Μπορεί οι πολίτες μέσα από τις δημοσκοπήσεις να αναδεικνύουν, με μεγάλη διαφορά, την οικονομία και την ανεργία, ως τα πιο σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα.
Μπορεί η ύφεση και η αποεπένδυση να συνεχίζουν να διαλύουν την απασχόληση και να ροκανίζουν μισθούς και εισοδήματα, ενώ φουντώνει το φαινόμενο του φυγής επιστημόνων, λοιπών εργαζομένων, επιχειρήσεων και κεφαλαίων από τη χώρα.
Μπορεί η χώρα, χρόνο με το χρόνο, να καταβαραθρώνεται στις κατατάξεις των παγκόσμιων οργανισμών για την επιχειρηματικότητα και την ανταγωνιστικότητα, σε θέσεις αδιανόητα χαμηλές, χαμηλότερες ακόμη και από χώρες της υποσαχάριας Αφρικής.
Μπορεί η κατάσταση της οικονομίας να επιδρά αρνητικά στα δημόσια έσοδα και στις ασφαλιστικές εισφορές, όσο και αν ανεβαίνουν οι φορολογικοί και ασφαλιστικοί συντελεστές.
Μπορεί το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος να έχουν πλέον ξεπεράσει αθροιστικά το μισό τρισεκατομύριο ευρώ.
Μπορεί να είναι γνωστό ότι χωρίς ισχυρή οικονομία, Ελλάδα δεν μπορεί να έχει ισχυρή διεθνή θέση και δυνατότητα αποτελεσματικής αντιμετώπισης των εθνικών θεμάτων.
Παρόλα αυτά, πολιτικές λύσεις με απτά αποτελέσματα για την αναστροφή της κατάστασης δεν ασκούνται στη χώρα. Πόσο μάλλον που η κυβερνητική πρακτική και συνακόλουθα η πολιτική αντιπαράθεση, αλλά και γενικότερα ο δημόσιος διάλογος φαίνεται να έχουν άλλες ιεραρχήσεις.
Αντί για την οικονομία, η κυβέρνηση φέρνει στο προσκήνιο τις τηλεοπτικές άδειες, τα θρησκευτικά, τις αλλαγές στο σύνταγμα, τον εκλογικό σύστημα. Προβλήματα υπαρκτά, αλλά όχι πρώτης προτεραιότητας.
Η ανάπτυξη και το επενδυτικό κλίμα υποσκάπτονται, με τις ιδεοληψίες και τις σκοπιμότητες να περισσεύουν, ακόμα και για μεγάλες επενδύσεις (Ελληνικό, αεροδρόμια, COSCO) που είχαν δρομολογηθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, αλλά ευτυχώς προχώρησαν, παρά τα εμπόδια.
Το κύριο χρηματοδοτικό μέσο το ΕΣΠΑ 2014-2020, με διασφαλισμένους για τη χώρα ευρωπαϊκούς πόρους για την ανάπτυξη, καρκινοβατεί. Γίνονται μεν κυβερνητικές δηλώσεις, ανακοινώσεις, προδημοσιεύσεις, ενεργοποιήσεις και άλλες συναφείς εξαγγελίες, αλλά τα πραγματικά αποτελέσματα είναι πενιχρά.
Για παράδειγμα όπως ανακοίνωσε η αρμόδια Διαχειριστική Αρχή του Υπουργείου Ανάπτυξης, στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Αναγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα, Καινοτομία» με προϋπολογισμό δημόσιας δαπάνης (ευρωπαϊκοί και εθνικοί πόροι) 4,7 δισ. Ευρώ, οι πληρωμές είναι σήμερα στο 0,2%, οι υπογεγραμμένες συμβάσεις στο 0,6% και οι εντάξεις έργων στο 1,6% του προϋπολογισμού.
Το πακέτο Γιούνκερ που αφορά κυρίως εγγυήσεις και δανειοδοτήσεις ιδιωτικών επενδύσεων και συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, δεν προβλέπει κρατικές κατανομές και διασφαλισμένους πόρους ανά χώρα. Είναι ανταγωνιστικό σε όλη την ΕΕ και επομένως χρειάζεται καλή και έγκαιρη προετοιμασία. Ο πρώτος απολογισμός του Προέδρου της Ευρωπ. Επιτροπής κατέγραψε ενεργοποίηση των 113 από τα 315 δισεκ ευρώ, με την Ελλάδα απούσα. Μοναδική ενταγμένη επένδυση, μια επένδυση ιδιωτών που υποβλήθηκε απευθείας στις ευρωπαϊκές υπηρεσίες.
Είναι προφανές ότι χρειάζεται μια μεγάλη στροφή προς την καρδιά των προβλημάτων που είναι η ύφεση και η συνεπαγόμενη ανεργία. Χρειαζόμαστε ένα νέο επενδυτικό σοκ, με τη δημιουργία ευνοϊκού επενδυτικού περιβάλλοντος που θα φέρει νέες επενδύσεις και νέες βιώσιμες θέσεις απασχόλησης στην χώρα.
Αυτό όμως χρειάζεται μια διαφορετική πολιτική αντίληψη με εθνική συνεννόηση στη βάση των πολιτικών της βιώσιμης ανάπτυξης, της οικονομικής αποτελεσματικότητας και του εκσυγχρονισμού του κράτους, μέσω ενός εθνικού μακροχρόνιου σχεδίου ανασυγκρότησης και μεταρρυθμίσεων, μακριά από τις καταστροφικές λογικές της στείρας παλαιοκομματικής αντιπαράθεσης, του κρατισμού και του λαϊκισμού.
Με ένα Σχέδιο που όπως αναφέρει το πόρισμα της κοινής Επιτροπής Θέσεων και Διαλόγου «θα προκύψει μετά από ευρύτατο διάλογο με όλες τις παραγωγικές, κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της χώρας, ούτως ώστε η αναγέννηση της χώρας να γίνει κτήμα της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, μέσα από την υιοθέτηση μιας νέας Κοινωνικής Συμφωνίας».