Η κρίση του 2010 επέφερε μια σειρά από εξελίξεις σε επίπεδο Ένωσης. Προκάλεσε μια κάποια αυτονόμηση στο επίπεδο των θεσμών,οι οποίοι επωμίστηκαν το καθήκον της επιτροπείας, ενώ επέφερε και μια αλλαγή όσον αφορά τις ακολουθούμενες πολιτικές.Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο και οι πειθαρχικοί κανόνες αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πορείας.
Υπό αυτήν την έννοια η οικονομική πολιτική που καλείται να ακολουθήσει η Ελλάδα υπόκειται εκ των πραγμάτων σε κάποιους περιορισμούς. Η δημοσιονομική εξισορρόπηση και η επίτευξη πλεονασμάτων είναι όρος εκ των ουκ άνευ αν θέλουμε η Ελλάδα να αποκτήσει και πάλι διεθνή αξιοπιστία,ενώ είναι προφανές πως κάποια παραγωγική μεγέθυνση θα δρούσε ενισχυτικά στην επίτευξη αυτών των στόχων. Ο όρος «ανταγωνιστικότητα» είναι το κομβικό σημείο στην προσπάθεια αυτή, έναν όρο που ακούμε όλο και πιο συχνά από τα χείλη ιθυνόντων, και ο οποίος,όσο κι αν ερεθίζει τις σοσιαλιστικές αξίες μας. αποτελεί την επιτομή της οικονομικής φιλοσοφίας που μοιάζει να κυριαρχεί αυτήν την ώρα στην Ευρώπη.
Ανταγωνιστικότητα λοιπόν. Μια πρόχειρη επισκόπηση σε ένα εγχειρίδιο Οικονομικών θα μας αποκάλυπτε πως ουσιώδης παράγοντας προκειμένου να καταστεί κάποιος ανταγωνιστικός είναι να είναι ταυτόχρονα και παραγωγικός. Η παραγωγικότητα, όρος που σχετίζεται με πολλούς παράγοντες,όπως η κατάσταση των υποδομών,η τεχνολογική εφαρμογή,το μέγεθος των επιχειρήσεων,αποτελεί τον ιδιαίτερο εκείνο παράγοντα που διαμορφώνει καθοριστικά το επίπεδο των τιμών. Ορίζεται δε ως η ποσότητα του προϊόντος ανά μονάδα εργασίας. Βέβαια η εποχή μας απέχει κατά πολύ απ’ τους ποσοτικούς προσανατολισμούς και την διευρυμένη κλίμακα του 19ου αιώνα καθώς μια εναλλακτική οργάνωση της παραγωγής όπως επίσης και η τεχνολογική εξέλιξη έχει καταστήσει την παραγωγή περισσότερο ποιοτική.
Έναν άλλο όρο που ακούμε συχνά και ο οποίος αποτέλεσε τον διακηρυγμένο στόχο της οικονομικής πολιτικής κατά τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του μημονίου είναι αυτός της » εσωτερικής υποτίμησης¨. Αντίθετα με ότι νομίζουμε, η εσωτερική υποτίμηση δεν έχει επέλθει, Μόνον ο συντελεστής εργασία έχει υποτιμηθεί,σε μια προσπάθεια προσέλκυσης ξένων επενδύσεων ενώ κατά τα άλλα όλοι οι άλλοι συντελεστές παραμένουν σταθεροί. Ο λόγος είναι απλός. Τα προϊόντα σε μια εισαγωγική οικονομία,όπως η Ελλάδα, μπαίνουν με τιμές στην αγορά. Αν επιθυμούμε να μειώσουμε τις τιμές τους πρέπει είτε να απελευθερώσουμε την αγορά των μεταφορών είτε , και αυτος είναι ο σκοπός αυτού εδώ του άρθρου,να μετακινήσουμε τον πληθυσμό μας. Μια Αστική Έξοδος λοιπόν,η οποία θα μείωνε το κόστος της παραγωγής φέρνοντας τον πληθυσμό εγγύτερα στους τόπους εισαγωγής ενώ μια σύνδεση με τον πρωτογενή τομέα άλλων περιοχών πέρα της Αττικής θα βελτίωνε αισθητά το εμπορικό μας ισοζύγιο. Ας το σκεφτούμε…