Όσοι μπαίνουμε στο αυτοκίνητο αυτό τον καιρό, προσπαθώντας να αποδράσουμε από την ψυχοφθόρα καθημερινότητα, συνειδητοποιούμε με θλίψη πως και στην ύπαιθρο επαναλαμβάνεται το γνώριμο μοτίβο εγκατάλειψης. Και δεν αναφέρομαι στην πολυετή εγκατάλειψη των δημόσιων υποδομών, η οποία ως γνωστό οφείλεται στην συνειδητή προτίμηση της Διοίκησης να επιλέγει την πληρωμή υπεράριθμων γραφιάδων αντί της σωστής συντήρησης των οδικών, αποχετευτικών και αντιπυρικών δικτύων. Μιλώ για την κραυγαλέα εγκατάλειψη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Τα αμέτρητα κλειστά μαγαζιά και γραφεία σε αστικούς δρόμους διαδέχονται χιλιάδες αποθήκες χονδρεμπορίου, οικογενειακές βιοτεχνίες, μάντρες οικοδομικών υλικών και αυτοκινήτων, καταστήματα εστίασης, βενζινάδικα, σταματημένα γιαπιά, σιλό σιτηρών, μικρά ξενοδοχεία, όλα τους εγκαταλειμμένα , όλα τους μαρτυρίες χαμένων επενδύσεων, όλα τους τεκμήρια ανεκπλήρωτων ονείρων, όλα τους σημάδια κατεστραμμένων ζωών. Και με το τρίτο μνημόνιο, όπως αυτό προοιωνίζεται αυτή την στιγμή, τίποτε δεν φαίνεται ν’αλλάζει προς το καλύτερο. Μάλλον το αντίθετο.
Όσο κι αν πολλοί περιμένουν την σωτηρία της εθνικής οικονομίας από νέους μηχανής θεούς, όπως φαραωνικά δημόσια έργα με χρηματοδότηση Γιουνκέρ, ή μεγάλες εξωστρεφείς ξένες επενδύσεις στηριζόμενες σε πανίσχυρα funds, η πραγματικότητα πιστεύω πως είναι πολύ πιο πεζή. Πράγματι, οι μεγάλες ξένες επενδύσεις πρέπει να γίνουν και μάλιστα άμεσα, κυρίως για λόγους ψυχολογίας, δηλαδή για να επιστρέψει η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία και να αντιμετωπιστεί η χώρα σαν ελκυστικός προορισμός διεθνών κεφαλαίων. Όμως, κακά τα ψέματα, οι πολλές δουλειές θα προκύψουν μόνο όταν βγουν από την αναγκαστική αδράνεια τους οι Έλληνες μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, αυτοί που έστω κι από μία πρόσληψη να κάνουν η ανεργία θα μειωθεί αυτόματα κατά 300.000 άτομα. Και τι θα πρέπει να γίνει για να ξαναενεργοποιηθεί αυτό το μελίσσι? Αυτό που επείγει να γίνει είναι να ξαναβρούν ανοιχτές τις πόρτες των τραπεζών όλοι αυτοί οι ανήσυχοι τύποι.
Πολλά ακούμε γι την κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού συστήματος όλα αυτά τα χρόνια. Οι διοικήσεις των ιδρυμάτων αποδίδουν την διαρκή έλλειψη ρευστότητας στην δημοσιονομική αναξιοπιστία της Ελλάδας, στην αυτοτροφοδοτούμενη ύφεση και στο κούρεμα των ομολόγων το 2012. Όμως, όσο κι αν αυτοί οι ισχυρισμοί ευσταθούν, αποκρύπτουν ένα άλλο ζήτημα, το οποίο προέκυψε μετά το σκάσιμο της φούσκας των αμερικανικών ενυπόθηκων δανείων, το ζήτημα των ανεπαρκών εξασφαλίσεων για τα χορηγηθέντα δάνεια. Ήδη από το 2008 η οικοδομική δραστηριότητα εμφάνιζε σημάδια κορεσμού, καθώς η συνεχής άνοδος των τιμών των ακινήτων ήταν πλέον σε ορατή απόκλιση από την ονομαστική αύξηση των εισοδημάτων. Η κατάρρευση της Lehman Brothers και η επακόλουθη ψύξη της διατραπεζικής αγοράς στέρησαν από τις ελληνικές τράπεζες τα κεφάλαια εκείνα με τα οποία συγχρηματοδοτούσαν την μεγέθυνση του ΑΕΠ και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, με αποτέλεσμα ακαριαία ασφυξία για το σύνολο της ιδιωτικής οικονομίας. Η βαριά ύφεση ήταν πλέον γεγονός , και με τη σειρά της από κοινού με την ακόμη πιο βαριά φορολογία, προκάλεσε την κατακρήμνιση των τιμών για ακίνητα και μετοχές, όπως και την πασίγνωστη απώλεια του 50% των τραπεζικών καταθέσεων. Οι τράπεζες βρίσκονται έκτοτε στην εντατική , με λιγοστά διαθέσιμα μετρητά, και με απαιτήσεις ύψους 240 δις, οι οποίες είναι πλέον ελάχιστα εξασφαλισμένες. Δεν είναι απλώς η θεαματική απαξίωση των πιο συνηθισμένων ενέχυρων, ακινήτων και μετοχών, που ευθύνεται για αυτή την ανασφάλεια, μα και η ασήμαντη εμπορευσιμότητα όλων αυτών των αξιών. Την πραγματική δραματική εικόνα αποκρύβουν νομότυπα εδώ και καιρό οι διοικήσεις των ομίλων, αξιοποιώντας τα απολύτως αναγκαία κεφάλαια του ΤΧΣ, της ΕΚΤ και του ELA. Η συνέχιση όμως αυτής της τακτικής δεν προσφέρει πια τίποτε καλό στην εθνική οικονομία. Οι τράπεζες μας δεν αρκεί να είναι απλώς «επαρκώς κεφαλαιοποιημένες» σύμφωνα με τους κανονισμούς της Βασιλείας, μα και να διαθέτουν τέτοια άνεση ώστε να ξαναναλάβουν ρίσκο, ειδικά για νέες επιχειρηματικές προσπάθειες «μικρών» παικτών και για να ρυθμίσουν με πρωτοφανή φαντασία τις υπό καθυστέρηση απαιτήσεις, μένοντας μακριά από την προκρούστεια λογική του μέσου όρου.
Και τι πρέπει να γίνει για να το δούμε αυτό? Στον κόσμο του παραμυθιού, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί με την μαζική επιστροφή των καταθέσεων που έχουν αποσυρθεί και δεν έχουν δαπανηθεί, όπως και με μαζικές τοποθετήσεις Ελλήνων και ξένων σε ακίνητα και στο ΧΑ. Δυστυχώς όμως για να πραγματοποιηθούν όλα αυτά τα όμορφα θα πρέπει πρώτα να επιστρέψει η υπερπολύτιμη εμπιστοσύνη σε ολόκληρο τον χρηματοπιστωτικό τομέα, μια εμπιστοσύνη που είχε από καιρό κλονιστεί και την όποια εξαφάνισε η τελευταία κυβέρνηση με την επιπολαιότητα της. Συνεπώς η τελική λύση δεν θα είναι εύκολη, και μάλλον θα απαιτηθεί η δημιουργία μιας τουλάχιστον bad bank, και ίσως και νέες συγχωνεύσεις. Κάποιοι θα αναρωτηθούν για τι δεν έχουν αναληφθεί αυτές οι πρωτοβουλίες εδώ και καιρό, εφόσον φαίνονται τόσο απλές. Η απάντηση είναι πως δεν είναι καθόλου απλές, και εμπεριέχουν σημαντικότατο κόστος. Κόστος οικονομικό, καθώς θα απολέσουν πρόσθετα κεφάλαια μέτοχοι και ομολογιούχοι. Κόστος κοινωνικό, καθώς μέσα από μια τέτοια διαδικασία υπάρχει κίνδυνος για τις αποταμιευτικές καταθέσεις, ειδικά τις υψηλές. Κόστος ανθρώπινο, καθώς η αναγκαστική δραστική μείωση του κόστους λειτουργίας θα οδηγήσει χιλιάδες εξειδικευμένα στελέχη στην ανεργία. Κόστος αναπτυξιακό, καθώς η κεφαλαιοποίηση απαιτητών δανείων θα σπρώξει εθνικούς κολοσσούς στα χέρια σκιωδών ξένων επενδυτών. Κόστος γοήτρου, καθώς μια παράπλευρη απώλεια θα είναι και η εκποίηση των βαλκανικών θυγατρικών των τραπεζών μας. Και τέλος κόστος εθνικό, δεδομένου πως είναι πολύ πιθανή η ενσωμάτωση στο εθνικό χρέος των τραπεζικών υποχρεώσεων προς την ΕΚΤ και τον ELA.
Επι πέντε χρόνια, οι ιθύνοντες ελπίζουν να μην καταβάλουν αυτά τα δυσβάστακτα κόστη, προσβλέποντας ουσιαστικά σ’ένα θαύμα. Δυστυχώς όμως το θαύμα δεν φαίνεται στην δωρίζοντα, και πολύ σύντομα, σίγουρα πριν την υποχρεωτική εφαρμογή της BRRD την 1η Ιανουαρίου, θα πρέπει να δοθούν δραστικές λύσεις. Χρέος όλης της πολιτικής και οικονομικής ηγεσίας είναι να σκεφθεί καθαρά, ορθολογικά, σε βάθος ορίζοντα, και να υλοποιήσει εκείνο το μίγμα δράσεων που θα προκαλέσει τις μικρότερες δυνατές ζημιές και θα προσφέρει τα μέγιστα προσδοκώμενα οφέλη. Να αποδεχθεί πως η χορήγηση διακοποδανείων είναι παρελθόν, πως τα στεγαστικά δάνεια θα πρέπει να χορηγούνται με σωφροσύνη, και πως δεν είναι παραγωγικό το να συγκεντρώνεται το 70% την εταιρικών χορηγήσεων σε 500 μόνο επιχειρήσεις. Τα χρήματα θα βγουν από τα στρώματα όταν θα επιστρέψει η ασφάλεια κι η αισιοδοξία. Κι αυτό θα παραμένει ανέφικτο για όσο διάστημα πάνω από τους μισούς Έλληνες παραμένουν μουτζουρωμένοι στον Τειρεσία, ουσιαστικά αποκλεισμένοι από την νόμιμη οικονομική δραστηριότητα….