Τις αποφάσεις στην πολιτική τις διαμορφώνει ο συνδυασμός κριτηρίων ουσίας, συμβολισμού και κυνισμού, του συνηθέστερα ονομαζόμενου και «πολιτικού ρεαλισμού». Οι δόσεις των τριών ποικίλλουν κατά περίπτωση, και πολλές στραβές αποφάσεις λαμβάνονται ακριβώς γιατί χρησιμοποιήθηκε λάθος δοσολογία: στη μία, φέρ’ ειπείν, που έπρεπε να πρυτανεύσει η ουσία, προτιμήθηκε ο συμβολισμός, ή την άλλη, όπου λίγος κυνισμός δεν θα έβλαπτε, προτάχθηκε μια ουσία χωρίς πολιτική αποτελεσματικότητα.
Πιστεύω ότι και τα τρία είδη κριτηρίων οδηγούν τη Νέα Δημοκρατία να στηρίξει τον Γιώργο Καμίνη στον Δήμο Αθηναίων, είτε άμεσα είτε έμμεσα, επιλέγοντας να μην κατεβάσει κομματικό υποψήφιο. Παρεμπιπτόντως, τα κριτήρια αυτά πιθανότατα οδηγούν και στη στήριξη των λοιπών της ομάδας των «πέντε δημάρχων». Ως Αθηναίος, όμως, μιλώ μετά λόγου γνώσεως μόνο για την πόλη μου.
Το κριτήριο ουσίας είναι προφανές: ο Γιώργος Καμίνης υπήρξε ο αποτελεσματικότερος δήμαρχος που είχε η Αθήνα τις τελευταίες δεκαετίες. Ή, ακριβέστερα, ο μόνος δήμαρχος που δούλεψε αποκλειστικά για το συμφέρον της πόλης και όχι ως ατζέντης κομματικών διορισμών, ή παραγωγός εποχικών υπερθεαμάτων, με κύριο κριτήριο την αυτοπροβολή. Ο Καμίνης εξυγίανε τα οικονομικά του δήμου, έργο τιτάνιο, οργάνωσε τον σπουδαίο θεσμό των συσσιτίων και συνεργάστηκε με τις άλλες αρχές πετυχαίνοντας πολλές νίκες για την πόλη. Του οφείλουμε πολλά, αν και λόγω του σεμνού του χαρακτήρα, και της σχεδόν εκνευριστικής του άρνησης να προβάλλει το έργο του, δεν γνωρίζουμε ακριβώς πόσα.
Δεν είναι λιγότερο σημαντικό το συμβολικό κριτήριο που οδηγεί στον Καμίνη – αν και βέβαια στην πολιτική ο συμβολισμός είναι κι αυτός με κάποια έννοια ουσία. Στην τωρινή συγκυρία, στην Ελλάδα παλεύουν δύο αντιλήψεις για το μέλλον: από τη μια αυτή που επιμένει στην ευρωπαϊκή μας πορεία, με όλες τις δυσκολίες που αυτή απαιτεί σήμερα, και από την άλλη ένα συνονθύλευμα τάσεων, που εν ονόματι ουτοπικών διακηρύξεων, αποτυχημένων ιδεολογιών ή φυλετικών παραισθήσεων, συγκλίνουν στην πρόταση να συγκρουσθούμε με την πραγματικότητα, σύγκρουση που θα οδηγήσει με βεβαιότητα στην καταστροφή. Δυστυχώς η κομματοκρατία, ίσως η κεντρικότερη αιτία της μεταπολιτευτικής μας παθολογίας, διατρέχει και τα δύο στρατόπεδα, εμποδίζοντας και τη συμμαχία που κυβερνά τα τελευταία χρόνια να κάνει πολλές από τις αναγκαίες τομές και μεταρρυθμίσεις. Παρ’ όλα αυτά, όμως, παρά τις ελλείψεις κάποιων κυβερνώντων, τη δειλία πολλών, και τα ξαστοχήματα άλλων, η σύνθεση που εκφράζει αυτή η συμμαχία αποτελεί τον μόνο βιώσιμο δρόμο για το μέλλον – αν δεν επιλέξουμε δηλαδή να αυτοκτονήσουμε. Ο Καμίνης, λοιπόν, δεν είναι απλώς εκπρόσωπος αυτής της σύνθεσης, είναι με κάποια έννοια το ιδανικό της πρότυπο, καθώς ο ίδιος είναι αθώος των εγκλημάτων της κομματοκρατίας. Στηριζόμενος σήμερα από ένα πλατύ μέτωπο πολιτών που πιστεύουν στη λογική και στο μέτρο, ενσαρκώνει σχεδόν ιδανικά τον ευρωπαϊκό μας δρόμο. Ο Καμίνης, στο τοπικό επίπεδο, δείχνει αυτό που θα πρέπει να είναι οι πολιτικοί μας, στο εθνικό.
Τέλος, τα κριτήρια του κυνισμού, που δυστυχώς είναι κι αυτά απαραίτητα στην πολιτική –μόνο αφελείς ή υποκριτές τα βγάζουν από τη συζήτηση– οδηγούν επίσης σε αυτόν. Η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί μήνες να βρει πειστικό υποψήφιο για την Αθήνα, χωρίς αποτέλεσμα. Τα σοβαρά στελέχη της το αρνούνται, πιστεύω όχι μόνο επειδή προτιμούν τις κυβερνητικές τους θέσεις, αλλά γιατί, ως έμπειροι πολιτικοί, ξέρουν ότι απέναντι στα άκρα θα έχουν να αντιτάξουν μόνο τα επιχειρήματα που αυτή τη στιγμή εκπροσωπεί άριστα, και επιπλέον με την εγγύηση της πετυχημένης προϋπηρεσίας, ο Καμίνης. Οσο για τα δεύτερης ή τρίτης διαλογής ονόματα που ακούγονται, είναι λύσεις απελπισίας, που όλοι γνωρίζουν ότι θα οδηγήσουν στη συντριπτική ήττα. Ο Καμίνης, αντίθετα, μπορεί να κερδίσει, ιδιαίτερα μάλιστα καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε ως υποψήφιο ένα παιδί του κομματικού σωλήνα, που γνωρίζει τα προβλήματα του δήμου όσο και την αγορά εργασίας –δηλαδή καθόλου– και ρητορεύει αναπαράγοντας παπαγαλιστί ακραία συνθήματα της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Το λέω όσο πιο κυνικά μπορώ: τι προτιμά η Νέα Δημοκρατία, ορισμό δικού της υποψήφιου που, όσο καλός, δύσκολα θα ανταγωνιστεί την ποιότητα του Καμίνη, ή τη γενναία στήριξη μη κομματικής υποψηφιότητας, που ακόμη κι αν χάσει θα φέρει το παράσημο της αξιοκρατικής επιλογής;
Σε κάθε περίπτωση, ο δρόμος οδηγεί στον Γιώργο Καμίνη.