάσω το βιβλίο του Βούλγαρη είχα διαβάσει το βιβλίο της Λύντιας Τρίχα για το Σπυρίδωνα Τρικούπη. Σ’ αυτό βρήκα πολλά στοιχεία που επιβεβαιώνουν την ανάλυση του Βούλγαρη και την άποψη ότι δεν υπάρχει μια μόνη αιτία που καθορίζει την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας αλλά πολλές αιτίες, που επιδρούν η μία την άλλη και καθορίζουν μια πορεία δύσκολα προβλέψιμη, με πολλές μεταπτώσεις και αβέβαιες εξελίξεις. Θα αναφερθώ επίσης σε δύο σημεία από το βιβλίο αυτό που αφορούν την επανάσταση του ‘21 και που αποδεικνύουν την ορθότητα της προσέγγισης του Βούλγαρη.
Κατά την άποψη που επικρατεί στη σύγχρονη Ελλάδα η επανάσταση του 1821 δεν συνδέεται με πολιτική δραστηριοποίηση για την εφαρμογή ενός δημοκρατικού καθεστώτος στη θέση της τουρκοκρατίας. Και όμως η επιδίωξη της ελευθερίας από τον τουρκικό ζυγό δεν είχε ένα και μόνο στόχο. Η ελευθερία σήμαινε επίσης εξαρχής και το δικαίωμα να καθορίζει ο λαός τους κυβερνήτες του. Έξη μήνες μετά την 25η Μαρτίου 1821 στις «Αρχές Νοεμβρίου του 1821, συγκλήθηκε η συνέλευση της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, η οποία αποτελούμενη από τους πληρεξούσιους των διαφόρων επαρχιών της Αιτωλοακαρνανίας, σύστησε την τοπική αρχή που θα διοικούσε προσωρινά την περιοχή, μέχρι να υπάρξει μία εθνική κυβέρνηση. Η αρχή αυτή ονομάσθηκε Γερουσία, πρόεδρος της εκλέχθηκε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.
Αμέσως μετά την εκλογή των τοπικών διοικήσεων, συγκλήθηκε στην Επίδαυρο, στις 20 Δεκεμβρίου 1821, η πρώτη Εθνική Συνέλευση, που ψήφισε και το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας, το Προσωρινόν Πολίτευμα. Όσοι μετείχαν στη Συνέλευση ονομάσθηκαν πληρεξούσιοι, ενώ έτσι θα λέγονται και όσοι θα μετάσχουν στις επόμενες Εθνικές Συνελεύσεις. Με το Σύνταγμα της Επιδαύρου, καθορίσθηκε ότι η κεντρική κυβέρνηση θα αποτελείτο από δύο σώματα, το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό, και η διάρκεια κάθε κυβερνητικής περιόδου θα ήταν ετήσια».
Ενώ σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη υπήρχαν περιορισμοί ως προς την έκταση της αναγνώρισης του εκλογικού δικαιώματος, στην Ελλάδα καθιερώθηκε αμέσως η καθολική ψηφοφορία. Όλοι οι άνδρες Έλληνες είχαν το δικαίωμα του εκλέγειν, ασχέτως μόρφωσης, διότι θεωρήθηκε αυτονόητο ότι, αφού όλοι καλούνταν να πολεμήσουν και να πεθάνουν για την ελευθερία του τόπου, όλοι δικαιούνταν και να ψηφίσουν, συγχρόνως όμως και διότι οι προύχοντες θεώρησαν ότι έτσι θα μπορούσαν να διασφαλίσουν αυξημένη εκλογική δύναμη. «Μικροί και μεγάλοι, ιερείς και λαϊκοί, πάσης τάξεως και καταστάσεως άνθρωποι, εν ενί λόγω ο λαός ολόκληρος έχει την ψήφον του», γράφει η προκήρυξη των εκλογών. Καθολικό ήταν και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Κάθε
Έλληνας άνω των τριάντα ετών μπορούσε να εκλεγεί βουλευτής. Όλοι αυτοί δεν είχαν ακόμη συγκεκριμένες απόψεις για το τι πρέπει να γίνει. Είχαν όμως μια γενικότερη ιδέα για το πώς θα πρέπει να διοικείται το νέο κράτος. Το 1824 υπήρχαν ήδη τρία κόμματα. «Η ονομασία τους προέκυπτε όχι μόνο από τον πολιτικό πάτρωνα αλλά και από συγκεκριμένες πεποιθήσεις.»
«Το αγγλικό κόμμα, ευρωπαϊστές προεστοί και στρατιωτικοί, καθώς και άνθρωποι σπουδασμένοι στη Δυτική Ευρώπη, ή διανοούμενοι και έμποροι που είχαν ζήσει εκεί και είχαν πατριωτικές και δημοκρατικές ιδέες. Το γαλλικό κόμμα, με επικεφαλής τον Ιωάννη Κωλέττη, δημιουργήθηκε αρχικά για να εκπροσωπήσει κυρίως τα συμφέροντα των Ρουμελιωτών στρατιωτικών και είχε έναν εξιδανικευμένο παραδοσιακό και εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα, με πρότυπο τη Γαλλία της επανάστασης όχι τη Γαλλία εκείνης της εποχής, διαμορφωμένη πλέον διαφορετικά. Τέλος, το ρωσικό κόμμα είχε συντηρητικό χαρακτήρα, δυσπιστούσε απέναντι στον Διαφωτισμό και τη Δύση και, βασισμένο στο κοινό ορθόδοξο θρήσκευμα, προσέβλεπε στο ρωσικό πρότυπο για την οργάνωση του κράτους, θέτοντας ως θεμέλιο της κοινωνικής τάξης τη θρησκεία.
Καθεμιά από τις τρεις ομάδες πίστευε ότι η Δύναμη προς την οποία στρεφόταν είχε ιδιαίτερους λόγους να ενδιαφερθεί για την τύχη της Ελλάδας. Έτσι, χωρίς να αποτελεί φερέφωνο ή πράκτορα αυτής της Δύναμης, προσπαθούσε να προσαρμόζεται στις εικαζόμενες επιθυμίες της, ελπίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα εξασφάλιζε τη βοήθειά της, τόσο κατά τη διάρκεια του Αγώνα όσο και κατά τη συγκρότηση του νέου κράτους.»
Πιστεύω ότι οι παραπάνω αναφορές στην επανάσταση του ’21 δικαιολογούν απόλυτα την θέση του Βούλγαρη για τις πολλές και αλληλοεπηρεαζόμενες αιτίες της κοινωνικής εξέλιξης. Συμπέρασμα. Το πολύ καλό βιβλίο του Βούλγαρη θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα την ιστορία μας και το πολύπλοκο περιβάλλον μας. Διαβάστε το.