Οιονεί μεταρρυθμιστές

Λεωνίδας Καστανάς 20 Απρ 2013

Δεξιοί, Αριστεροί, Κεντρώοι, θέλουν μεταρρυθμίσεις. Κανείς δεν υπερασπίζεται γενικά την παρούσα κατάσταση του κράτους, της δημόσιας διοίκησης, της Παιδείας, της Υγείας κ.λπ. Όλοι διατείνονται ότι ήρθε ο καιρός να γίνουν αλλαγές. Αλλά ποιες αλλαγές και προς ποια κατεύθυνση; Ποιο πρέπει να είναι το πρόσημο της μεταρρύθμισης;

Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Το γεγονός ότι ελάχιστες πραγματικές αλλαγές έχουν πραγματοποιηθεί εδώ και τρία χρόνια, δείχνει ότι το πνεύμα μπορεί να είναι πρόθυμο, αλλά η σαρξ είναι ασθενής. Το γεγονός ότι σε κάθε κυοφορούμενη μεταρρύθμιση, οι αντιδράσεις είναι ισχυρές και εκπορεύονται από όλους τους πολιτικούς χώρους, μας αποδεικνύει ότι πολλοί από αυτούς που ομνύουν στο μεταρρυθμισμό, απλώς υποκρίνονται.

Το πολιτικό σύστημα και οι κάστες που νέμονται την κρατική εξουσία (εθνικοί προμηθευτές, κλειστά επαγγέλματα, δημόσιοι υπάλληλοι) έζησαν καλά αρθρωμένοι στις κοινωνικές δομές που εγκαθίδρυσε στη χώρα το ΠΑΣΟΚ μετά το 1981 και υπηρέτησαν με συνέπεια ο δικομματισμός, το συνδικαλιστικό σύστημα και ως ένα βαθμό και η Αριστερά. Γιατί να θέλουν να τις αλλάξουν; Το προσωπικό κέρδος είναι αυτό που κινεί την ιστορία. Διαθέτουν όλοι αυτοί τέτοια αποθέματα αλτρουισμού, ώστε να θέλουν να σκοτώσουν την αγελάδα που τους έθρεφε στο όνομα της εξόδου από την κρίση; Είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν τα προνόμιά τους, έστω και αποψιλωμένα, προκειμένου να αλλάξει η κατεύθυνση της χώρας;

Η εύκολη απάντηση είναι ότι θα πρέπει να το κάνουν, έστω και αν δεν τους συμφέρει, προκειμένου να αποφευχθεί η χρεοκοπία, να μην τα χάσουν όλα. Όμως, ο κάθε insider, ο κάθε ευνοημένος, ενώ ξιφουλκεί για τη μεταρρύθμιση των άλλων, αμύνεται της διατήρησης εκείνων των δομών που αφορούν τον ίδιο. Ο εκπαιδευτικός θέλει την αξιολόγηση του γιατρού, αλλά όχι τη δική του. Ο δημοσιογράφος θέλει την ενοποίηση των ταμείων, αλλά όχι του δικού του. Ο βουλευτής θέλει την εξυγίανση του πολιτικού συστήματος, αλλά όχι και την κατάργηση της ασυλίας του. Είναι ο μεταρρυθμισμός a la carte. Η κάθε κάστα ελπίζει ότι θα έρθει η ανάκαμψη της χώρας, χωρίς αυτή να χρειαστεί να πληρώσει, τουλάχιστον πολλά.

Οι μόνοι που δεν θέλουν μεταρρυθμίσεις και το δηλώνουν ευθαρσώς, είναι οι λαϊκιστές της Αριστεράς. Γι’ αυτούς, κάθε μεταρρύθμιση είναι παράδοση στην οικονομία της αγοράς, στις διαθέσεις των καπιταλιστών. Είναι επιταγή των μνημονίων και του νεοφιλελευθερισμού. Εκμεταλλευόμενοι τη λαϊκή δυσαρέσκεια λόγω της κρίσης, ψαρεύουν στα θολά νερά του ενστικτώδους συντηρητισμού που εκδηλώνουν όλες οι κοινωνίες, όταν οι αλλαγές του οικονομικού περιβάλλοντος κάνουν τη ζωή τους περισσότερο ανασφαλή και δύσκολη. Στην πραγματικότητα όμως, οι στόχοι τους είναι διαφορετικοί και είναι θεμιτοί για το δικό τους αξιακό σύστημα. Αρνούμενοι κάθε μεταρρύθμιση, ελπίζουν στην πλήρη κατάρρευση της χώρας και στη φυσιολογική ανατολή του δικού τους άστρου. Ο στόχος τους είναι η κατάληψη της εξουσίας, έστω και σε μια χώρα ερειπίων.

Θέλει η Δεξιά πραγματικές μεταρρυθμίσεις; Προφανώς και όχι. Το πελατειακό κράτος που σήμερα διαχειρίζεται, είναι και δικό της παιδί. Από αυτό αντλεί εξουσία, μέσα από αυτό αξιώνει την ισχύ της. Αλλά είναι αυτή που της έλαχε η διαχείριση της κρίσης, η παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη, η εφαρμογή των μνημονίων, οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Πρέπει να κάνει κάτι. Απρόθυμα και κωλυσιεργώντας συνεχώς, καταναλώνεται σε μια μεταρρυθμιστική ρητορική, πασχίζοντας να εξαπατήσει την τρόικα και να κάνει τα ελάχιστα και πάντοτε υπό την πίεση της μη καταβολής της δόσης. Ελπίζει ότι αν σύρει το κάρο μέχρι το φθινόπωρο και μετά τις γερμανικές εκλογές, θα επέλθει το πολυπόθητο κούρεμα, θα μειωθεί η οικονομική πίεση, πράγμα που θα της επιτρέψει να χειριστεί τα δημοσιονομικά με μεγαλύτερη άνεση. Θα σώσει το δικό της κράτος και μαζί με αυτό κάποια από τα προνόμια των insiders. Μέχρι τότε όμως, είναι υποχρεωμένη τόσο από το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, όσο και από την ίδια τη ζωή, να αλλάξει κάποια πράγματα, αν δεν θέλει να παραδώσει τα κλειδιά της χώρας στους αντιπάλους της ή να τη δει να καταρρέει. Και το κάνει. Κουτσά, στραβά και απρόθυμα, υπό καθεστώς αφόρητης πίεσης, αλλά το κάνει. Είναι υποχρεωμένη.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς απέναντι στις μεταρρυθμίσεις. Θα περίμενε κανείς ότι το πεδίο αυτό, της είναι προνομιακό. Όταν όλοι οι άλλοι παλινωδούν ή υποκρίνονται, αυτή έχει την ιστορική ευκαιρία να παρουσιάσει τις επεξεργασίες της και να απαιτήσει δραστικές αλλαγές που θα ανακουφίζουν κατά το δυνατόν τα λαϊκά στρώματα και θα υπόσχονται βάσιμα μια αναπτυξιακή προοπτική. Το κάνει;

Η μεταρρυθμιστική Αριστερά δεν κυβερνά μόνη της. Στηρίζει μια δεξιά κυβέρνηση, βοηθά στην ορθολογική εφαρμογή των μνημονίων, φροντίζει για τη δικαιότερη κατανομή των βαρών. Αφού συγκυβερνά, πρέπει και να συνεργάζεται στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων. Δεν μπορεί να τις αρνείται και να τις καταψηφίζει στο όνομα της ελλείψεως αριστερού πρόσημου. Ποιος είναι τόσο αφελής να πιστεύει ότι η Δεξιά θα κάνει αριστερές μεταρρυθμίσεις; Αλλά και ποιες είναι οι αριστερές ή οι δεξιές μεταρρυθμίσεις, σε ένα τριτοκοσμικό, πελατειακό, αντικοινωνικό και σπάταλο κράτος; Πώς θα ξεκολλήσει η χώρα από τον αφόρητο επαρχιωτισμό της, πώς θα συγκλίνει προς το ευρωπαϊκό κεκτημένο, αν η στατική τριβή δεν ξεπεράσει την οριακή τιμή της ώστε να αρχίσει η ολίσθηση, η μεταβολή;

Είναι αδύνατο για τη μεταρρυθμιστική Αριστερά, στην παρούσα φάση και δοθέντων των συσχετισμών, να εφαρμόσει το πρόγραμμά της στο ακέραιο. Είναι όμως απαραίτητο να υποστηρίξει αλλαγές που εμβολίζουν έστω και λειψά, έστω και προσχηματικά, το υπάρχον. Γιατί έτσι δρομολογεί εξελίξεις, ανοίγει ρήγματα, αναδεικνύει ανάγκες που κάποια στιγμή θα πρέπει να καλυφθούν πραγματικά. Ταυτόχρονα, πρέπει συνεχώς και με ένταση να προωθεί καινούργια σχέδια δομικών αλλαγών, να διατηρεί το αίτημα των μεταρρυθμίσεων στην επικαιρότητα, προτάσσοντας σε κάθε φάση τις δικές της αιχμές. Είναι λάθος να περιμένει τις επιλογές της κυβέρνησης ή της τρόικας και να βρίσκεται συνεχώς σε θέση αμύνης και απολογίας. Κάθε μήνας πολιτικής δράσης πρέπει να είναι αφιερωμένος και σε μια μεταρρύθμιση με ευρύτερες ομάδες εργασίες, εκδηλώσεις, συνεντεύξεις τύπου, καμπάνιες. Πάνω σε τέτοιες συγκεκριμένες πολιτικές δράσεις χτίζονται οι συμμαχίες με άλλες πολιτικές δυνάμεις και κινητοποιούνται ομάδες πολιτών, λειτουργεί δηλαδή η δημοκρατία.

Είναι λάθος να πιστεύουμε ακόμα ότι η κοινωνία δεν θέλει τις αλλαγές, επειδή θίγονται τα προνόμια κάποιων καστών. Μπορεί οι insiders να έχουν φωνή και να βρίσκουν εύκολα βήμα στα ΜΜΕ, αλλά οι outsiders είναι περισσότεροι και συνεχώς αυξάνονται. Γονείς και μαθητές αγκάλιασαν τα Πειραματικά Πρότυπα σχολεία και συμμετέχουν μαζικά στις εξετάσεις. Η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών μας, αλλά και μεγάλη μερίδα των καθηγητών, υποστηρίζουν τα Συμβούλια Διοίκησης των ΑΕΙ και απομονώνουν τους Πρυτάνεις αλλά και τα τάγματα εφόδου του πολύχρωμου φασισμού. Το σχέδιο ΑΘΗΝΑ έγινε αποδεκτό από τον κόσμο της επαρχίας. Η απαίτηση για μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη και ανατροπή του μαφιόζικου κατεστημένου των φυλακών, είναι παλλαϊκή και κάποια στιγμή θα κάμψει τις ισχυρές αντιστάσεις του πολιτικού συστήματος. Μπορεί δικαστές και δικηγόροι να είναι πολλοί και ισχυροί, αλλά είναι ακόμα περισσότεροι και ισχυρότεροι οι πολίτες που δεινοπαθούν στους διαδρόμους των δικαστηρίων. Όλοι αναγνωρίζουν ότι η αξιολόγηση των ΔΥ και η απομάκρυνση των διεφθαρμένων ή των ανίκανων, έπρεπε να είχε γίνει από χθες. Οι βαριά φορολογούμενοι πολίτες, αυτοί που σέρνουν το κάρο, απαιτούν να ανοίξουν οι αγορές, να μετατραπούν οι κρατικές επιχειρήσεις σε παραγωγικές μονάδες που θα παράγουν πλούτο, που θα προσφέρουν υπηρεσίες και αγαθά υψηλής προστιθέμενης αξίας και δεν θα βολεύουν απλώς τους εργαζόμενους σε αυτές.

Η κοινωνία μας δεν έχει ανάγκη από αλλαγές με δήθεν αριστερό πρόσημο, που υπονοούν την διατήρηση των προνομίων των insiders. Έχει ανάγκη από αλλαγές που θα την ανοίγουν, θα απελευθερώνουν τις παραγωγικές της δυνάμεις, θα προστατεύουν τους αδύναμους και θα αναδιανέμουν τον πλούτο, θα οδηγούν αργά και βασανιστικά σε ένα νέο, πραγματικό κράτος δικαίου.

Για να γίνουν όμως τέτοιες αλλαγές, θα πρέπει η κοινωνία να βρίσκεται εν δράσει, να συζητά και να κρίνει μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζονται, καταστάσεις πραγματικές και όχι απλώς ιδέες, λόγια, ιδανικά σχήματα, δηλαδή το απόλυτο τίποτα. Ο σκεπτικισμός γύρω από τις μεταρρυθμίσεις, οι υποψίες ότι αυτές θα μεταφέρουν προνόμια και οφέλη σε άλλες κάστες και άλλα συμφέροντα, δεν είναι λόγος για να μείνουμε αδρανείς. Η πράξη είναι αυτή και μόνο αυτή που θα φέρει ταγούς και πολίτες προ των ευθυνών τους και θα διευρύνει το μεταρρυθμιστικό κίνημα. Θα μετατρέψει το πολιτικό σκηνικό σε ένα διαρκές forum διαλόγου γύρω από την αλλαγή του παραδείγματος σε κάθε τομέα. Η διαδικασία αυτή θα έχει επιτυχίες και αποτυχίες. Αλλά πώς αλλιώς προοδεύει μια κοινωνία, αν δεν δοκιμάσει; Διαφορετικά, ο μεταρρυθμισμός θα είναι «οιονεί» και η καταστροφή σίγουρη. Οι δυνάμεις της συντήρησης βρίσκονται ήδη προ των πυλών.