Με την είσοδο του 2016 άρχισαν να φαίνονται τα σημάδια αδυναμίας του κ. Τσίπρα και των συντρόφων του να κυβερνήσουν. Έτσι, άρχισαν οι συζητήσεις για το ενδεχόμενο συγκρότησης οικουμενικής ή εθνικής ανάγκης κυβέρνησης. Η Ένωση Κεντρώων, όπως και η Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι, θέτουν ως προϋπόθεση, της συμμετοχής τους σε μία ιδιαίτερου χαρακτήρα κυβέρνηση, την συμμετοχή των δύο μεγάλων κομμάτων ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Συγχρόνως, η παρούσα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τονίζει καθημερινά ότι η χώρα δεν χρειάζεται οικουμενική κυβέρνηση, δεδομένης της «ισχυρής» πλειοψηφίας των 153 βουλευτών που διαθέτει, και ότι θα εξαντλήσει τη θητεία της. Προσφάτως, υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ διακηρύσσουν ότι μία οικουμενική κυβέρνηση δεν συμφέρει, διότι τέτοιες κυβερνήσεις «παίρνουν μέτρα σκληρά για τον λαό».
Είναι προφανής η απέχθεια των πολιτών σε μία πέμπτη εκλογική αναμέτρηση σε διάστημα δύο ετών. Είναι ηλίου φαεινότερη η αρνητική επίδραση στην οικονομία, που προκαλείται από μία εσπευσμένη εκλογική αναμέτρηση. Όμως, η παρούσα κυβέρνηση μπορεί να συνεχίσει να κυβερνά; Ας αναρωτηθούμε μήπως η παραμονή της στην εξουσία οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια τη χώρα στο χάος, στην ανυποληψία και στη διάλυση. Διάλυση στην οικονομία, στους δημοκρατικούς θεσμούς, στην παιδεία και στην υγεία. Κατάρρευση της ασφάλειας της χώρας, με την ανεξέλεγκτη είσοδο και τον εγκλωβισμό εντός της χώρας δεκάδων χιλιάδων προσφύγων και οικονομικών μεταναστών, άλωση του δημόσιου τομέα από ανίκανους κομματικούς εγκάθετους και συγγενείς, απομάκρυνση ικανών στελεχών του Δημόσιου Τομέα, που δεν πρόσκεινται στο «κόμμα», και εκδίωξη ιδιωτικών επενδύσεων.
Οι θέσεις και οι στόχοι των κομμάτων του φιλοευρωπαϊκού τόξου (ΝΔ, Δημοκρατική Συμπαράταξη, Ποτάμι, Ένωση Κεντρώων), όπως αυτές προβάλλονται τελευταίως, συνοψίζονται στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης με προσέλκυση επενδύσεων από τον ιδιωτικό τομέα αλλά και την ευρωπαϊκή τράπεζα επενδύσεων, στην αξιοκρατία σε κάθε επιλογή στελεχών και υπαλλήλων στο δημόσιο τομέα, στο διαχωρισμό κόμματος και κράτους, στη φορολογική ελάφρυνση των επαγγελματιών και σε ένα βασικό πλαίσιο μεταρρυθμίσεων στην παιδεία, στο φορολογικό σύστημα, στο ασφαλιστικό και στην μεταναστευτική πολιτική.
Αντιστοίχως, οι θέσεις και οι στόχοι των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ στα ανωτέρω περιγραφέντα κεφάλαια είναι διαμετρικά αντίθετες. Ο κ. Τσίπρας και οι υπουργοί του καταργούν θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, διώχνουν υπάρχουσες επενδύσεις, δεν αξιοποιούν στο ελάχιστο το πακέτο Γιούνκερ, αλλά και την πολιτική της ΕΚΤ για διάθεση πόρων για επενδύσεις, διογκώνουν καθημερινά το Δημόσιο Τομέα, προσλαμβάνοντας χιλιάδες κομματικών στελεχών και συγγενών τους, καταργούν σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην παιδεία, απομακρύνοντας τη χώρα από τον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο Εκπαίδευσης και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, καταλύουν το Σύνταγμα με υπογραφή δεκάδων (34 στον αριθμό) ΠΝΠ και καταργούν τις συνταγματικά κατοχυρωμένες Ανεξάρτητες Αρχές, προσπαθούν να περιορίσουν την ελευθερία του λόγου και την έκφραση άποψης, ενώ αρνούνται να προβούν σε μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό και στο φορολογικό. Εξουθενώνουν τους εργαζόμενους και τους επαγγελματίες με αύξηση της φορολογίας και των εισφορών και αρνούνται να εφαρμόσουν τους νόμους, που φέρουν την υπογραφή τους, δηλαδή τον νόμο 4336/2015 (Μνημόνιο ΙΙΙ) και τον Προϋπολογισμό 2016, όσον αφορά στην μείωση της ασφαλιστικής δαπάνης κατά 1,8 δις ευρώ. Αντί να εφαρμόσουν τα αυτονόητα, δηλαδή την μείωση κατά 6% μεσοσταθμικά της συνταξιοδοτικής δαπάνης (κάτι που ήδη έχουν ψηφίσει), τονίζουν, υποκρινόμενοι, σε κάθε ευκαιρία ότι αποτελεί κόκκινη γραμμή η ήδη ψηφισθείσα μείωση των συντάξεων. Συνέπεια αυτής της εμμονής είναι η φορολογική εξουθένωση των επαγγελματιών, των αγροτών και των επιχειρηματιών, αλλά και η αύξηση της ανεργίας στον ιδιωτικό τομέα.
Συνέπεια των ανωτέρω είναι η τεκμηρίωση της αβύσσου, που χωρίζει τις πολιτικές των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ από τη μία πλευρά και των φιλοευρωπαϊκών κομμάτων από την άλλη. Ως εκ τούτου, μία οικουμενική κυβέρνηση με κορμό ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ θα αποτελούσε μία Βαβέλ της πολιτικής, χωρίς στόχους και πρόγραμμα, αφού δεν θα μπορούσαν να συγκλίνουν καν σε ένα κεφάλαιο από τα προαναφερθέντα. Μία οικουμενική κυβέρνηση έχει νόημα μόνον σε περίπτωση κοινής προγραμματικής συμφωνίας σε μία σειρά κεφαλαιώδους σημασίας στόχων, όπως είναι αυτοί που προαναφέρθηκαν ανωτέρω. Επομένως, η επιβίωση μιας τέτοιας κυβέρνησης δεν θα διαρκούσε καν μία ημέρα. Μία τέτοια κυβέρνηση θα ισοδυναμούσε με συνεργασία CDU με Die Linke στη Γερμανία ή με συνεργασία Κόμματος Σοσιαλιστών με το κόμμα της Λεπέν στη Γαλλία.
Επομένως, σταθμίζοντας τις συνέπειες (1) της παραμονής της παρούσας κυβέρνησης στην εξουσία ή της συγκρότησης οικουμενικής κυβέρνησης και (2) νέων εθνικών εκλογών για ανάδειξη νέας Βουλής, συμπεραίνουμε ότι η πρώτη επιλογή εξωθεί τη χώρα στην απαξίωση και σε μία πορεία αρνητική σε όλα τα κεφάλαια. Είναι σαφές ότι η δεύτερη επιλογή είναι επίσης αρνητική, αλλά σαφώς με μικρότερες επιπτώσεις από την πρώτη.
Αναμένω βέβαια από τον πρόεδρο της ΝΔ, αγαπητό Κυριάκο Μητσοτάκη, να θέσει τους όρους του για συγκρότηση οικουμενικής κυβέρνησης και να τεκμηριώσει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι μία τέτοια λύση είναι ανέφικτη. Αναμένω να εξηγήσει στους πολίτες γιατί θεωρεί ότι οι πολιτικές των δύο πόλων (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και φιλοευρωπαϊκής Αντιπολίτευσης) ακολουθούν δύο ασύμβατες ευθείες γραμμές. Επαναλαμβάνοντας δε αυτά που υποστηρίζουμε από τον Οκτώβριο 2013 και που καθημερινά επιβεβαιώνονται, θεωρούμε άμεση και αδήριτη την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου κόμματος της Σοσιαλδημοκρατίας και του Προοδευτικού Μεταρρυθμιστικού Κέντρου, που θα συσπειρώσει τη διαλυμένη μεσαία τάξη και τους μορφωμένους άνεργους νέους. Πρώτη προτεραιότητα είναι να βγει η χώρα από την κρίση και την ανασφάλεια για το αύριο, να σταθεί στα πόδια της και να δημιουργήσει τις βάσεις παραγωγής. Οι ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ, της ΔΗΜΑΡ και του Ποταμιού θα πρέπει να παραμερίσουν, ώστε να δώσουν την ευκαιρία δημιουργίας αυτού του κόμματος, η δε ΝΔ, υπό τη νέα ηγεσία της, να επιταχύνει τις διαδικασίες της ανανέωσης και της οργάνωσης του χώρου της κεντροδεξιάς. Οι πολίτες χρειάζονται νέες αχτίδες ελπίδας, αφού πρώτα εξάντλησαν όλα τα αποθέματα ελπίδας στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και στη συνέχεια απογοητεύτηκαν.