Η προκήρυξη των νέων τηλεοπτικών αδειών με βάση τον πρόσφατο νόμο 4339/2015 αποτελεί κεντρικό θέμα της επικαιρότητας, καθώς ήδη η διαδικασία προχωρεί στην τελική φάση της. Ζητούμενο στο πλαίσιο αυτό αποτελεί όχι μόνο η εισροή εσόδων στα δημόσια ταμεία από τα ποσά που θα καταβάλουν όσοι πλειοδοτήσουν για τις νέες άδειες αλλά και η θωράκιση του δημόσιου βίου απέναντι σε ποικίλους κινδύνους, οι οποίοι προκύπτουν λόγω του μεγάλου επηρεασμού της κοινής γνώμης από την τηλεόραση (βλ. Κ. Χρυσόγονου, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 3η εκδ. 2006, σ. 317 επ.). Συνεπώς ο κοινός νομοθέτης οφείλει τουλάχιστον να διασφαλίσει ότι δεν θα διεισδύσουν στο τηλεοπτικό τοπίο πρόσωπα ή επιχειρήσεις συνδεόμενα με το οργανωμένο έγκλημα, οικονομικό και όχι μόνο.
Η σχετική παρ. 1 του άρθρου 6 Ν. 4339/2015 περιορίζεται στην πρόβλεψη ότι, προκειμένου ορισμένη εταιρεία να λάβει μέρος σε διαγωνισμό για τη χορήγηση άδειας παρόχου περιεχομένου, οι μέτοχοι (με ποσοστό πάνω από 1%), τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και οι νόμιμοι εκπρόσωποί της δεν θα πρέπει να έχουν καταδικαστεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση για κακούργημα και για συγκεκριμένα σοβαρά αδικήματα.
Κατά μείζονα λόγο, όμως, η απαίτηση αυτή πρέπει να ισχύει και μετά την τυχόν χορήγηση της άδειας και καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της. Προς τον σκοπό αυτό πρέπει να προστεθεί η πρόβλεψη ότι, εάν μέτοχος (με ποσοστό πάνω από 1%), μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή νόμιμος εκπρόσωπος του παρόχου καταδικαστεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση για αδίκημα της παρ. 1 του άρθρου 6 του νόμου, θα υποχρεούται να αποχωρήσει εντός τακτής σύντομης προθεσμίας (π.χ. 20 ημερών) από την τηλεοπτική επιχείρηση-πάροχο, μεταβιβάζοντας τις μετοχές του και παραιτούμενος από τη θέση που κατέχει.
Εξάλλου, ως στοιχειώδες μέτρο διαφύλαξης της νομιμότητας κατά τη λειτουργία του παρόχου και προκειμένου να αποτραπεί η δημιουργία σχέσεων εξάρτησης με άνομα συμφέροντα, πρέπει επιπρόσθετα να προβλεφθεί ότι, ήδη με την άσκηση ποινικής δίωξης για τα εν λόγω αδικήματα, ο μέτοχος, μέλος του ΔΣ ή νόμιμος εκπρόσωπος του παρόχου οφείλει να απέχει από πράξεις διαχείρισης και, προς τον σκοπό αυτό, αναστέλλονται τα δικαιώματα διοίκησης, εκπροσώπησης και διαχείρισης που κατέχει. Η τήρηση των παραπάνω διατάξεων οφείλει να ελέγχεται από το ΕΣΡ, το οποίο, σε περίπτωση παράβασής τους, να επιβάλλει τις κυρώσεις του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 3310/2005 (πρόστιμο ύψους μέχρι το 70% της αξίας της επιχείρησης ή του εξοπλισμού της, διακοπή λειτουργίας έως έναν μήνα και, σε περίπτωση υποτροπής, ανάκληση της άδειας).