Όσο και αν θέλουν να εξωραΐσουν τα εκλογικά αποτελέσματα ορισμένοι πολιτικοί αρχηγοί, η πραγματικότητα είναι αρκετά εύγλωττη. Η αποχή επέτεινε την κρίση της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης, η ήττα της ΝΔ συνοδεύτηκε από ανησυχητική άνοδο της ακροδεξιάς, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν κατόρθωσε να μετατρέψει τη διαμαρτυρία σε θετική επιλογή, τα νέα «μικρά κόμματα» δεν κέρδισαν το ενδιαφέρον των πολιτών, τα μείζονα ευρωπαϊκά θέματα έμειναν στο περιθώριο του πολιτικού διαλόγου. Ειδικότερα για την αντιπολίτευση, ισχύει η «μαρξιστική» ανάλυση του μόνου συνεπούς «μαρξιστή», του Γκράουτσο Μαρξ : «Είτε είναι νεκρή, είτε το ρολόι μου έχει σταματήσει». Ακριβώς για αυτό το λόγο, το παλαιότερο αφελές ερώτημα «απέναντι στον Μητσοτάκη, ποιος;» έχει δώσει πλέον τη θέση του σε ένα κρίσιμο πολιτικό διακύβευμα, που αφορά τις κοινωνικές συμμαχίες και τις ιδεολογικές διεργασίες για να ανακάμψει ο ιστορικός χώρος του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς.
Σε ό, τι αφορά το χώρο του ΠΑΣΟΚ, το ερώτημα αυτό έχει δύο επιπλέον χαρακτηριστικά. Στις πρόσφατες εκλογές, το ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε να επωφεληθεί ούτε από τις διαδοχικές –σχεδόν επί ένα χρόνο- κρίσεις του ΣΥΡΙΖΑ αλλά ούτε και από την αποστασιοποίηση των κεντρογενών εκλογικών ακροατηρίων της ΝΔ. Με άλλα λόγια, το ΠΑΣΟΚ έχασε «και από τα αριστερά και από τα δεξιά». Αν μάλιστα προσθέσουμε δίπλα στο 1,5 εκατομμύριο ψηφοφόρων και τα άλλα 2,5 εκατομμύρια πολιτών που δεν ψήφισαν, καταλαβαίνουμε πως το ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει μια πολύ μεγάλη εκλογική δεξαμενή, στην οποία θα μπορούσε να απευθυνθεί με μάλλον προνομιακό τρόπο. Έτσι, το ΠΑΣΟΚ, εκτός από τη «δεύτερη θέση» που είχε βάλει ως στόχο, απώλεσε και την πολιτική δυναμική του. Αυτή η δυναμική πρέπει να ανακτηθεί άμεσα, έτσι ώστε οι πολίτες να γνωρίζουν ότι μπορεί να διαμορφωθεί εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης απέναντι στην ανεξέλεγκτη και ασύμμετρη κυριαρχία της ΝΔ αλλά και απέναντι στην «εξημερωμένη» αντιδραστική ακροδεξιά. Σε αυτό το σημείο της νέας αφετηρίας, όμως, πρέπει να ξεκαθαριστεί το πολιτικό σχέδιο αυτού του χώρου.
Από την επόμενη κιόλας μέρα των εκλογών, άνοιξε μια συζήτηση γύρω την ηγεσία, το στίγμα και τις συμμαχίες του κόμματος. Στο δημόσιο λόγο κυκλοφορούν, επίσης, σενάρια για «συμπαράταξη» δύο ή τριών κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, Νέα Αριστερά), αναζήτηση νέων «πρωταγωνιστών», επανεμφάνιση παλαιών «σωτήρων» (βλ. Τσίπρας) αρχηγών και «γεφυροποιών». Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για μια απολύτως λανθασμένη συζήτηση, χωρίς ιδεολογικό βάθος και πολιτική προοπτική. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ συγκροτήθηκε μέσα από τις πολιτικές δυνάμεις και κινήσεις, που διαχώρισαν οριστικά τη θέση τους από την τότε «αντιμνημονιακή» Αριστερά, η οποία, άλλωστε, έως και σήμερα, συνεχίζει να καταγράφει διαδοχικές ήττες, σε όλες τις εκδοχές της. Θα ήταν τουλάχιστον παράδοξο να επιχειρήσει το σημερινό ΠΑΣΟΚ να επαναφέρει στο προσκήνιο το μπλοκ εκείνων των δυνάμεων που υπέστησαν «στρατηγική ήττα», την οποία, άλλωστε, συνδιαμόρφωσε το τότε μαχητικό ΠΑΣΟΚ. Ιδίως τώρα, που ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ μεταλλάσσεται σε ένα «κόμμα νέου τύπου» βαλκανικού τραμπισμού, η Νέα Αριστερά αποτελεί μια ανακαίνιση παλαιότερων θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ διολισθαίνει στη συνολική αντιπολιτευτική άρνηση («όχι σε όλα»), κάθε απόπειρα «συμπαράταξης» θα ήταν μια λύση «μηδενικού αθροίσματος». Αντίθετα, αν πρέπει να κάνει κάτι το ΠΑΣΟΚ, ως το πιο ισχυρό κόμμα αυτού του χώρου, είναι να επανακαθορίσει την αυτόνομη πορεία του και την κυβερνητική προοπτική μέσα από τη στρατηγική στροφή του στο «προοδευτικό πολιτικό Κέντρο»: εκεί, δηλαδή, που βρισκόταν η κρίσιμη μάζα των ψηφοφόρων του «αντι-Σύριζα μετώπου», εκεί που κινήθηκε το υψηλότερο εκλογικό ποσοστό της διαμαρτυρίας απέναντι στη ΝΔ, εκεί, τέλος, που υπάρχουν οι ιστορικές ρίζες της δημοκρατικής παράταξης.
Προς το παρόν, η συζήτηση αφορά μόνο τα πρόσωπα των νέων αρχηγών και την ημερομηνία της κάλπης για την αλλαγή αρχηγού ή για την αναβάπτιση του ίδιου αρχηγού. Αρχηγοί, όμως, σε αδρανή κόμματα δεν υπάρχουν. Και το ΠΑΣΟΚ έχει, εδώ και πολύ καιρό, περιπέσει σε αδράνεια, επειδή έχει πρόβλημα πολιτικού σχεδίου και ιδεολογικού προσανατολισμού. Στο επίπεδο της κοινοβουλευτικής δράσης έχει κάνει κομβικά λάθη στην καταψήφιση ορισμένων κεντρικών νομοσχεδίων, και στο επίπεδο της πολιτικής τακτικής έχει, ολοένα και περισσότερο, ταυτιστεί με τις αντιμεταρρυθμιστικές δυνάμεις. Τι έχει μένει ; Η αόριστη επίκληση στη σοσιαλδημοκρατία ως άλλοθι, προκειμένου να καλυφθεί η έλλειψη ενός κεντρικού κυβερνητικού ρόλου. Ακόμη και η σοσιαλδημοκρατία, όμως, προϊόν της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης και ηγεμονική δύναμη του 20ού αιώνα, δεν μπορεί σήμερα να προτείνεται ως αποκλειστική ταυτότητα του χώρου. Τα σύγχρονα προβλήματα και οι νέες προκλήσεις είναι πολύ πιο σύνθετες για να χωρέσουν σε ιδεολογικά μοτίβα, που «έκλεισαν» τον ιστορικό κύκλο τους. Αυτό που χρειάζεται είναι μια κουλτούρα προωθητικών συμβιβασμών γύρω από «τα δίπολα άτομο-κοινωνία, πατρίδα-διεθνισμός, δικαίωμα-υποχρέωση, ισότητα-διαφορετικότητα».[1] Πράγματι, σε αυτή την κατεύθυνση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν πολλά από τα εφόδια της σοσιαλδημοκρατίας για να σκεφτεί κανείς πώς σε μια «ανοιχτή» και πολιτικά φιλελεύθερη κοινωνία, διατηρείται, προκρίνεται και αναβαθμίζεται το αίτημα της «ανθεκτικής κοινωνικής συνοχής». Το εναλλακτικό κυβερνητικό σχέδιο θα κριθεί από τις «δίκαιες μεταρρυθμίσεις», από τη σύζευξη νέου πλούτου και προοδευτικής φορολόγησης, από το συνδυασμό ασφάλειας και ελευθερίας. Μπορούν, άραγε, όλοι αυτοί οι υποψήφιοι και επίδοξοι αρχηγοί να ανοίξουν μια τέτοια συζήτηση ή απλώς θα συνεχίσουν να δίνουν διαταγές στους μικρούς κομματικούς στρατούς τους ;