Τι είναι η Πατρίδα μας; έλεγε παλιά το πασίγνωστο ποίημα του Ιωάννη Πολέμη. Τι είναι η Ελλάδα μας; συνεχίζουμε να αναρωτιόμαστε κάθε τόσο δημοσίως με απόγνωση, μετά από κάτι κακό, όπως συνέβη τώρα. «Αυτή είναι η Ελλάδα», το απογοητευμένο απόφθεγμα του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη τον Σεπτέμβριο του 2000, αμέσως μετά το πολύνεκρο ναυάγιο του πλοίου «Σάμινα», έχει γράψει τη δική του ιστορία. Ένα χρόνο αργότερα, εκείνη η Ελλάδα γινόταν μέλος του στενού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 2004 είχε ήδη εξοπλιστεί με μοντέρνες υποδομές και οργάνωνε Ολυμπιακούς Αγώνες, ενώ ταυτόχρονα έδινε στην Κύπρο το εισιτήριο εισόδου στην Ευρώπη. Δεν ήταν και αυτή Ελλάδα; Ήταν. Είναι. Όλα Πατρίδα μας. Και οι απερίγραπτοι σταθμάρχες, και οι συγκινητικοί διασώστες, και οι νέοι αυτοκινητόδρομοι και ο παλιός σιδηρόδρομος, και τα πολιτικά κοράκια που σκυλεύουν τους νεκρούς και οι ουρές πολιτών για την αιμοδοσία αλληλεγγύης στους τραυματίες.
Αυτή η ασθματική, ασταθής, τεθλασμένη πορεία με τα εμπρός και τα πίσω, είναι ο τρόπος με τον οποίο η Ελλάδα, προσπαθεί να παρακολουθήσει σε κάθε εποχή τις εξελίξεις, να εκσυγχρονιστεί προσαρμοζόμενη στις εκάστοτε νέες συνθήκες. Δεν είναι δύο Ελλάδες, δεν είναι ξεχωριστή η καθυστέρηση από την ανάπτυξη, η παραδοσιακότητα από τον εκσυγχρονισμό, αντιθέτως συνυπάρχουν και συνυφαίνονται, άλλοτε συνεργώντας προωθητικά, άλλοτε αλληλοακυρωνόμενες. Και αυτή η διαλεκτική γίνεται απρόβλεπτη και ασταθής στις φάσεις μετασχηματισμού, είτε συνολικά της χώρας, είτε σε επιμέρους θεσμούς και οργανισμούς. Γι΄ αυτό το ασήμαντο που είναι ένα ατομικό σφάλμα μπορεί να προκαλεί δομικές αναταράξεις εθνικών διαστάσεων, και αντιστρόφως, οι εθνικές συστημικές παθογένειες να αποκαλύπτονται μέσω ενός ανθρώπινου λάθους.
Ο ελληνικός σιδηρόδρομος εικονογραφεί αυτή την κατάσταση. Επειδή ένας σταθμάρχης ήταν άσχετος και οι συνάδελφοί του είχαν πάει για σουβλάκια, κλονίζεται το πολιτικό σκηνικό και οι οικονομικές προσδοκίες. Και αντιστρόφως, επειδή γύρω από τον ΟΣΕ διαπλέχτηκαν ο κρατισμός, η κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα και ο συντεχνιακός συνδικαλισμός, το ανθρώπινο λάθος δεν θα αργούσε να έρθει. Και το παράδοξο: μέχρι το 2015 όταν τα συστήματα και οι πρόνοιες ασφάλειας των δρομολογίων ήταν χειροκίνητα δεν υπήρχαν τέτοια ατυχήματα, όταν μισομπήκε η τηλεδιοίκηση έγινε το κακό. «Η τεχνολογία είχε εισαχθεί και πληρωθεί, χωρίς να λειτουργεί, με αποτέλεσμα να απαιτείται η διατήρηση σημαντικών ανθρώπινων πόρων για ειδικότητες που έρχονται από τον 19ο αιώνα και έχουν καταστεί παρελθόν στους ανεπτυγμένους σιδηροδρόμους της Δύσης» (Α. Χεκίμογλου, Καθημερινή, 5/3/2023). Είναι η περιγραφή του μετεωρισμού που κατά καιρούς βρίσκεται η χώρα, ή κάποια τμήματά της. Από τη μια, δεν υπάρχει πλέον ούτε το επαγγελματικό φιλότιμο, ούτε η εργασιακή ηθική μιας παραδοσιακής κοινωνίας, και από την άλλη, δεν έχει εμπεδωθεί ούτε η τεχνολογία ούτε οι αυτοματισμοί μιας προηγμένης χώρας που συνήθως αναπληρώνουν τον αυξανόμενο ζαμανφουτισμόπου χαρακτηρίζει τις συμπεριφορές σε μια μαζική καταναλωτική κοινωνία.
Σε τέτοιες καταστάσεις, σε τέτοια δραματικά γεγονότα, εύκολα κυλάμε στο εθνικό αυτομαστίγωμα, στην αναρώτηση αν είμαστε «κανονική» χώρα, αν είμαστε εγκλωβισμένοι στην αρνητική ιδιομορφία μας, όπως παλιότερα αναρωτιόμασταν αν είμαστε Δύση ή Ανατολή. Δεν χρειάζεται να χάσουμε χρόνο με τέτοια ερωτήματα. Ξέρουμε ότι ιστορικά είμαστε από τους ωφελημένους της Νεωτερικότητας, ότι τώρα βρισκόμαστε στην καρδιά του ανεπτυγμένου Κόσμου, ότι ο εθνικός προσανατολισμός δίνεται από τον ευρωπαϊκό κανόνα, και ότι υπάρχει μια σαφής κοινωνική πλειοψηφία που αποδέχεται αυτή την κατεύθυνση και είναι δεκτική στους εκσυγχρονισμούς. Αυτά σημαίνουν ότι στις κορυφές του Κράτους, οι κεντρικές πολιτικές ζυμώνονται και ελέγχονται σε μεγάλο βαθμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο, από τη δημοσιονομική κατάσταση και τα μεγάλα έργα υποδομής ως τις δικαστικές αποφάσεις του ΕΔΑΔ για ουσιώδη ατομικά δικαιώματα, ενώ στην άλλη άκρη, η κοινωνία έχει επίσης τις δικές της κεραίες πρόσληψης και προσαρμογής στο καινούργιο. Το πρόβλημα ανακύπτει συνήθως στο ενδιάμεσο επίπεδο, όπως φάνηκε και από την τραγωδία του ΟΣΕ. Εκεί εκδηλώνεται συχνά αυτό που έχουμε αποκαλέσει «ιδιωτική ιδιοποίηση του Δημόσιου» και συνιστά τη μέγιστη στρέβλωση του μεταπολιτευτικού Κράτους η οποία οδήγησε και στη χρεωκοπία το 2008-2010. Εκεί διοικητική ανεπάρκεια, αδυναμία εποπτείας, διαπλοκή ιδιωτικών και δημόσιων συμφερόντων, διαφθοράκαι δημοσιοϋπαλληλικός ωχαδερφισμός, συνδικαλιστική και διακομματική ομερτά, «κλειδώνουν» μεταξύ τους, γίνονται «σύστημα» αδιαπέραστο από τις εκσυγχρονιστικές ωθήσεις που έρχονται είτε από το διεθνές περιβάλλον, είτε από τις πολιτικές ηγεσίες, είτε από τις πιέσεις μιας κοινωνίας όλο και πιο απαιτητικής για καλύτερες υπηρεσίες. Αρκεί να δούμε την τελευταία έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου του Κράτους για την εκτέλεση 1162 δημοσίων έργων της περιόδου 2017-2021 που πραγματοποιήθηκαν από 24 κεντρικούς, περιφερειακούς και αυτοδιοικητικούς φορείς, περιλαμβανομένου του ΟΣΕ. Κακοσχεδιασμένες αρχικές μελέτες, δυόμιση φορές περισσότερος χρόνος εκτέλεσης από τον συμβατικά προβλεπόμενο, παθητική ανοχή των παρατάσεων από το Δημόσιο χωρίς επιβαρύνσεις για τους ανάδοχους, γενναιόδωρες πρόσθετες χρηματοδοτήσεις.
Αν ρίξουμε περισσότερο φως σε αυτές τις παθογένειες που κατάκανόναεκδηλώνονται στο ενδιάμεσο επίπεδο, τότε ίσως καταλάβουμε καλύτερα γιατί στην Ελλάδα ο εκσυγχρονισμός είναι ασυνεχής και ασθματικός, γιατί οι μεταρρυθμίσεις που εκπορεύονται «από τα πάνω» και είναι καλοδεχούμενες «από τα κάτω», τελικά δεν δημιουργούν μια εγγενή δυναμική που να αλλάζει συνολικά το σύστημα. Και επιπλέον, θα αποφύγουμε ιδεολογικούς αναχρονισμούς είτε αριστερόστροφου σουρεαλισμού που βλέπει να κινδυνεύουμε από τις πολλές ιδιωτικοποιήσεις, είτε νεοφιλελεύθερων εμμονών ότι για όλα φταίει το κράτος. Στην εποχή της αλληλεξάρτησης και της πυκνής δικτύωσης, μόνο η συνέργεια κράτους-αγοράς, δημόσιου και ιδιωτικού μπορεί να ανταποκριθεί, ενώ όλα τα άλλα είναι συνθήματα και κοροϊδίες.
Θα μπορέσει ο πόνος και το συλλογικό τραύμα να μετατραπεί σε μεταρρυθμιστική ορμή; Αυτό είναι το πραγματικό πολιτικό ερώτημα το οποίο θα κριθεί πριν και μετά τις εκλογές. Όσοι σπεκουλάρουν σε νέες αγανακτισμένες πλατείες θα απογοητευτούν,δεν είμαστε στο 2011. Η κοινωνία σύντομα θα αποδοκιμάσει όσους βρικόλακες θελήσουν να εκμεταλλευτούν το αίμα των θυμάτων. Η οργή προέρχεται κυρίως από την «συστημική» κοινωνική πλειοψηφία και εκφράζεται εντός του «συστήματος», απαιτώντας γρήγορες απαντήσεις και μέτρα ώστε να μην ξανασυμβεί. Η απάντηση στην κοινωνική οργή αφορά λοιπόν και τα τρία βασικά κόμματα - ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ – το καθένα ιδιαιτέρως, αλλά και με έναν κοινό παρονομαστή. Γιατί αυτό που πρωτίστως διακυβεύεται είναι η εμπιστοσύνη των πολιτών προς το κομματικό σύστημα. Η εμπιστοσύνη είναι αγαθό που σπανίζει στη χώρα μας, είτε αναφέρεται στους θεσμούς και τα κόμματα, είτε στους ανθρώπους μεταξύ τους. Είναι όμως προϋπόθεση για την αποτελεσματική διακυβέρνηση, τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, αλλά και τη σταθεροποίηση του σημερινού κομματικού συστήματος που ακόμα είναι υπό διαμόρφωση. Κοντολογίς, ακόμα και αν τελικά οι συσχετισμοί δεν αλλάξουν ουσιωδώς, το συλλογικό τραύμα θα συνεχίσει να λειτουργεί υποσυνείδητα και υποδόρια, έτοιμο να ξεπηδήσει όταν συμβεί η επόμενη «στραβή στη βάρδια». Με χειρότερες κάθε φορά επιπτώσεις στην κοινή δημοκρατική μας ζωή. Και αυτή η προοπτική δεν είναι καλή για κανέναν.
Πηγή: www.tanea.gr