Ο κόσμος αλλάζει. Η Γαλλία δηλώνει πρόθυμη για μια επέμβαση στη Συρία, ενώ ο Κέρυ ονομάζει το Παρίσι «τον παλαιότερο σύμμαχο των ΗΠΑ». Δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια της Προεδρίας Μπους του νεότερου οι αμερικανογαλλικές σχέσεις δεν ήταν ακριβώς «ανθηρές», είναι σαφές ότι ο κόσμος γίνεται λιγότερο προβλέψιμος. Το ζήτημα είναι εάν οι θεσμοί της εξουσίας αλλάζουν παράλληλα. Η απάντηση είναι όχι, επειδή τελικά η δουλειά των θεσμών είναι, ακριβώς, να κάνουν τον κόσμο λίγο περισσότερο προβλέψιμο. Στις διεθνείς σχέσεις, όταν οι εξελίξεις δεν είναι προβλέψιμες, τότε μπορεί κανείς να είναι σίγουρος ότι βιώνει μια «συστημική κρίση».
Και εδώ οι προβολείς στρέφονται στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Κατά τη διάρκεια της Συριακής κρίσης, μια σειρά από δεδομένα δείχνουν να αμφισβητούνται. Η Βρετανία δηλώνει ότι υποστηρίζει μια επέμβαση, αλλά το Κοινοβούλιό της δεν επιτρέπει μια άμεση εμπλοκή, ή τουλάχιστον όχι χωρίς ένα τελικό πόρισμα του ΟΗΕ για το ποιος τελικά έκανε χρήση χημικών όπλων στη Συρία. Οι ΗΠΑ δηλώνουν την ετοιμότητά τους να επέμβουν, αλλά ο Πρόεδρος ζητά την έγκριση του Κογκρέσου, όπου μια παράδοξη συμμαχία εξτρεμιστών φιλελευθέρων που θεωρούν τον Ομπάμα «σοσιαλιστή», καθώς και της αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών, δείχνει έτοιμη να μπλοκάρει την όποια αμερικανική εμπλοκή. Και ενώ ο Πρόεδρος Ομπάμα είναι έτοιμος να δεχτεί ένα πολιτικό πλήγμα ανάλογο με του Κάμερον στη Βρετανία, η Ρωσία προσφέρει μια συμβιβαστική λύση που προβλέπει τον παροπλισμό του Συριακού χημικού οπλοστασίου. Σίγουρα, ο κόσμος δεν είναι πλέον προβλέψιμος.
Στο Ιράκ είχαμε το κύκνειο άσμα του Ευρω-Ατλαντικού «πολυμερούς μονοπολισμού», αφού ακόμα και στους κόλπους του ΝΑΤΟ η έννοια «κοινότητα» δεν μπορεί να θεωρείται πλέον δεδομένη. Η Γερμανία διαφοροποιήθηκε από τη Γαλλία και τη Βρετανία στη Λιβυκή κρίση. Στη Συρία, ακόμα και η ανεξάρτητη μεταβλητή της «ειδικής σχέσης» μεταξύ Βρετανίας και ΗΠΑ τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Και αυτό σημαίνει ότι είμαστε πλέον σ’ ένα πολυπολικό κόσμο, όπου κάθε κρίση έχει μοναδικά χαρακτηριστικά. Και οι θεσμοί δεν μπορούν πλέον να διαχειριστούν αυτήν τη μοναδικότητα. Συνεπώς δε λειτουργούν.
Υπό αυτό το πρίσμα, η κρίση στη Συρία επαναφέρει το ζήτημα της αναθεώρησης της δομής του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Και το ζήτημα της αναθεώρησης αφορά δυο ουσιαστικά ερωτήματα.
Το πρώτο ερώτημα είναι εάν σ’ ένα κόσμο που διαφέρει από αυτόν των αρχών της δεκαετίας του 1990 και προφανώς του 1945 μπορούν πέντε συγκεκριμένες χώρες να έχουν δικαίωμα veto, που τελικά καθορίζει το δικαίωμα της «διεθνούς κοινότητας» να επεμβαίνει σε κράτη όπως η Συρία. Το δεύτερο ερώτημα είναι εάν μια μικρή ομάδα κρατών, όποια και εάν είναι αυτά, πρέπει να έχουν την εξουσία να επεμβαίνουν οπουδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο, ή αντίθετα πρέπει η αρμοδιότητα για την διεθνή ασφάλεια να μεταφερθεί στη Γενική Συνέλευση, όπου εκπροσωπούνται όλα τα κράτη. Τα ερωτήματα αυτά δεν έχουν «σωστή απάντηση», αλλά παρουσιάζουν δόκιμες επιλογές.
Στην πράξη, ένα δημοκρατικό δικαίωμα επέμβασης υφίσταται ήδη, όταν τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ δεν μπορούν να συμφωνήσουν για την ανάγκη επέμβασης προς όφελος της διεθνούς ασφάλειας. Πρόκειται για το ψήφισμα «Ένωσης για την Ειρήνη», με το νομικό προηγούμενο του Σχεδίου Acheson (1950), όταν η Γενική Συνέλευση αποφάσισε με ψήφους 52 έναντι 5 την επέμβαση στην Νότια Κορέα. Όμως, ενώ η δημοκρατία είναι μια πολύ ευγενική ιδέα, μια κινητοποίηση της Γενικής Συνέλευσης κατά των συμφερόντων Ρωσίας/Κίνας και υπέρ των ΗΠΑ, ή το αντίθετο, μάλλον θα έκανε την «κοινότητα» λιγότερο «διεθνή». Από τη μια δε διανύουμε τη δεκαετία του 1990, όπου όλοι γνώριζαν ποιανού η άποψη είναι καθοριστική, από την άλλη κανείς δε θέλει άλλο ένα Ψυχρό Πόλεμο.
Συνεπώς, επιστρέφουμε στο αρχικό ερώτημα της διαχείρισης του status quo. Κινούμενοι προς την κατεύθυνση της «μεταρρύθμισης» γεννούνται δυο νέα ζητήματα. Πρώτον, μια επέμβαση χρειάζεται πόρους και χρήση στρατιωτικών υποδομών. Με άλλα λόγια, όπως ισχύει και στην Ε.Ε., ο χρυσός κανόνας λέει ότι «όποιος έχει το χρυσό κάνει και τους κανόνες». Δεύτερον, η αρχή της πλειοψηφίας μπορεί τελικά να επιφέρει μεγαλύτερο διχασμό στη διεθνή κοινότητα, που ήταν τελικά και η Αχίλλειος πτέρνα της Κοινωνίας των Εθνών. Έως τις αρχές της δεκαετίας του 1930, η Κοινωνία των Εθνών ήταν βρετανική υπόθεση και μόνο, επειδή η ΕΣΣΔ, οι ΗΠΑ και οι χώρες του άξονα δε δεσμευόντουσαν. Η δέσμευση είναι μια κατάκτηση που δεν πρέπει να θεωρούμε δεδομένη. Άρα οι μεταρρυθμίσεις πρέπει, επίσης, να γίνουν αποδεκτές.
Με άλλα λόγια, το μεγάλο ζήτημα είναι ποίοι πρέπει να εκπροσωπούνται στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Τα «κριτήρια επιλογής» με όρους ισχύος είναι, παραδοσιακά, η απάντηση στο ακόλουθο ερώτημα: ποιοί εκπροσωπούν τον πληθυσμό και έχουν τα οικονομικά και στρατιωτικά μέσα να εγγυηθούν στην πράξη τη διεθνή ασφάλεια, επιλύοντας τις όποιες διαφωνίες του εντός του ΟΗΕ. Η Γερμανία και η Ιαπωνία διεκδικούν μια θέση με veto, έχοντας την υποστήριξη της Γαλλίας και της Βρετανίας. Συμβολικά, αυτό σημαίνει τέλος στο στίγμα του «χαμένου» του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι αναδυόμενες οικονομίες της Βραζιλίας και της Ινδίας επίσης διεκδικούν μια ανάλογη θέση, με την υποστήριξη τόσο Αγγλογάλλων όσο και Αμερικανών. Αλλά για κάθε μια ξεχωριστά απ’ αυτές τις υποψηφιότητες υπάρχουν ξεχωριστές ενστάσεις. Η Κίνα δεν ενθουσιάζεται με την ιδέα Ιαπωνικής και Ινδικής συμμετοχής στο ξεχωριστό αυτό club. Η Ρωσία είναι «επί της αρχής» σύμφωνη, αλλά στην πράξη προτιμά το ρόλο της ηγετικής δύναμης μεταξύ των αναδυόμενων οικονομιών και άλλων περιφερειακών δυνάμεων. Με άλλα λόγια, οι χώρες που έχουν μια σχετική ισχύ έχουν κάθε λόγο να κλοτσούν τη σκάλα που θα επιτρέψει το συνωστισμό στην κορυφή.
Ίσως το πιο ρεαλιστικό ερώτημα είναι εάν η Ευρώπη, ως Ευρώπη, μπορεί να διεκδικήσει μια θέση στο προνομιούχο αυτό club. Λιγότερες φωνές, περισσότερη ισχύ, μεγαλύτερη επιρροή και γεφύρωση του παλαιού κόσμου με το νέο. Σήμερα, αυτή μοιάζει να είναι μια εφικτή και υπό προϋποθέσεις αποδεκτή πρόταση. Μια τέτοια λύση θα εξομάλυνε μάλλον τις όποιες ψυχολογικές αμφιβολίες για το εάν η Γερμανία έχει θέση σ’ αυτό το κλειστό και «ιστορικά φορτισμένο» τραπέζι διαπραγμάτευσης, όπου η παρουσία των ηττημένων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι ακόμα ταμπού. Θα προσέδιδε επίσης κάποια αξιοπιστία στην κατά τ’ άλλα αμφιβόλου αξίας διακήρυξη ότι «η Ε.Ε. είναι μια υπερδύναμη». Το «μια» είναι το πρόβλημα, δεδομένων των υπαρκτών αποκλίσεων πολιτικής σε κρίσεις με πραγματικές και άμεσες επιπτώσεις για την Ευρώπη των 28, όπως η Συρία.
Μια θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ θα έδινε άλλο τόνο στην πολιτική διεύρυνσης, έναντι χωρών όπως η Τουρκία ή περιοχών όπως η Μαύρη Θάλασσα. Και σίγουρα θα έδινε μια άλλη πνοή στο όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που αυτή τη στιγμή δοκιμάζεται. Άλλωστε, εάν αυτή η κρίση μας δίδαξε κάτι είναι ότι η Αχίλλειος πτέρνα της Ε.Ε. είναι ότι σε κρίσιμα πολιτικά διλήμματα η Ευρώπη εμφανίζεται να είναι κάτι λιγότερο από το άθροισμα των μελών της.
Τελικά, δεν είναι σίγουρο εάν μια θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας της Ε.Ε. θα ενισχύσει ή θα είναι το επιστέγασμα της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Το σίγουρο είναι ότι η συζήτηση έχει ανοίξει. Όσο οι ΗΠΑ σταδιακά εγκαταλείπουν το ρόλο του εγγυητή της ασφαλείας της Ευρώπης, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν θα επιστρέψουμε σ’ ένα παρελθόν συλλογικής ανασφάλειας ή θα πορευτούμε σ’ ένα μέλλον συλλογικής ασφάλειας. Η πρόκληση είναι πλέον επιτακτική. Τα προβλήματα που αποφεύγουμε έχουν την τάση να διογκώνονται, όχι να εξαφανίζονται.