Το επόμενο Σαββατοκύριακο (2-3/11) οι Οικολόγοι Πράσινοι (ΟΠ) πραγματοποιούν το τακτικό τους συνέδριο. Σύμφωνα με ορισμένες δημοσκοπήσεις, το κόμμα ξεπερνά το 3% στην πρόθεση ψήφου. Αυτό φυσικά ενισχύει την προοπτική της αυτόνομης καθόδου του στις ευρωεκλογές του Μαΐου. Πόσο μάλλον που είναι η μόνη ελληνική πολιτική δύναμη που εκπροσωπεί στη χώρα μας την ομάδα των Πράσινων στο ευρωκοινοβούλιο: είναι θεμιτό να φιλοδοξούν οι Έλληνες Πράσινοι να υποστηρίξουν την υποψηφιότητα για την προεδρία της Κομισιόν που θα αποφασίσουν δημοκρατικά μαζί με τους ομοϊδεάτες τους στα 28 κράτη-μέλη της ΕΕ.
Προκειμένου όμως να επιτύχουν τους πολιτικούς τους στόχους, οι ΟΠ είναι σε κάθε περίπτωση αναγκασμένοι να επικοινωνήσουν με ευρύτερα ακροατήρια και -σε συνθήκες κλιμακούμενης πόλωσης- να αποσαφηνίσουν την κομματική τους προοπτική. Το μάθημα της προηγούμενης περιόδου ήταν πως νικάει η πολιτική δύναμη που είναι έτοιμη να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες. Οι ψηφοφόροι ασχολούνται με όσους φιλοδοξούν να εφαρμόσουν τις πολιτικές τους προτάσεις. Έχουν μπουχτίσει από κοιμώμενους «γίγαντες» της πολιτικής που αναμένουν την «αλλαγή των συσχετισμών» και από ψοφοδεή κόμματα που χάσκουν τις πολιτικές εξελίξεις σαν «παράθυρα σε σκοτεινό δωμάτιο».
Οι ΟΠ δεν μπορούν να απαντήσουν μόνοι στο ζήτημα της διακυβέρνησης. Χρειάζεται άρα να εξετάσουν πολιτικά τις προοπτικές της συνεργασίας τους. Και οι υποψήφιοι προς τούτο είναι δύο: ο ΣΥΡΙΖΑ και/ή η διαμορφούμενη προοδευτική συμπαράταξη που ανταποκρίνεται θετικά στην πρόσκληση των «58».
Η δεύτερη αυτή επιλογή απορρίπτεται στο όνομα δύο κυρίως λόγων: της μνημονιακής πολιτικής και της αδυναμίας συμπόρευσης με «όσους μας οδήγησαν ως εδώ» -λέγε με ΠΑΣΟΚ.
Οι μνημονιακές πολιτικές είναι που μας διατήρησαν ως σήμερα εντός ευρωζώνης και ΕΕ. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως δεν απέτρεψαν (ή και όξυναν ακόμα) επώδυνες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, με προεξάρχουσες την εξωφρενική ανεργία και την ακραία πολιτική πόλωση, που εκδηλώθηκε ακόμα και με την εμφάνιση ενός ισχυρού ναζιστικού πόλου. Εν πάση περιπτώσει, οι δυσμενείς επιπτώσεις των μνημονιακών πολιτικών έχουν πλέον περιγραφεί με κάθε τρόπο, εξαντλώντας τα εκφραστικά μέσα της πλουσιότατης ελληνικής γλώσσας. Η διεκτραγώδησή τους είναι το βασικό μέλημα των αντιμνημονιακών δυνάμεων εδώ και χρόνια: αλλά αυτό είναι χρονογράφημα, όχι πολιτική.
Ατυχώς, η περιγραφή της συγκυρίας είναι ύποπτα ανολοκλήρωτη εφόσον δεν περιλαμβάνει ορισμένα κρίσιμα δεδομένα: οι πολιτικές «διάσωσης» της χώρας αποφασίζονται σε επίπεδο ΕΕ και δεν είναι δυνατό να αρθούν μονομερώς χωρίς να οδηγήσουν σε έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, αλλά και την ΕΕ. Στο σημείο αυτό πολλοί βγάζουν από το καπέλο το «λαγό» της διαπραγματευτικής τους ικανότητας. Αλλά οι μεν θιασώτες της «επαναδιαπραγμάτευσης» (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ) αρνούνται πεισματικά να αναφερθούν στο τι θα συμβεί αν οι δανειστές μας δεν υποχωρήσουν στις απαιτήσεις τους, ενώ οι κατά καιρούς ήπιοι επικριτές των μνημονίων (ΔΗΜΑΡ, ΝΔ, ΟΠ) όλα αυτά τα χρόνια δεν πρότειναν ούτε ένα «ισοδύναμο μέτρο» που να ανακουφίζει μισθωτούς, νέους, ανέργους κ.λπ. Όχι διότι τέτοια μέτρα δεν υπάρχουν -αλλά διότι η αντιμνημονιακή ρητορική προτίμησε να λειτουργήσει ως πολυσυλλεκτική διαμαρτυρία που απευθυνόταν εξίσου σε προνομιούχους και αδικημένους, εύπορους και άπορους, προοδευτικούς και αντιδραστικούς, «αγανακτισμένους» πάσης φύσεως, συμπεριλαμβανομένου των εθνικιστών, των «ψεκασμένων» και των ναζιστών.
Από πουθενά δεν προκύπτει πως η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ είναι αντιμνημονιακή, με την έννοια που ορισμένοι την εννοούν -ως επιστροφή δηλαδή στο status quo ante. Αλίμονο, το όχημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πολιτική χρονομηχανή• οδηγεί είτε στη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής με πολύ χειρότερους πολιτικούς όρους, είτε στην αποχώρηση από την ΕΕ (μια πορεία προς το έρεβος, με πρώτο βήμα το άμεσο και οριστικό ξεκαθάρισμα του ποιος θα κάνει κουμάντο από εδώ και πέρα: η δραχμοποίηση θα υποτριπλασιάσει μεμιάς τη δύναμη της μισθωτής εργασίας, ενώ θα δίνει «μπόνους» δύο ΑΕΠ στη φοροδιαφυγή, τη διαφθορά και τη μαφιακή οικονομία).
Όσον αφορά τη συμπόρευση με το ΠΑΣΟΚ, είναι αυταπόδεικτο πως στις εκλογές του 2012 ο ήλιος του ΠΑΣΟΚ έσκασε –μετατράπηκε σε πολιτικό supernova. Τα υλικά του σκόρπισαν σε ολόκληρο το κομματικό σύμπαν. Στο ΣΥΡΙΖΑ π.χ. εκπροσωπείται πια ένα πολύ σημαντικό μέρος όσων «μας οδήγησαν ως εδώ». Αντίστοιχα, στο ίδιο το συρρικνωμένο ΠΑΣΟΚ αυξάνουν την επιρροή τους νέες δυνάμεις που απεργάζονται μια αυθεντική ελληνική σοσιαλδημοκρατία και αντικειμενικά δε βαρύνονται με μεταπολιτευτικές αμαρτίες.
Οι «58» απηύθυναν μια πρόταση διαλόγου προς κόμματα, πολιτικές κινήσεις και πρόσωπα, με σκοπό τη δημιουργία ενός κοινού πλαισίου συνεργασίας -μια πολιτική συστέγαση αυτοτελών πολιτικών χώρων. Ως εκ τούτου, η κατ? αρχήν θετική ανταπόκριση των ΟΠ στην πρόσκληση αυτή δεν απειλεί την κομματική τους αυθυπαρξία -σε αντίθεση με τυχόν προεκλογική σύμπραξη με το ΣΥΡΙΖΑ, που θα τους μετέτρεπε από κόμμα σε μεμονωμένες «συνεργαζόμενες» προσωπικότητες. Αποδεχόμενοι την πρόσκληση των «58», οι ΟΠ θα επανακάμψουν στο φυσικό κοινωνικό τους χώρο -τις μεσαίες τάξεις και όλους όσοι προσδοκούν να ενταχθούν σε αυτές-από όπου θα μπορούν εγγυημένα να υπηρετήσουν τα θεμελιακά τους πολιτικά προτάγματα: τον ευρωπαϊσμό, τη δημοκρατία, τη βιώσιμη ανάπτυξη, το κοινωνικό κράτος. Όσον αφορά την προγραμματική και ιδεολογική τους ακτινοβολία, ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ είναι πια παγιωμένος, καθώς κυριαρχεί η προοπτική της εξουσίας. Αντιθέτως, εκείνος του ενδιάμεσου χώρου είναι πιο εύπλαστος, και μπορεί να σφραγιστεί ανετότερα από τις Πράσινες ιδέες και τις προγραμματικές προτάσεις.
Ο σεισμός της κρίσης χτυπάει την ελληνική οικονομία, κοινωνία και πολιτική με πολλά Ρίχτερ. Κουνιόμαστε γερά, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ο καλύτερος τρόπος να σωθούμε είναι να ανοίξουμε το παράθυρο και να πέσουμε στο κενό.