Το πρόβλημα είναι παγκόσμιο αλλά το γεγονός ότι έπεσα κι ο ίδιος θύμα το κάνει πιο απτό –τουλάχιστον για μένα.
Πριν από δυο εβδομάδες, ήρθε στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο μου, από «έμπιστη» πηγή, μια «είδηση» αρκούντως εντυπωσιακή και απολύτως εμπεριστατωμένη: με φωτοτυπία ακόμα και των σχετικών προκηρύξεων, «αποκαλυπτόταν» ότι, την επόμενη ημέρα της παράδοσης του Κέντρου Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος στο ελληνικό Δημόσιο, προκηρύχθηκαν, και μάλιστα με εξαιρετική διαδικασία που διάρκεσε μόνο τρεις μέρες, 236 θέσεις κηπουρών μόνιμης απασχόλησης. Ενώ συνήθως δεν ενδίδω στον πειρασμό της κριτικής με βάση στοιχεία του λεγόμενου «ρεπορτάζ», και δη του «ηλεκτρονικού», η συγκεκριμένη είδηση μου φάνηκε ενδιαφέρουσα, κυρίως λόγω των πολιτικών συνειρμών που προκαλεί η λέξη «κηπουρός». Κι έτσι έγραψα ένα μικρό σχετικό κείμενο σε αυτήν εδώ την ιστοσελίδα, με το οποίο την πάτησα τριπλά: η είδηση, όπως με πληροφόρησε λίγες μέρες αργότερα ευγενέστατος εκπρόσωπος του Κέντρου, ήταν απολύτως ψευδής, με αποτέλεσμα να εκθέσω τον εαυτό μου και να αδικήσω το Κέντρο και το νέο καλλιτεχνικό διευθυντή του, στον οποίο είχα σπεύσει να ευχηθώ «καλό πότισμα».
Από το Κέντρο και από τον κύριο Κιμούλη, αλλά και από τους αναγνώστες της ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ, οφείλω να ζητήσω συγνώμη. Σε σχέση με τον εαυτό μου μπορώ μόνο να προσπαθήσω να εξιλεωθώ σκεπτόμενος και γράφοντας για το φαινόμενο των «ψευδών ειδήσεων» (fake news), που κατακλύζει τα πάντα και προκαλεί πολύ σημαντικότερες από το δικό μου αυτό-κατάβρεγμα παρενέργειες.
Μέσα στον πολτό του Διαδικτύου και της πολιτικής χρήσης του, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε –αν και στην πράξη είναι αδύνατο να ξεχωρίσουμε- τριών ειδών «ψευδείς ειδήσεις»: εκείνες που χρησιμοποιούνται, συνήθως από κράτη, στο πλαίσιο ενός ακήρυχτου αλλά ανοιχτού «κυβερνοπολέμου»΄ εκείνες που μετέχουν μιας, συνήθως προερχόμενης από το σύστημα εξουσίας και για εσωτερική χρήση, προπαγάνδας΄ κι εκείνες που μεταδίδονται από άγνωστες και ανώνυμες πηγές και στόχο έχουν, συνειδητά ή «για πλάκα», να δημιουργήσουν μια «μη πραγματική πραγματικότητα». Ενώ οι δύο πρώτες μορφές μοιάζουν πιο οργανωμένες και γι’ αυτό πιο απειλητικές, ακόμα και για την ίδια τη Δημοκρατία, θα τολμήσω να πω –και όχι μόνο γιατί έπεσα θύμα της- ότι η τρίτη μορφή είναι ίσως η πιο διαβρωτική, γιατί αλλάζει την ίδια τη σχέση μας με την «αλήθεια».
Είναι πια αποδεδειγμένο ότι, τουλάχιστον στις πρόσφατες αμερικανικές εκλογές (αλλά ο κοινός νους συνηγορεί και για προηγούμενες περιπτώσεις), η Ρωσία του Πούτιν ασκεί μια κρατική πολιτική ανάμιξης σε ξένες εκλογικές αναμετρήσεις για επηρεασμό του αποτελέσματός τους. 30 εκατομμύρια fake news υπέρ του Τραμπ υπολογίστηκε –κατόπιν εορτής, δηλαδή εκλογής- ότι αναρτήθηκαν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας (έναντι 6,5 εκατομμυρίων υπέρ της αντιπάλου του), η δε ειδική ευρωπαϊκή υπηρεσία εντοπισμού και αναχαίτισης των ψευδών ειδήσεων (East StratCom), που ιδρύθηκε το 2015 (ελπίζω να μην είναι και αυτό fake news), δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία (διαβάζουμε εμείς που δεν μπορούμε να ξέρουμε) ότι πολύ μεγάλος αριθμός προερχόταν από «κέντρα που ελέγχονται απευθείας από το Κρεμλίνο» και ότι κάτι ανάλογο ξαναγίνεται αυτές τις μέρες με την ευκαιρία των Ολλανδικών και των Γαλλικών εκλογών. Στο μέτρο που όλα αυτά ανταποκρίνονται στην αλήθεια –μια αλήθεια με την οποία πάντως οι «διαψεύσεις» του καθεστώτος Πούτιν ούτως ή άλλως ελάχιστη σχέση έχουν- είμαστε (ο λεγόμενος Δυτικός κόσμος) αντιμέτωποι με ένα μείζον πρόβλημα διεθνών σχέσεων με προφανείς γεωπολιτικές διαστάσεις. Οι δημοκρατικές χώρες παίζουν την αξιοπιστία τους αν δεν βρουν τρόπο να «απαντήσουν».
Λίγο λιγότερο κακοήθης φαίνεται από πρώτη όψη η δημιουργία και διασπορά ψευδών ειδήσεων ή ψευδών ερμηνειών για κυβερνητική ή καθεστωτική ή κομματική προπαγάνδα. Η διάψευση αδιάψευστων (γιατί αντικειμενικών) στοιχείων (πρωταθλήτρια εδώ η Βενεζουέλα του Μαδούρο αλλά με πολύ καλές επιδόσεις και το εγχώριο σύστημα), η παραγωγή επίσημων μεν, non-papers δε (από τη φύση τους ανεπίσημων), η χρησιμοποίηση γεγονότων (όπως η τρομοκρατική επίθεση στη Σουηδία) που δεν έλαβαν χώρα ποτέ ή η δημιουργία «εναλλακτικών γεγονότων» (πάλι από την κυβέρνηση Τραμπ), ακόμα και η παραποίηση φωτογραφιών, εικόνων στο Διαδίκτυο, ηχογραφήσεων κλπ –όλα αυτά τα «όπλα» τίθενται στην υπηρεσία μιας σύγχρονης προπαγάνδας. Η οποία όπως πολύ ωραία λέει ένα από τα διαχρονικά θύματα της, «δεν έχει στόχο απλώς να παραπληροφορήσει αλλά να εξανεμίσει την κριτική σκέψη, να εξοντώσει την αλήθεια» (Γκάρι Κασπάροφ, όπως αναφέρεται στο πολύ ενδιαφέρον κείμενο του Πάσχου Μανδραβέλη «Ο μηχανισμός των fake news», στην Καθημερινή, 12-2-2017).
Την αλήθεια, στον πυρήνα της, αλλά με ακόμα πιο ύπουλο τρόπο στοχεύει και ο τρίτος και πιο διάχυτος τρόπος λειτουργίας των ψευδών ειδήσεων –ας τον ονομάσουμε «πολιτική μέσω τρολαρίσματος» (βλ. επίσης του Π. Μανδραβέλη, «Οι πρωτοπόροι των τρολ», Καθημερινή, 12-3-2017). Το ανέλεγκτο και η ανωνυμία του Διαδικτύου επιτρέπουν –αλλά και ευνοούν- θεωρίες συνωμοσίας (η Χίλαρι είναι δολοφόνος παιδιών, ο Μακρόν πράκτορας της CIA , η Μέρκελ σύμμαχος της ISIS), παρενόχληση, απειλές και ύβρεις εναντίον όσων δεν πιστεύουν στις συνωμοσίες ή θεωρούνται ότι «στηρίζουν το κατεστημένο» (δημοσιογράφοι, σχολιαστές, σκιτσογράφοι στις ΗΠΑ, στην Ελλάδα, τελευταία και στην Ισπανία, γιατί τόλμησαν να κριτικάρουν τους Podemos) και γενικά τη δημιουργία μιας εναλλακτικής πραγματικότητας, στην οποία, όπως είχε νιώσει ο ήρωας του Όργουελ εδώ και εβδομήντα χρόνια, “black is white and false is true”. Το σφυροκόπημα του ψέματος μετατρέπει κάποια στιγμή το ψέμα σε πιθανή ή «εναλλακτική» αλήθεια. Και στην εναλλακτική αλήθεια αντιστοιχούν εναλλακτικές, δηλαδή μη δημοκρατικές, πολιτικές λύσεις.
Σε κάποια βαθμό συνέπεια της τεχνολογικής εξέλιξης και της εποχής, η δραματική αυτή διαστροφή δεν μπορεί να θεωρηθεί νομοτέλεια, τουλάχιστον από όσους διεκδικούν έστω και μακρινή σχέση με τη δημοκρατία και, κυρίως, με την ελευθερία. Δευτερευόντως, αλλά εξίσου τραυματικά, ας αναρωτηθούμε, τουλάχιστον μέσα από αυτές τις στήλες, και το εξής: καλά να χτίζεται ένας τέτοιος θαυμαστός νέος κόσμος από τον Τραμπ, αλλά να πρωτοστατούν και «Αριστερές» δυνάμεις;