Οι θεσμοί στη δίνη των κομματικών σκοπιμοτήτων

Γιώργος Χ. Σωτηρέλης 19 Ιαν 2015

Είναι αναμφίβολο ότι οι επικείμενες εκλογές έχουν τεράστια σημασία για το μέλλον του τόπου, ο οποίος έχει βρεθεί, τα τελευταία χρόνια, σε δεινή κατάσταση λόγω σωρευμένων λαθών, παραλείψεων, καθεστωτικών πρακτικών και πελατειακών παρεκτροπών των πολιτικών δυνάμεων που κυριάρχησαν στην πολιτική ζωή μετά την μεταπολίτευση. Ωστόσο, πέρα από την πολιτική σημασία τους καθεαυτήν, που αφορά το ποια κυβέρνηση θα αναλάβει να διαχειρισθεί τις τύχες της χώρας στην επόμενη κρίσιμη περίοδο, οι εκλογές αυτές συνδέθηκαν με κομματικούς χειρισμούς και τακτικισμούς που είχαν ως συνέπεια την ραγδαία επιδείνωση της κρίσης των θεσμών, η οποία, ούτως ή άλλως, έχει αναδειχθεί σε μείζονα παράπλευρη απώλεια της οικονομικής κρίσης.

 

Α. Περισσότερο βέβαια τραυματίσθηκε, για μια ακόμη φορά, ο θεσμός του προέδρου της δημοκρατίας, καθώς η εκλογή του χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά σαν τρόπος πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, δηλαδή κατά τρόπο που αντιβαίνει καταφανώς τον σκοπό του συνταγματικού νομοθέτη. Πράγματι, μια απλή ανάγνωση της διαδικασίας εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας (άρθρο 32 Σ) δείχνει ολοφάνερα ότι αυτό που θέλησε ο συνταγματικός νομοθέτης (και το εξειδίκευσε ο Κανονισμός της Βουλής) είναι η επίτευξη της ευρύτερης δυνατής συναίνεσης (2/3 ή έστω 3/5) σε κάποιον από τους υποψηφίους που υποδεικνύονται από τις κοινοβουλευτικές ομάδες -οι οποίες οφείλουν, ως εκ τούτου να υποβάλουν σχετικές προτάσεις- και μόνον αν μια τέτοια συναίνεση είναι αδύνατη, ακόμη και αν αλλάξουν στην πορεία οι υποψηφιότητες σε σχέση με τις αρχικές, να γίνεται προσφυγή στις κάλπες, προκειμένου να εκφρασθεί επί τούτω η λαϊκή ετυμηγορία.

Τίποτε όμως από όλα αυτά δεν συνέβη στην τελευταία διαδικασία. Πρόταση υπέβαλαν μόνο τα κυβερνητικά κόμματα, ενώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης αντιμετώπισαν την εκλογή αποκλειστικά και μόνον σαν ευκαιρία για να προκαλέσουν εκλογές, αποφεύγοντας να υποβάλουν σχετικές προτάσεις υποψηφίων αλλά και να καταβάλουν οποιαδήποτε προσπάθεια για ανεύρεση υποψηφίου ευρείας αποδοχής. Το μόνο επιχείρημα, δε, για την συγκεκριμένη αντιθεσμική στάση, ήταν η επίκληση της λαϊκής κυριαρχίας, η έκφραση της οποίας, κατά την άποψή τους, αποτελούσε -δοθείσης ευκαιρίας- απαρέγκλιτη προτεραιότητα, προκειμένου να επιλυθεί το πρόβλημα της «προφανούς δυσαρμονίας» της απερχόμενης κυβέρνησης με το λαϊκό αίσθημα. Το επιχείρημα όμως αυτό πάσχει πολλαπλώς:

Πρώτον, διότι η έννοια της «προφανούς δυσαρμονίας» είχε συνδεθεί με μια άκρως προβληματική διάταξη του Συντάγματος του 1975 -που προέβλεπε ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε την αρμοδιότητα διάλυσης της Βουλής για τον λόγο αυτόν- η οποία έχει προ πολλού (από το 1986) και ορθώς καταργηθεί.

Δεύτερον, διότι ούτως ή άλλως προφανής δυσαρμονία δεν προέκυψε ούτε καν από τις τελευταίες ευρωεκλογές (που διαφέρουν πάντως από τις εθνικές)  διότι τα κυβερνητικά κόμματα υπερτερούσαν αρκετά του ΣΥΡΙΖΑ, που εμφανίζεται σαν η μόνη εναλλακτική κυβερνητική λύση.

Τρίτον και σπουδαιότερον, διότι η λαϊκή κυριαρχία δεν ασκείται γενικά και κατά το δοκούν αλλά «όπως ορίζει το Σύνταγμα» (άρθρο 1 παρ. 3), το οποίο εν προκειμένω, με την προβλεπόμενη κατά τα ανωτέρω διαδικασία του άρθρου 32, προβλέπει εκλογές, δηλαδή διαμεσολάβηση της λαϊκής κυριαρχίας, προεχόντως για την ανάδειξη Προέδρου Δημοκρατίας, αφού υποβληθούν σχετικές προτάσεις και αφού καταβληθούν -αλλά αποτύχουν- όλες οι απαραίτητες προσπάθειες για την ανεύρεση συναινετικής λύσης.

Με αυτά τα δεδομένα η επίκληση της λαϊκής κυριαρχίας μοιάζει ψευδεπίγραφη, ενώ θα μπορούσε να επιλεγεί μια άλλη επιχειρηματολογία, η οποία θα συνδύαζε την συναινετική εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας  -αλλά και την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της συνταγματικής αναθεώρησης, στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια- με την διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, λίγο πριν ή λίγο μετά το Πάσχα, ώστε να εκφρασθεί η λαϊκή κυριαρχία. Όχι βεβαίως λόγω «προφανούς δυσαρμονίας» αλλά διότι πράγματι απαιτείται νωπή και ad hoc λαϊκή νομιμοποίηση στην κυβέρνηση που θα διεξαγάγει τις κρισιμότατες διαπραγματεύσεις για μια νέα συμφωνία εξόδου από την κρίση. Ωστόσο, η εναλλακτική αυτή λύση, παρά το ότι προτάθηκε από πολλές πλευρές -με διάφορες παραλλαγές- εν τέλει απορρίφθηκε. Σε αυτό βέβαια βοήθησε και η υποβολή παρεμφερούς πρότασης από τον πρωθυπουργό, η οποία όμως ήταν επίσης προσχηματική, όχι μόνον διότι ξεκινούσε με επίθεση κατά της αξιωματικής αντιπολίτευσης -που μόνον για συναίνεση δεν προδιέθετε…- αλλά και διότι προσδιόριζε τις πρόωρες εκλογές γενικά και αόριστα στο τέλος του 2015, δηλαδή πολύ πέραν των έως τότε προταθέντων.

Πρέπει να επισημάνουμε πάντως, για να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα της στάσης των κομμάτων απέναντι στους θεσμούς, ότι ούτε στα κυβερνητικά κόμματα αρμόζει ο ρόλος του τιμητή, τον οποίο υποδύονται, καθώς αμφότερα βαρύνονται με παρόμοιες πολιτικές συμπεριφορές στο παρελθόν. Η μεν Νέα Δημοκρατία διότι στην προεδρική εκλογή του 1990 (συμμετεχόντων τόσο του αρχηγού της όσο και του κ. Δήμα), επίσης δεν πρότεινε υποψήφιο και  επέλεξε το «παρών», προκαλώντας εκλογές (ενώ και στην εκλογή του 1985 δεν πρότεινε υποψήφιο και επέλεξε την «άρνηση ψήφου»), το δε ΠΑΣΟΚ διότι το 2009, συμμετεχόντων του αρχηγού και όλων των νυν στελεχών του,  είχε διακηρύξει σε όλους τους τόνους -και μάλιστα με επιχειρήματα  παρεμφερή προς αυτά που επικαλείται η νυν αντιπολίτευση- ότι ούτε θα προτείνει ούτε θα ψηφίσει Πρόεδρο, προκειμένου να διεξαχθούν εκλογές (πρέπει δε να επισημάνουμε ότι η στάση του αυτή αντιμετωπίσθηκε, τότε, με πολύ μεγαλύτερη συγκατάβαση τόσο από τα ΜΜΕ όσο και από τους δημοσιολογούντες νομικούς, με ελάχιστες εξαιρέσεις).

 

Β. Ο δεύτερος σημαντικός θεσμός που χρησιμοποιήθηκε προσχηματικά -και εν τέλει ευτελίσθηκε- το τελευταίο διάστημα είναι αυτός της Αναθεώρησης του Συντάγματος. Ενώ η Νέα Δημοκρατία πριν από τις τελευταίες εκλογές (του 2012) διακήρυττε σε όλους τους τόνους ότι η οι αλλαγές στο Σύνταγμα θα αποτελούσαν βασική της προτεραιότητα αμέσως μετά το πέρας της πενταετίας από την προηγούμενη αναθεώρηση (δηλαδή αμέσως μετά από την άνοιξη του 2013) τελικά δεν ανέλαβε έως πρόσφατα καμία σχετική πρωτοβουλία, παρότι είναι η μόνη από την πλευρά της κυβερνητικής πλειοψηφίας που διαθέτει τους 50 βουλευτές που απαιτούνται για την υποβολή της σχετικής πρότασης. Έπρεπε να φθάσουμε κοντά στην προεδρική εκλογή για να ξεθάψει από το συρτάρι της την Συνταγματική Αναθεώρηση, όχι βεβαίως γιατί ξαφνικά θυμήθηκε τις μεγάλες τομές και τις βαθιές αλλαγές που επαγγελλόταν αλλά για να χρησιμοποιήσει ακόμη ένα μέσο πίεσης προς την Βουλή για να μην προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές.

Ωστόσο, και με δεδομένο ότι ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ -δηλαδή το μοναδικό πλην ΝΔ κόμμα που διαθέτει τον κρίσιμο αριθμό των 50 βουλευτών- υπέβαλε πρόταση για Αναθεώρηση του Συντάγματος (αποφεύγοντας έτσι να αποσαφηνίσει τις σχετικές θέσεις του), η εν λόγω πρωτοβουλία της κυβέρνησης, παρά την προσχηματικότητά της,  θα μπορούσε να είχε αξιοποιηθεί από την παρούσα Βουλή, ώστε να ολοκληρωνόταν η πρώτη φάση της Αναθεώρησης του Συντάγματος, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Όχι βέβαια διότι πιστεύουμε ότι το πολιτικό πρόβλημα της χώρας θα μπορούσε να λυθεί με την Αναθεώρηση, όπως αφελώς διατείνονται ή υπονοούν πολλοί, αλλά επειδή και μια περιορισμένη έστω συμφωνία σε κάποιες ώριμες από καιρό αλλαγές -και ιδίως σε αυτές που αφορούν τα προνόμια του πολιτικού προσωπικού- θα αποκαθιστούσε στοιχειωδώς την εμπιστοσύνη του λαού απέναντι στους θεσμούς αλλά και θα διαμόρφωνε, μαζί με την συμφωνία για το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας, ένα κλίμα στοιχειωδών συναινέσεων και συγκλίσεων που είναι απολύτως απαραίτητο για την λειτουργία της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.

 

Γ. Πέραν όμως των ανωτέρω, υπάρχει και ένας τρίτος θεσμός που δοκιμάζεται -ή μάλλον που συνεχίζει να δοκιμάζεται- στις συγκεκριμένες εκλογές. Πρόκειται για το εκλογικό σύστημα, το οποίο παραμένει το ίδιο, με ευθύνη τόσο της κυβέρνησης όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πράγματι, από καμία πλευρά δεν αναλήφθηκε οποιαδήποτε σοβαρή πρωτοβουλία για να αλλάξει ένα εκλογικό σύστημα το οποίο:

Πρώτον, δίνει στο πρώτο κόμμα δώρο 50 εδρών χωρίς καμία προϋπόθεση ούτε ως προς το ποσοστό που πρέπει να λάβει αλλά ούτε και ως προς την διαφορά που πρέπει να έχει από το δεύτερο. Το αποτέλεσμα είναι τραγελαφικό με τα σημερινά δεδομένα του κατακερματισμού των πολιτικών δυνάμεων, και η παραβίαση της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου καταφανής και ανεπίτρεπτη για ένα σύγχρονο δημοκρατικό πολίτευμα.

Δεύτερον, δίνει στο πρώτο κόμμα σχεδόν όλες τις έδρες των τετραεδρικών περιφερειών, παραβιάζοντας κάθε έννοια τοπικής αναλογικής εκπροσώπησης, ακόμη και σε περίπτωση που το πρώτο κόμμα πανελλαδικά δεν είναι πρώτο κόμμα στην συγκεκριμένη εκλογική περιφέρεια.

Τρίτον, παραβιάζει κατάφωρα την αναλογία εκλογέων και εδρών στις επί μέρους εκλογικές περιφέρειες, στις οποίες παρατηρούνται ανεπίτρεπτες αποκλίσεις λόγω της διαφοράς του  μεγέθους των εκλογικών περιφερειών.

Για όλες αυτές τις κραυγαλέες και αντιδημοκρατικές παραβιάσεις της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου δεν έγινε όλο αυτό το διάστημα καμία σοβαρή προσπάθεια εξορθολογισμού του εκλογικού συστήματος, ώστε να συνδυασθεί, με έναν νέο πρόσφορο μηχανισμό, η αναλογικότητα της εκπροσώπησης με την κυβερνησιμότητα. Η μεν Νέα Δημοκρατία οχυρώνεται πίσω από το δημιούργημά της -παρότι είναι φανερό ότι έχει μετεξελιχθεί, πλέον, σε τερατούργημα- ο δε ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται μεν να εμμένει στην ρητορεία της απλής και άδολης αναλογικής, στην πραγματικότητα όμως «βολεύεται» με το ισχύον σύστημα, προκειμένου να κατακτήσει («αντιδημοκρατικά» σύμφωνα με όσα υποστήριζε παλαιότερα) την εξουσία.

Το χειρότερο δε όλων είναι ότι δεν έγινε καμία συζήτηση ούτε καν για την θεσμικά απαράδεκτη διάκριση μεταξύ των συνασπισμών και των μεμονωμένων κομμάτων ως προς το δώρο των 50 εδρών, παρότι η σχετική διάταξη θα μπορούσε να αλλάξει με απλή πλειοψηφία και όχι με πλειοψηφία των 2/3, διότι δεν αφορά ούτε το εκλογικό σύστημα ούτε τις εκλογικές περιφέρειες (άρθρο παρ. 1 Σ). Έτσι παρέμεινε μια ρύθμιση σύμφωνα με την οποία ευνοούνται σκανδαλωδώς τα μεμονωμένα κόμματα σε σχέση με τους συνασπισμούς, παρότι στην εποχή μας το ζητούμενο είναι ακριβώς το αντίθετο: να ενθαρρυνθούν οι προεκλογικές προγραμματικές συναινέσεις και συγκλίσεις, προκειμένου να διαμορφωθούν, με όρους διαφάνειας και ουσιαστικού πολιτικού διαλόγου, οι θέσεις και οι προτάσεις ευρύτερων συνασπισμών που θα ανασυνθέσουν, με άλλους όρους, το σημερινό κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό και θα δώσουν εκ των προτέρων στους πολίτες ένα σαφές περίγραμμα των προσφερόμενων λύσεων για την έξοδο από την κρίση που ταλανίζει τόσο σκληρά τη χώρα μας.