Το facebook μου θύμισε πρωί- πρωί ότι είναι σήμερα η επέτειος της γέννησης του Μάνου Χατζιδάκη. Θα γινόταν 87 χρονών, γεννημένος το 1925 στην Ξάνθη.
Θυμήθηκα τη μέρα που πέθανε, δούλευα στο Α’ Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Πέθανε ξαφνικά, δεν μπορέσαμε να μάθουμε πού θα γινόταν η κηδεία. Όσο μπορούσα έβαζα να παίζουν τα τραγούδια του, δεν θυμάμαι ποια εκπομπή έκανα τότε. Με φώναξε ένας διευθυντής που ούτε θυμάμαι πώς τον λένε, ένας τύπος που φορούσε ολόσωμο εφαρμοστό δερμάτινο και περπατούσε πάνω κάτω στο γραφείο σα θηριοδαμαστής, ένας που τον είχε βάλει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ένας εξυπνάκιας, να μου κάνει παρατήρηση. Πού τους έβρισκαν, τους παγκοσμίως άγνωστους;
Τρεις μέρες βάζετε συνέχεια Χατζιδάκη, μας ζαλίσατε, μου λέει. Μα πέθανε, του λέω. Ε, καλά, πέθανε, πάει, τρεις μέρες Χατζιδάκη, ο κόσμος έπαθε κατάθλιψη. Φτάνει πια, έδωσε διαταγή. Πήγα κι έβαλα κι άλλο Χατζιδάκη, καμιά φορά δεν άντεχα να είμαι υπάκουη. Πονούσα τόσο πολύ απ’ αυτό τον ξαφνικό χαμό, και τα τραγούδια θεράπευαν τον πόνο δια της επαναλήψεως, με κάποιο τρόπο. Τόνιζαν τον πόνο και ταυτόχρονα παρηγορούσαν.
Απίστευτο μου φαίνεται το περιστατικό, τώρα που όλοι τον θυμούνται με τόση αγάπη τον Χατζιδάκη. Ναι, κι από ‘παιδιά της ΝΔ’, που υποτίθεται ότι υποστήριζε. Αλλά άλλο πράγμα υποστήριζε εκείνος στη ΝΔ, μια αστική δημοκρατία που θα λειτουργούσε σωστά.
Είχα την τύχη να γνωρίσω λίγο τον Χατζιδάκη, να κάνω παρέα μαζί του ως φοιτήτρια ακόμα. Μέσω του συνθέτη Δημήτρη Λέκκα, που ήμασταν φίλοι από μαθητές. Για μια περίοδο πήγαινα τα βράδια στον «Μαγεμένο Αυλό», καθόμουνα στη μεγάλη παρέα των νέων που μάζευε γύρω του και απολάμβανα το πνεύμα του μαζί με τους άλλους. Με χιούμορ και διορατικότητα γκρέμιζε τις σιγουριές μας τις βασισμένες σε κλισέ, μας ταρακανούσε, άνοιγε δρόμους. Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών που πέρασα μαζί του εκείνα τα βράδια και δρόσιζα το μυαλουδάκι μου στην αιχμηρή του σκέψη. Τέντωνα το λαιμό μου μπροστά, μάκραινα για να μην ξεφεύγει ούτε και από τη φωνή του. Έφευγα από κει μέσα στη νύχτα κι ήταν σα να άνοιγαν μπροστά μου φωτεινές λεωφόροι. Ακόμα θυμάμαι την ευφορία από την κατανόηση των πραγμάτων που άκουγα, σπάνια, από τις λίγες. Πήγα συχνά ν’ ακούσω μεγάλους στοχαστές, σε αμφιθέατρα, σε πανεπιστήμια, τη σοφία και την εξάσκηση στην αμφιβολία και στη φιλοσοφική διερεύνηση που απόκτησα στα τραπέζια του Μαγεμένου Αυλού τη θεωρώ από τα σημαντικά και τα πολυτιμότερα κομμάτια των σπουδών μου.
Λίγα χρόνια μετά, όταν δούλευα στην Αυγή, είχα πάει στους Αγώνες Τραγουδιού που είχε οργανώσει στην Κέρκυρα, άλλη τύχη αυτή. Κάποια στιγμή του είχα πάρει μια συνέντευξη για την Αυγή. Μάλιστα εκείνος είχε πει να του την πάρω εγώ, δεν θυμάμαι πώς είχε γίνει, αλλά είχε ζητήσει εμένα. Μεγάλη περηφάνια αυτή η επιλογή. Μπροστά του ήμουνα σχεδόν άφωνη από δέος, αλλά εντάξει, κατάφερα και πήρα τη συνέντευξη.
Πόσο μας λείπει τώρα το πνεύμα, το ταλέντο, η τόλμη και η γενναιοδωρία του. Πόσο ατέλειωτη ευχαρίστηση δίνουν τα τραγούδια του. Πώς θα μπορούσες να πάθεις κατάθλιψη με το Χατζιδάκη; Η μουσική του σε ανεβάζει, σε ελαφρώνει, σε κάνει να ανακαλύπτεις μέσα σου ευγενικά συναισθήματα. Ναι, αυτό. Ευγενικά συναισθήματα, και μια καλλιέργεια που την αποκτάς από το προνόμιο να ξέρεις από παιδί τα τραγούδια του. Αυτό είναι το δώρο του σε όλους μας, να ξέρουμε από παιδιά τα τραγούδια του, και να νιώθουμε όλοι μας άξιοι για κάτι καλύτερο στη ζωή μας.