Οι διπλωματικές προσπάθειες που άρχισαν μετά την πρόταση της Ρωσίας, που ήταν προσυμφωνημένη με τις ΗΠΑ, μπορεί να δώσουν μια λύση στο αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί γύρω από την Συρία. Να ματαιώσουν μια επέμβαση της Δύσης, που κανείς δεν μπορεί με ασφάλεια να προβλέψει τι συνέπειες θα είχε, και ταυτόχρονα να μην αφήσουν χωρίς επιπτώσεις το αποτρόπαιο διεθνές έγκλημα της χρήσης χημικών οπλών. Αρκεί η πρόταση της Ρωσίας και η αποδοχή της από το καθεστώς Άσαντ να είναι ειλικρινής. Να μην είναι δηλαδή μια προσπάθεια χρονοτριβής, παρέλκυσης και πετάγματος της μπάλας στην εξέδρα.
Τα χημικά της Συρίας, όλα τα χημικά, πρέπει να τεθούν υπό διεθνή έλεγχο και εν συνεχεία να καταστραφούν. Και για να γίνει αυτό, πρέπει το Συμβούλιο Ασφάλειας να προβλέπει κυρώσεις για την περίπτωση που το συριακό καθεστώς θα αθετήσει τις δεσμεύσεις του. Η άρνηση πρόβλεψης κυρώσεων καθιστά την πρόταση ύποπτη και αφήνει χώρο για σκέψεις περί τακτικού ελιγμού. Ελπίζουμε βάσιμα ότι όλα θα πάνε καλά. Αλλά δεν ξεχνάμε ότι ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες.
Επειδή δε, διάφοροι που με μεγάλη ευκολία, κάθετα και ανεπιφύλακτα τάχθηκαν κατά πάσης επέμβασης, μετά τις τελευταίες εξελίξεις θριαμβολογούν, θέλω να τους θέσω ένα απλό ερώτημα. Χωρίς την απειλή επέμβασης από τις ΗΠΑ και την Γαλλία, υπήρχε περίπτωση η Ρωσία και ο Άσαντ να δεχθούν διεθνή έλεγχο του χημικού οπλοστασίου; Και μόνο με την απειλή, το συριακό καθεστώς παραδέχτηκε ότι διαθέτει χημικά όπλα και που μέχρι χθες αρνιόταν κατηγορηματικά.
Πρέπει επιτέλους να κατανοήσουμε ότι οι διεθνείς σχέσεις είναι λίγο πιο περίπλοκες από ένα απλό ρομαντικό πασιφιστικό παραμύθι. Το δίλλημα παραμένει πάντα σκληρό και αδυσώπητο. Ένα χτύπημα κατά του καθεστώτος, μπορεί να ενισχύσει τους αντάρτες, που στους κόλπους τους έχει ειδικό βάρος η Αλ Νάσρα, παρακλάδι της Αλ Κάιντα. Κι αυτό θα ήταν τραγωδία για τη Δύση. Από την άλλη, αν μείνει ατιμώρητο το έγκλημα του καθεστώτος, είναι βέβαιο ότι διάφορα κράτη όπως Ιράν, Βόρεια Κορέα κ.λπ., αλλά και τρομοκρατικές οργανώσεις, θα αποθρασυνθούν με τη χρήση οπλών μαζικής καταστροφής.
Η απάντηση στο δίλλημα δεν είναι εύκολη. Γι’ αυτό η επιτυχία των διπλωματικών προσπαθειών μας αφόρα όλους. Αλλά το θέμα των χημικών και της δυτικής επέμβασης, είναι μικρό μέρος του συριακού προβλήματος. Το ότι ασχολούμαστε με αυτό μόνο τις τελευταίες μέρες, είναι ενδεικτικό της ελληνικής αντίληψης ότι ένας πόλεμος υπάρχει, είναι κακός, κρύβει κινδύνους, μόνο αν ανακατευθούν οι κακοί ιμπεριαλιστές, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι.
Ο πόλεμος στη Συρία διεξάγεται πάνω από δύο χρόνια τώρα και έχει εξελιχτεί σε μείζονα κίνδυνο για την διεθνή σταθερότητα. Και στα δύο εμπόλεμα μέρη έχουν κυριαρχήσει εξτρεμιστικά στοιχεία. Πίσω από τον Άσαντ βρίσκεται το Ιράν και μαζί του πολεμούν η σιιτική Χεζμπολάχ, Ιρανοί Φρουροί της επανάστασης και απίστευτης αγριότητας παραστρατιωτικές ομάδες. Στους κόλπους της αντιπολίτευσης το πάνω χέρι το έχουν πάρει ακραίες σουνιτικές ισλαμιστές ομάδες που συνδέονται με την Αλ Κάιντα.
Οι βαρβαρότητες και από τις δύο πλευρές είναι απίστευτες. Το χειρότερο όμως, είναι ότι η διαμάχη εξαπλώνεται αργά αλλά σταθερά σε Λίβανο, Ιράκ, Ιορδανία και απειλεί με ανάφλεξη την περιοχή. Τα εκατομμύρια των προσφύγων αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο και απειλούν να τινάξουν στον αέρα την περιοχή.
Ο πόλεμος στη Συρία απειλεί σοβαρά την διεθνή σταθερότητα. Η διεθνής κοινότητα πρέπει να παρέμβει για εύρεση πολιτικής λύσης. Να φέρει στο τραπέζι του διαλόγου τα μετριοπαθή στοιχεία και των δύο πλευρων και να απομονώσει τα εξτρεμιστικά στοιχεία. Και μέσα από το διάλογο να προκύψει μια πολιτική λύση που θα διασφαλίζει στοιχειώδη Δημοκρατία και τα δικαιώματα όλων, σουνιτών, αλεβιτών, σιιτών, χριστιανών, κοσμικών.
Δύσκολο έως ακατόρθωτο. Αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Και η διεθνής κοινότητα με τα δύσκολα πρέπει να αναμετριέται.