Εχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας του ΟΟΣΑ για την υγεία σε 34 χώρες, που δημοσίευσε «Το Εθνος». Τα στοιχεία καταγράφουν συγκρίσεις μεταξύ 2000 και 2012 και επιτρέπουν συμπεράσματα που αφορούν τόσο το κράτος όσο και τους πολίτες. Ειδικά για την Ελλάδα και τουλάχιστον από την πρώτη ματιά προκύπτει ότι υπήρξε βελτίωση, παρά τη… σθεναρή αντίσταση των Ελλήνων, που με πολύ μεγάλο… κόπο δείχνουν να εγκαταλείπουν βλαβερές για την υγεία συνήθειες. Οπως επίσης προκύπτει ότι οι Ελληνες σπαταλούν μεγάλα ποσά οι ίδιοι για την υγεία τους, χωρίς όμως να τη φροντίζουν!
Συγκεκριμένα, το προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων ανέβηκε από τα 78,2 έτη το 2000 στα 80,7 το 2012 και στο ίδιο διάστημα μειώθηκε η θνησιμότητα από καρδιοαγγειακά νοσήματα από 532,8 ανά 100.000 κατοίκους στα 343,6. Πτώση και στη θνησιμότητα από καρκίνους σημειώθηκε, αν και όχι τόσο σημαντική, καθώς οι θάνατοι έπεσαν από τους 213,9 ανά 100.000 κατοίκους στους 193,5 στη διάρκεια της συγκεκριμένης δωδεκαετίας. Αγνωστο αν η βελτίωση οφείλεται στη λεγόμενη προληπτική ιατρική ή σε αλλαγή των συνηθειών των Ελλήνων, που όμως δεν διαφαίνεται εύκολα κάτι τέτοιο από τα επόμενα στοιχεία.
Σύμφωνα λοιπόν με τα «επόμενα» στοιχεία, το 2000 κάπνιζε το 35% των ενηλίκων, ενώ το 2012 το ποσοστό αυτό υποχώρησε στο 33%, μάλλον επειδή κάποιοι Ελληνες πείστηκαν ότι το «κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία», όπως τονίζεται στα πακέτα των τσιγάρων, παρά γιατί οι νόμοι που απαγορεύουν το κάπνισμα σε κλειστούς δημόσιους χώρους εφαρμόζονται. Παράλληλα, μειώθηκε και η κατανάλωση αλκοόλ, παρόλο που κάτι τέτοιο δεν διαπιστώνεται με γυμνό μάτι. Σύμφωνα πάντως με τα στοιχεία της έρευνας, ενώ το 2000 ο Ελληνας κατανάλωνε 8,5 λίτρα αλκοόλ τον χρόνο κατά μέσον όρο, το 2012 «το έκοψε» στα 7,9 λίτρα, ίσως γιατί ακρίβυναν θεαματικά τα ποτά, μπορεί και γιατί η νεότερη γενιά τα αποφεύγει περισσότερο από τις προηγούμενες.
Στον τρίτο βασικό παράγοντα που επιβαρύνει την υγεία, όμως, οι Ελληνες διακρίνονται. Δεν υπάρχουν συγκρίσιμα στοιχεία με το 2000, αλλά το 2012 σε ποσοστό 19,6% (το ένα πέμπτο σχεδόν) οι Ελληνες θεωρούνται παχύσαρκοι. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό ανάμεσα στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και εξηγείται μάλλον εύκολα. Ελλειψη άσκησης, καναπές και τηλεόραση, επιμονή στο «μπούκωμα» των παιδιών από γονείς και γιαγιάδες, γλυκά και σκουπιδοφαγητά (junk food), άγνοια προσοχής και κινδύνων, αδιαφορία για το παρουσιαστικό είναι μερικά από τα αίτια. Χαρακτηριστικό είναι ότι παρατηρείται διαφορά νοοτροπίας και συμπεριφοράς ανάμεσα στις υψηλότερες εισοδηματικά και εκπαιδευτικά τάξεις από τις χαμηλότερες, κάτι που διαπιστώνεται από μία απλή περιδιάβαση σε ιδιωτικά και δημόσια σχολεία.
Οι δαπάνες για την υγεία ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν από 8% το 2000 στο 9,3% το 2012 και στο ίδιο διάστημα αυξήθηκαν οι νοσοκομειακές κλίνες από 2,7 σε 4,9 ανά 1000 κατοίκους. Το ποσοστό όμως της ιδιωτικής δαπάνης είναι πολύ υψηλό και φτάνει στο 28,4% του συνόλου το 2012, ενώ δεν υπάρχουν στοιχεία για το 2000. Επομένως, δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν και κατά πόσο αυξήθηκε η δημόσια δαπάνη, αφού επίσης δεν ξέρουμε αν μειώθηκε στο μεταξύ το ΑΕΠ. Το σίγουρο είναι ότι πολλαπλασιάστηκαν οι κλίνες και ότι οι Ελληνες ξοδεύουν μεγάλα ποσά για την υγεία τους. Είτε καθ’ υπερβολήν είτε εξ ανάγκης.