Οι διαφορές στην αφετηρία, στα αίτια και στα κίνητρα των κοινωνικών κινητοποιήσεων στην Τουρκία και στη Βραζιλία είναι προφανείς, καθώς πρόκειται για δύο χώρες με πολύ διαφορετικές ιστορικές παραδόσεις, διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο και διαφορετική κοινωνική διάρθρωση.
Ομως, θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει ένα σημαντικό κοινό χαρακτηριστικό: και οι δύο χώρες έχουν τα τελευταία χρόνια επιτύχει σημαντικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και έχουν δημιουργήσει, έτσι, μια νέα κοινωνική πραγματικότητα. Εχει αρχίσει να δημιουργείται μια αρκετά εύρωστη μεσαία εισοδηματική τάξη, η οποία φαίνεται να πρωτοστατεί στις κινητοποιήσεις, μαζί με τις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις, για «ασήμαντες αφορμές», που κάτω από άλλες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες δεν θα προκαλούσαν σχεδόν καμιά διαμαρτυρία.
Στη Βραζιλία η αφορμή ήταν η μικρή αύξηση της τιμής των εισιτηρίων στα μέσα μαζικής μεταφοράς, ενώ στην Τουρκία ήταν η κοπή δέντρων για τη δημιουργία ενός εμπορικού κέντρου.
Ηαντιστοιχία μεταξύ των δύο περιπτώσεων έγκειται στο γεγονός ότι στα χρόνια της οικονομικής ανάπτυξης δημιουργήθηκαν νέα κοινωνικά στρώματα με μεγαλύτερες απαιτήσεις για περισσότερη και καλύτερης ποιότητας δημοκρατία, λιγότερη διαφθορά, υψηλότερη ποιότητα ζωής και αειφορία στην αναπτυξιακή διαδικασία.
Ταυτόχρονα, η διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης δημιούργησε νέες ανισότητες. Η διεύρυνση των δυνατοτήτων επίτευξης ενός υψηλότερου επίπεδου κατανάλωσης και ευημερίας δεν περιλαμβάνει ούτε όλους τους πολίτες ούτε όλες τις μειονότητες ούτε όλες τις περιοχές, προκαλώντας νέες αντιθέσεις. Τα λιγότερο ευνοημένα κοινωνικά στρώματα απαιτούν όλο και μεγαλύτερες δυνατότητες κατανάλωσης διεκδικώντας υψηλότερα εισοδήματα, ώστε να πλησιάσουν τους περισσότερο ευνοημένους της ανάπτυξης, που δεν είναι πλέον λιγοστοί και «απόμακροι πλούσιοι», αλλά πολλοί, που βρίσκονται ανάμεσά τους.
Καθώς η δημοκρατία στις χώρες αυτές δεν είναι παγιωμένη και δεν λειτουργούν αποτελεσματικά οι θεσμοί (εργατικά συνδικάτα, ενώσεις της κοινωνίας πολιτών κ.ά.) το κύμα δυσαρέσκειας παίρνει εύκολα μεγάλες διαστάσεις, περιλαμβάνοντας κάθε λογής διαμαρτυρόμενους πολίτες με διαφορετικά αιτήματα και συχνά ετερόκλιτους στόχους.
Ετσι, αιτήματα για ατομικές ελευθερίες εναντίον των ισλαμικών περιορισμών και για καλύτερη ποιότητα ζωής -κυρίως στην Τουρκία- μέχρι και αύξηση μισθών και συγκράτηση τιμών -κυρίως στη Βραζιλία- μπορεί να αλληλοεμπλέκονται και να τροφοδοτούν την κοινωνική διαμαρτυρία. Επιπλέον, καθώς επικρατούσαν στο πρόσφατο παρελθόν στρατιωτικά και δικτατορικά καθεστώτα και στις δύο χώρες, το ξεσηκωμένο πλήθος επωφελείται από τη σχετική πολιτική ελευθερία, που τα τελευταία χρόνια έχει κατακτηθεί, για να εκδηλώσει δυναμικά τις διεκδικήσεις του.
Οτρόπος αντιμετώπισης των κινητοποιήσεων από τις κυβερνήσεις στις δύο χώρες προφανώς διαφέρει, αλλά είναι κοινή η αμηχανία απέναντι σε μια τόσο μεγάλη κοινωνική αναταραχή. Κατά πόσο οι κινητοποιήσεις αυτές θα αποσταθεροποιήσουν, όχι απλώς τις κυβερνήσεις, αλλά τα νεαρά δημοκρατικά καθεστώτα των χωρών αυτών και θα ανακόψουν την αναπτυξιακή διαδικασία, είναι άγνωστο.
Αγνωστο επίσης είναι, αν και άλλες αναδυόμενες χώρες του Τρίτου Κόσμου, που γνώρισαν σημαντική οικονομική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, θα ακολουθήσουν την εξέλιξη των δύο αυτών χωρών. Τα κοινωνικά και τα πολιτικά φαινόμενα έχουν πολλαπλά αίτια και η πρόβλεψή τους είναι σχεδόν αδύνατη.
Είναι, ωστόσο, εξαιρετικά ενδιαφέρον να διαπιστώνεται ότι κοινωνικές κινητοποιήσεις μπορούν να εκδηλωθούν και σε χώρες που παρουσιάζουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, όπως και σε χώρες που βρίσκονται σε βαθιά κρίση, για διαφορετικούς λόγους, αλλά με την ίδια ένταση και έκταση.
Φαίνεται ότι η ιστορία του κόσμου όχι μόνο δεν τελείωσε, αλλά, ίσως, τώρα αρχίζει στις αναδυόμενες χώρες, τις οποίες ο δυτικός κόσμος θεωρούσε «ήσυχους» υποδοχείς των επενδύσεών του, απορροφημένος από τα δικά του προβλήματα, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, αφ? ότου ξέσπασε η οικονομική κρίση.