Το ξέρω ότι έχω χρησιμοποιήσει αυτόν τον τίτλο παραπάνω από μία φορά, όμως οι πρόσφατες εξελίξεις σε δύο μέτωπα –ένα αμερικανικό και ένα ευρωπαϊκό- τον καθιστούν ξανά επίκαιρο. Δεν υπάρχει τίποτα πιο πολιτικό από την οικονομία. Γι’ αυτό δεν υπάρχει μεγαλύτερο λάθος από το να αντιμετωπίζονται οι οικονομικές επιλογές σαν κάτι το «τεχνικό» ή «επιστημονικό», ξεκομμένο από τις ευρύτερο περιβάλλον και τις συνέπειές τους.
Η οικειοθελής απόσυρση του Λάρι Σάμερς από τη διεκδίκηση της σημαντικότερης οικονομικής θέσης στον κόσμου, της Προεδρίας της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας (Federal Reserve Bank, επί το χαϊδευτικότερο FED), ρίχνει φως σε μια σειρά από «κρυφά» ερωτήματα. Με τι κριτήρια επιλέγονται τα πρόσωπα γι’ αυτές τις θέσεις; Πόσο ρόλο παίζει και πρέπει να παίζει η ιστορία τους, η προσωπικότητα τους, οι θέσεις τους; Τι είδους νομιμοποίηση χρειάζονται για να μπορούν να ασκούν αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους; Ποια είναι η κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στην ανεξαρτησία των δημόσιων οικονομικών παραγόντων, τις αυξημένες ανάγκες της δουλειάς τους και την εμπιστοσύνη της πολιτικής ηγεσίας;
Ας αρχίσουμε από το τελευταίο, στο οποίο η απάντηση είναι απλή στη διατύπωση παρόλο που σπάνια επαληθεύεται στην πράξη: ο ισχυρός αλλά όχι αλαζονικός χαρακτήρας και ο δοκιμασμένος κοινός νους είναι τα καλύτερα εχέγγυα και για τους δημόσιους οικονομολόγους, θα έλεγα μάλιστα ιδίως γι’ αυτούς. Η επιστημοσύνη είναι απαραίτητη, αλλά βελτιώνεται ή και αποκτάται. Η αντίληψη των πραγματικών ζητημάτων, η γρήγορη αντίδραση, ο μη συμβιβασμός με τους ισχυρούς (στην προκείμενη περίπτωση με τις Αγορές), όχι. Γι’ αυτό η επί μακρόν προτίμηση του Προέδρου Ομπάμα στον κύριο Σάμερς ήταν λανθασμένη: σπουδαίος Καθηγητής, αλλά υπερβολικά insider, υπερβολικά κοντινός στην εξουσία, υπερβολικά στιγματισμένος από προηγούμενες επιλογές του (υπήρξε, επί προεδρίας Κλίντον, ο αρχιτέκτονας της κατάργησης του διαχωρισμού μεταξύ των καθαρά τραπεζικών και των κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων των τραπεζών, που οδήγησε σε μεγάλο βαθμό, και πάντως διευκόλυνε, τη χρηματοπιστωτική κρίση), υπερβολικά βιαστικός στις εκφράσεις του (είχε φτάσει να πει, ως Πρόεδρος του Χάρβαρντ ότι οι γυναίκες δεν έχουν ίσες ικανότητες με τους άντρες –γι’ αυτό και μόνο το λόγο του αξίζει που τη θέση του θα πάρει μια γυναίκα). Ο κύριος Σάμερς είχε την εμπιστοσύνη του Προέδρου –και του την ανταπέδωσε τελικά με την απόσυρση του-, όμως η εμπιστοσύνη στους θεσμούς δεν κερδίζεται με ανθρώπους που θεωρούν τα οικονομικά πυρηνική φυσική, την οποία μόνο αυτοί κατέχουν. Η «πυρηνικοφυσικοποίηση» της οικονομίας, και οι άνθρωποι της, ήταν αυτά που μας οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση.
Στο ευρωπαϊκό μέτωπο, ένα νέο που πέρασε σχεδόν απαρατήρητο, αλλά κουβαλάει σημαντικό πολιτικό φορτίο, είναι η επιβεβαίωση ότι η Ολλανδία θα παραβεί φέτος το όριο του δημοσίου ελλείμματος. Η Ολλανδία, η χώρα της προτεσταντικής αυστηρότητας, των νοικοκυρεμένων έως σπαγκοραμμένων οικονομικών, του κυρίου Ντάισελμπλουμ, του διαρκώς κινούμενου δαχτύλου απέναντι στους «τεμπέληδες του Νότου». Η πολιτική την εκδικείται, θυμίζοντας της ότι δεν είναι μόνη, ότι στη σημερινή οικονομική συγκυρία κανείς δεν είναι απόλυτος κύριος της μοίρας του, ότι όποιος δίνει υπερβολική σημασία στους αριθμούς μπορεί να βρει τον μπελά του από αυτούς. Θα ληφθεί το μάθημα ταπεινότητας; Έπεται άραγε η Γερμανία;