Είμαστε τέσσερις μήνες πριν τις διπλές εκλογές του Μαΐου (ευρωεκλογές – αυτοδιοικητικές) και είναι φυσικό οι συζητήσεις και διεργασίες να βρίσκονται στο τελικό στάδιο, λίγο πριν την οριστική διαμόρφωση των σχημάτων και των παρατάξεων που θα αντιπαρατεθούν. Το ενδιαφέρον των εξελίξεων επικεντρώνεται κυρίως στον χώρο της κεντροαριστεράς, μιας και τα υπόλοιπα κόμματα έχουν σχεδόν οριστικοποιήσει τα εκλογικά τους σχήματα.
ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, «58» και πολιτικές κινήσεις στον χώρο αυτό προσπαθούν ακόμη να διαμορφώσουν τα σχήματα που θα διεκδικήσουν την ψήφο, με ανταγωνιστικό δυστυχώς και χαοτικό πολλές φορές τρόπο. Ερίζουν κυρίως για τις συμμαχίες την πρωτοβουλία των κινήσεων και υποψιάζομαι και για τα πρόσωπα, που θα πρωταγωνιστήσουν και πολύ λιγότερο για την πολιτική κατεύθυνση την φυσιογνωμία και το προγραμματικό σχέδιο.
Θα περίμενε κανείς ότι, από τη στιγμή που όλοι οι πρωταγωνιστές του κεντροαριστερού χώρου δηλώνουν σοσιαλιστές και σοσιαλδημοκράτες και αφού διεκδικούν μετά πάθους το χρίσμα, την αναγνώριση και την ένταξη στο Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό κόμμα και στην ευρωκοινοβουλευτική του ομάδα, θα ήταν αυτονόητη η κάθοδος στις εκλογές από κοινού με έναν συνασπισμό κομμάτων και κινήσεων. Ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες όπου η πολιτική πίεση εξ’ αριστερών και εκ δεξιών είναι ασφυκτική και το διακύβευμα δεν είναι η διακυβέρνηση της χώρας.
Όμως τίποτα απ’ ότι φαίνεται δεν είναι αυτονόητο σε αυτή την περίεργη και ιδιόρρυθμη χώρα στην οποία ζούμε. Λες και η κοινή εκλογική κάθοδος σημαίνει απαραίτητα και την διάλυση των υπαρχόντων κομμάτων, λες και η κοινή εκλογική κάθοδος, σηματοδοτεί οπωσδήποτε και την απάλειψη των όποιων υπαρκτών πολιτικών και προγραμματικών διαφορών και την εγκατάλειψη των επιμέρους ιδεολογικών και φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών, που είναι ήδη ούτως ή άλλως εξαιρετικά δυσδιάκριτα .
Η άρνηση συμμετοχής της ΔΗΜΑΡ σε εκλογικό συνασπισμό με το ΠΑΣΟΚ είναι σίγουρα το κύριο πρόβλημα που διασπά αυτή τη στιγμή τις δυνάμεις και στερεί από το εγχείρημα ένα μεγάλο μέρος της δυναμικής που θα μπορούσε να έχει. Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο εμπόδιο που η προσπάθεια αυτή έχει να υπερβεί.
Η πρωτοβουλία των «58», υπήρξε σίγουρα ένα καταλυτικό γεγονός που ήρθε να βάλει σε κίνηση τις διαδικασίες συγκρότησης αυτού του χώρου. Η συνέχεια όμως, όπως αναμένονταν άλλωστε, είναι πολύ πιο δύσκολη και το πέρασμα από την θεωρία στην πράξη πάντα περνάει από κάποια κρίσιμα και λεπτά σημεία που κρίνουν και τη τελική έκβαση, τα κυριότερα εκ των οποίων κατά την γνώμη μου είναι σήμερα τα εξής:
Σημείο πρώτο: Tο πώς θα τοποθετηθεί αυτός ο νέος πολιτικός συνασπισμός εντός του σημερινού πολιτικού σκηνικού. Αφού σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα δεν έχει βάσιμες ελπίδες αυτή τη στιγμή να γίνει άμεσα πλειοψηφικό πολιτικό ρεύμα σπάζοντας τον μικρό δικομματισμό ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ και όταν ο βασικός πολιτικός κορμός του το ΠΑΣΟΚ συγκυβερνά με τη ΝΔ, είναι εκ των πραγμάτων αναγκαστική μια τοποθέτηση για το πώς θα σταθεί απέναντι στο κυβερνητικό ζήτημα, τόσο κατά την θητεία αυτής της βουλής όσο και μετά από εθνικές εκλογές όποτε αυτές γίνουν.
Σε αυτό το θέμα άλλωστε εντοπίζεται και η βασική διαφωνία της ΔΗΜΑΡ από τη στιγμή που αποχώρησε από την κυβέρνηση. Γύρω από αυτό το ζήτημα όμως υπάρχει και μια παραφιλολογία, που διαχέεται ως υποψία και «κατηγορία». Πως η πρωτοβουλία συγκρότησης του κεντροαριστερού χώρου, αυτή τη στιγμή και έτσι όπως γίνεται, υπηρετεί κυρίως πολιτικά σχέδια όσων θέλουν να εξασφαλίσουν κυβερνητική στήριξη και σταθερότητα σήμερα και να δημιουργήσουν αύριο μετά από τις εθνικές εκλογές εν δυνάμει κυβερνητικούς συμμάχους. Το ζήτημα αυτό πρέπει να ξεκαθαριστεί και να απαντηθεί πολιτικά γιατί λειτουργεί διαβρωτικά και ανασταλτικά των προσπαθειών.
Σημείο δεύτερο: Μέχρι σήμερα και από τη στιγμή που ξεκίνησε αυτή η συζήτηση και οι σχετικές πρωτοβουλίες, η όλη προσπάθεια διεξάγεται στην «κορυφή» ως πρωτοβουλία κυρίως διανοουμένων και ορισμένων ανθρώπων που κινούνται εντός του πολιτικού αυτού χώρου, οι περισσότεροι των οποίων δεν έχουν οργανική σχέση με κόμματα. Διεξάγεται δε κυρίως με επικοινωνιακούς όρους στα ΜΜΕ τα οποία για δικούς τους λόγους δίνουν μεγάλη προσοχή παρέχοντας αφειδώς μια πολύ μεγάλη προβολή. Η πραγματική όμως ουσιαστική συζήτηση στην κοινωνική βάση της κεντροαριστεράς είναι πολύ μικρή και τα κόμματα (το ΠΑΣΟΚ εν προκειμένω που από την πρώτη στιγμή παρείχε στήριξη) ως συγκροτημένοι οργανισμοί πολύ λίγο συμμετέχουν. Στις περισσότερες των περιπτώσεων αιφνιδιάζονται ακόμη και σε ηγετικό επίπεδο, από σημαντικές ανακοινώσεις και πρωτοβουλίες για την πορεία του εγχειρήματος που δεν έχουν ζητηθεί και συναποφασιστεί πουθενά.
Σημείο τρίτο: Για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξε αμηχανία και σύγχυση από το γεγονός ότι μέσω κάποιων δημόσιων τοποθετήσεων και αρθογραφίας υπήρξαν αμφιβολίες για τις πραγματικές προθέσεις ως προς την συγκρότηση της νέας παράταξης για το αν δηλαδή αυτή θα προκύψει ως συνασπισμός και συμπαράταξη κομμάτων και κινήσεων ή ως ένας νέος πολιτικός οργανισμός μετά από αυτοδιάλυση των υπαρχόντων πολιτικών φορέων. Το ζήτημα μέσω κάποιων αμφίσημων ανακοινώσεων εξακολουθεί να συντηρείται. Και αυτό παρά το γεγονός ότι είχε εξ’ αρχής ξεκαθαριστεί. Λες και τα κόμματα είναι «μαγαζιά» που μπορεί κάποιοι να τα ανοίγουν και να τα κλείνουν κατά πως επιθυμούν, χωρίς να λογαριάζουν την κοινωνική τους βάση τους ψηφοφόρους τους και την θεσμική τους λειτουργία εντός του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος.
Ειδικότερα όταν μιλάνε ορισμένοι για ένα ιστορικό κόμμα όπως το ΠΑΣΟΚ, το οποίο καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές εξελίξεις και πρωταγωνίστησε σε όλη διάρκεια της μεταπολίτευσης, με βιωματικούς δεσμούς με ένα πολύ μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, θα πρέπει να είναι πιο προσεκτικοί και να επιδεικνύουν μεγαλύτερο σεβασμό και αυτοσυγκράτηση. Το ΠΑΣΟΚ παρά την εκλογική και δημοσκοπική του συρρίκνωση σήμερα, παραμένει το μεγαλύτερο κεντροαριστερό κόμμα στην Ελλάδα, με καθοριστική συμμετοχή στην σημερινή συμμαχική κυβέρνηση, με μια πολύ δραστήρια και αποτελεσματική κοινοβουλευτική ομάδα, με μεγάλες οργανωτικές κομματικές δυνατότητες και με πολύ ισχυρή παρουσία στην αυτοδιοίκηση και στα συνδικάτα κατά πολύ μεγαλύτερη των σημερινών εκλογικών του μεγεθών. Όσοι παραγνωρίζουν αυτά και απευθύνονται στο ΠΑΣΟΚ ως να πρόκειται για κανένα γκρουπούσκουλο, διαπράττουν μέγα λάθος, εκτίθενται οι ίδιοι και δεν προσφέρουν καλές υπηρεσίες στην υπόθεση της ανασυγκρότησης της δημοκρατικής παράταξης.
Δεν θα μπω στον πειρασμό να σχολιάσω την προκληθείσα συζήτηση περί της ηγεσίας της κεντροαριστεράς, ιδιαίτερα με την ένταση που αυτή τροφοδοτήθηκε τις τελευταίες ημέρες, μέσω διαρροών στα ΜΜΕ αλλά και κάποιων «ηγετικών» εμφανίσεων. Μια τέτοια συζήτηση με τους όρους και στο επίπεδο που διεξάγεται, κατά τη γνώμη μου στερείται σοβαρότητας.