Θεωρώ πως μια από τις σημαντικές γνωριμίες της ζωής μου ήταν εκείνη (για ένα διάστημα στο Παρίσι) με τον Ηλία Πετρόπουλο και οι ατέρμονες συζητήσεις μας γύρω από διάφορα θέματα, στο ηλεκτρισμένο κλίμα τής εποχής του ’70— ’80. Οξυδερκής και γνώστης της πνευματικής ζωής στην Ελλάδα, ιδιόμορφα «εξόριστος», λόγω δικαστικών εκκρεμοτήτων στην χώρα μας, διέμενε στο Παρίσι ενώ δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να μασάει τα λόγια του, για οποιοδήποτε θέμα προέκυπτε. Ένας από τους σταθερούς φίλους του στο Παρίσι, ο ζωγράφος Αλέκος Φασιανός.
Ο Ηλίας, αμείλικτος στην κριτική του.
Θυμάμαι πως μου είχε κάνει εντύπωση μια τέτοια στάση ζωής, αφού ήδη γνώριζα τα αιχμηρά και τολμηρά βιβλία του με θέματα που ξεπερνούσαν την… ηθική υπόσταση, ακόμα και του πιο αντισυμβατικού αναγνώστη…
Γνωστές πλέον στον καθένα οι θεματολογίες των 80 περίπου βιβλίων του για τους ρεμπέτες, τον υπόκοσμο, το πάσης φύσεως περιθώριο, τις συμμορίες των Αθηνών, τους πάσης μορφής νταβατζήδες (πολιτικούς και ποινικούς), στοιχειοθέτησε και Λεξικό αποτυπώνοντας την γλώσσα μέρους τού περιθωρίου (καλλιαρντά) και γενικώς, ετέθη ατύπως επικεφαλής τής πιο underground ελληνικής— κοινωνικά ιδιότυπης— πρωτοπορίας.
Ένας συγγραφέας που δεν δίσταζε να εκφράζει και να δημοσιεύει, σε βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες της εποχής, οξύ καταγγελτικό λόγο για τον εθνικό μικροαστικό καθωσπρεπισμό και για όλα όσα απεχθανόταν.
Η ερευνητική του ματιά αποκάλυψε τις υπόγειες διαδρομές της χώρας μας, και εστίασε το κοινό ενδιαφέρον προς την «άλλη κουλτούρα», την οποία, οι συνθήκες και οι «ηθικοί κώδικες» του ελληνορθόδοξου τόξου και της μετεμφυλιακής πατριωτικής «λεβεντιάς», δεν επέτρεπαν να ζει στο φως…
Λάβετε υπ’ όψη: πολιτική αγριότητα της τότε δεξιάς, ατομικές ελευθερίες, φακελώματα, επιτροπές λογοκρισίας, τρομοκρατία σε καθημερινό επίπεδο, τόποι εξορίας, φυλακίσεις… Ένα τοπίο… κατοχικής και υποτελούς χώρας μετά την απελευθέρωση από την Εθνική Αντίσταση!
Οι δεκαετίες από την πτώση της Χούντας και εντεύθεν, χάραζαν μια νέα ελπιδοφόρα περίοδο με τη νομιμοποίηση της πολιτικής ζωής, την αναγνώριση ΚΚΕ, Εθνικής Αντίστασης και των κοινωνικών αγώνων στη χώρα μας. Από το 1968 όμως, ο Πετρόπουλος εκδίδει στον Κέδρο τα πολυσέλιδα «Ρεμπέτικα Τραγούδια». Από τότε, το βιβλίο αυτό αλλά και τα τόσα άλλα, δεν σταμάτησαν ποτέ να επανεκδίδονται και να αποτελούν το επίκεντρο μιας επίμονης λαογραφικής προσοχής.
Του αξίζουν αφιερώματα και θύμισες διότι ο Πετρόπουλος υπήρξε ακηδεμόνευτος κι αιχμηρός αρθρογράφος, πρωτοπόρος λαογράφος, ποιητής, συγγραφέας και δεν του ταιριάζει να τον περιορίσουμε μόνο σε εκείνη την εμβληματική έκδοση, η οποία προκάλεσε εντονότατα το ενδιαφέρον τού ασυντόνιστου (ακόμα τότε) κοινού που αγαπούσε το ρεμπέτικο και αναζητούσε στοιχειοθετημένη βιβλιογραφία-εικονογραφία, για εκείνο το κομμάτι του «παλαιού» μουσικοκοινωνικού πολιτισμού, δημιουργημένου από τους απλούς λαϊκούς ανθρώπους της εργασίας και της αγωνίας, οι οποίοι συνέθεταν γοητευτικά τραγούδια που έμελλαν να γίνουν πνευματική μας τροφή ως τις μέρες μας…
Πέρα όμως απ’ αυτό, η καταγραφή του ελληνικού περιθωρίου της εποχής από το ’50 και εντεύθεν (έως και στις μέρες μας) διαθέτει δράση και πλούσιο υλικό, το οποίο χρειάζεται οπωσδήποτε την κοινωνιολογική και ψυχαναλυτική επιστήμη, ώστε να κατανοηθεί και να αποδοθεί το μέγεθός του σε βάθος…
Ο Πετρόπουλος τόλμησε: Από τους τεντιμπόηδες μέχρι τις τρανσέξουαλ εκδιδόμενες πόρνες, κοινότητες ανθρώπων με σεξουαλικές ιδιαιτερότητες, ρομαντικούς επαναστάτες, άστεγους εκτοπισμένους, παράνομους, χρήστες και εμπόρους ναρκωτικών, καθώς και συνειδητά περιθωριοποιημένους, αρνητές κάθε σύμβασης και κάθε συνθηκολόγησης με τα «συστήματα εξουσίας.
Το μότο του ήταν: «Αγαπώ τα τσογλάνια και τους χασίκλες, τους κλέφτες, τις πουτάνες, τους ρεμπέτες και τους πούστηδες γιατί μάχονται κάθε μορφή εξουσίας και τους αγαπώ πιο πολύ γιατί τα καταφέρνουν και επιζούν κόντρα στην αστυνομία, κόντρα στον ποινικό νόμο, κόντρα στην απαίσια ηθική των μικροαστών, κόντρα στον φλογερό εαυτό τους».
Μου μιλούσε με τις ώρες, με τον επιγραμματικό του αργό λόγο. Του άρεσε πάντα να ιστορεί, σχεδόν να αγορεύει και να διαθέτει παραδείγματα για οποιαδήποτε ενδεχόμενη αντίρρηση του συνομιλητή του. Τον ένιωσα να «ρουφάει» την ευκαιρία της ατμόσφαιρας της Παρισινής πνευματικής-φιλοσοφικής ελευθεριότητας των καιρών, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, αλλά και των αρχών του ’80.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο επικοινωνίας, ο Ηλίας μου πρότεινε μια συνεργασία την οποία και αποδέχτηκα. Είχε εκδώσει ένα μικρό βιβλιαράκι (εκδ. Νεφέλη, 1980) αποδίδοντας στα νεοελληνικά μερικά επιγράμματα από την συλλογή της Παλατινής Ανθολογίας με αρχαίους λυρικούς Ποιητές (του Πλάτωνος, Διότιμου, Μελέαγρου, Ασκληπιάδη, Καλλίμαχου, Θυμοκλή.), τα οποία και μελοποίησα με αντίστοιχο λυρικό και σε μερικά τραγούδια θρηνητικό ύφος, με τίτλο: «Έρως Ανίκατε μάχαν» (εκδ.Polygram 1986) με τους εξαιρετικούς Νένα Βενετσάνου και Κώστα Θωμαΐδη ως ερμηνευτές.
Ένιωσα πως ο Ηλίας, όταν άκουσε τα τραγούδια, έμεινε συγκρατημένος καθ’ ό,τι αισθανόταν απομακρυσμένος από το μέρος εκείνο του ελληνικού τραγουδιού που ονομάζουμε κατά κάποιο λόγο «έντεχνο-λυρικό», όπως εξελισσόταν στη χώρα μας. Μάλλον περίμενε περισσότερα «λαϊκά» χρώματα στη μελοποίησή μου.
Δεν θυμάμαι ωστόσο να μου εξέφρασε οποιαδήποτε γνώμη για την προσωπική μου αντίληψη περί της μουσικής κατεύθυνσης εκείνων των ποιημάτων…
Παρόλα αυτά, λίγα χρόνια αργότερα, με πήρε τηλέφωνο από το Παρίσι προτείνοντάς μου ξανά συνεργασία για δίσκο με ένα ανέκδοτο γραπτό του με θέμα την ερωτική συνομιλία ενός ζευγαριού, τοποθετημένου στην αρχαία περίοδο.
Όταν παρέλαβα το υλικό ταχυδρομικά, έβγαλα και πάλι το συμπέρασμα πως αυτός ο ευφυής φίλος παρέμενε αμετανόητος στον παραβατικό του λόγο, ενώ συχνά τον έλκυε η αθυροστομία καθώς και η καταγραφή της· τίποτα δεν τον σταματούσε. Μου έστειλε αρκετές σελίδες δακτυλογραφημένες με λέξεις και εκφράσεις τις οποίες αν αποφάσιζα να μελοποιήσω και να εκδώσω, οι δισκογραφικές, οι Εισαγγελείς, το Ιερατείο και άπαντες οι Θεσμοί του κράτους, θα με έκλειναν στο σκοτεινότερο κελί τού πιο απόμερου μπουντρουμιού· χειρότερου κι απ’ του Κολοκοτρώνη…
Η προσωπικότητά του έλαμψε και χαράχτηκαν στη μνήμη μου οι κουβέντες και οι ρηξικέλευθες σκέψεις του. Παρέμεινε στη νεότερη ιστορία μας ως σύμβολο ανυπόταχτου λαογράφου και ηθογράφου. Γεννημένος το 1928, πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου του 2003, στα 75 του χρόνια στο Παρίσι, όπου έζησε συνεχώς μετά το 1975.
Θεωρώ πως η νοσταλγία του για την Ελλάδα, ήταν μόνιμη και σταθερή, αλλά το πάθος του ήταν να ξύνει τις πολλές πληγές αυτής της πατρίδας.
Τέλος, ζήτησε, όταν πεθάνει, να πετάξουν τη στάχτη του σε έναν υπόνομο.
Όπερ και εγένετο…