Το ελληνικό καπιταλιστικό μόρφωμα συγκροτείται από τις πελατειακές πολιτικές σχέσεις και την ιεραρχική δομή επιχειρηματικών συμφερόντων που μέσω κρατικοδίαιτων μηχανισμών διαμόρφωσε ισχυρά ολιγοπώλια. Χρηματοδότης του όλου συστήματος– της κρατικοδίαιτης ανάπτυξης επιχειρήσεων μέχρι και των πολιτικών πελατειακών σχέσεων– ήταν οι τράπεζες, μέσω εκτεταμένων και επιλεκτικών δανείων σε επιχειρήσεις, και μέσω της αγοράς ομολόγων και εντόκων γραμματίων του Δημοσίου με πλήρη αδιαφορία για την πελατειακή χρήση των κεφαλαίων. Σε αντάλλαγμα οι κυβερνήσεις μεριμνούσαν για την ολιγοπωλιακή «ησυχία» του τραπεζικού συστήματος και τη δυνατότητά του να λειτουργεί με ικανά περιθώρια κέρδους που επιβάρυναν ανεμπόδιστα το κόστος χρήματος στην πραγματική οικονομία.
Γύρω από αυτήν τη βασική δομή αναπτύχθηκε μετά τη μεταπολίτευση, όσο και εκτραχύνθηκε μετά το 2004, το ελληνικό καπιταλιστικό ιδίωμα. Μια αυτούσια οντότητα που μάταια προσδοκούσε (και προσδοκά) την υπέρβαση της περιφερειακότητάς της ώστε να καταστεί καπιταλιστικό κέντρο (θεωρίες μητρόπολης – περιφέρειας). Το μόνο που είχε να ελπίζει ήταν ο εκάστοτε προσαρμοστικός «εκσυγχρονισμός», ώστε να γίνεται δυνατή η παρακολούθηση των διεθνών εξελίξεων (π.χ. της παγκοσμιοποίησης ή των μνημονίων), χωρίς να θίγεται η πεμπτουσία της.
Η κρίση αποδόμησε το ελληνικό μόρφωμα.
Επιχειρηματικά συμφέροντα αναδιατάχθηκαν, περιουσίες περιορίστηκαν ή χάθηκαν. Νέοι επιχειρηματίες –και κάποιοι από τους παλαιούς– βρέθηκαν με ισχυρότερες θέσεις, εκμεταλλευόμενοι την εξωστρέφεια τους και την περιορισμένη εξάρτηση τους από το κράτος, που τώρα πια αποτελεί εμπόδιο παρά ευκαιρία αναρρίχησης. Σε αυτό συνέβαλλε αποφασιστικά και η συγκεντροποίηση του ολιγοπωλιακού τραπεζικού συστήματος και η χρηματοδοτική αδυναμία του, εξαιτίας της απαξίας των ελληνικών ομολόγων και εντόκων γραμματίων, της φυγής των κεφαλαίων και του αναγκαστικού εξορθολογισμού των κριτηρίων λειτουργίας και δανειοδότησης, ελέω της εποπτείας της ΕΚΤ.
Από την άλλη το πελατειακό πολιτικό σύστημα, έχοντας χάσει τη δυνατότητα παροχών, εξαντλούσε την εναπομείνασα δυνατότητα πελατειακότητας που ήταν η διαχείριση ειδικών συμφερόντων. Καταλυτικός παράγοντας, η κατανομή των φόρων και των επιβαρύνσεων, οι καθυστερήσεις και τα παραθυράκια στην απελευθέρωση των αγορών και οι ειδικές φορολογικές ρυθμίσεις ή οι «λίστες» από το εξωτερικό που επανέρχονται ως άλλοθι της μη συστημικής προσπάθειας αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής.
Αυτό ήταν το πλαίσιο δημοσιονομικής πειθαρχίας, «μεταρρυθμίσεων» και περιορισμών ρευστότητας που κατέπνιγε την πραγματική οικονομία ενώ παρέτεινε την εξυγίανση του ρόλου του Δημοσίου στην οικονομία, όσο και των ίδιων των τραπεζών. Αυτός ήταν και παραμένει ο μηχανισμός της παρατεταμένης κρίσης που θέτει σε προτεραιότητα το Δημόσιο –με όλες τις παθογένειες του– και τις τράπεζες, σε βάρος της πραγματικής οικονομίας.
Η έλευση του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ –ένα μοναδικό δίδυμο «αριστερού» εθνικολαϊκισμού–, αφού δοκίμασε τις «ριζοσπαστικές» ιδέες της ανατροπής του παγκόσμιου καπιταλισμού (!!!) στο πρώτο επτάμηνο του 2015, «ησύχασε» υπακούοντας στις μακροσκοπικές εντολές των μνημονίων αλλά και στις απαιτήσεις του προσαρμοστικού εκσυγχρονισμού και της αναπαραγωγής της χειρότερης έκφανσης της ελληνικής καπιταλιστικής ιδιοτυπίας. Κριτήριο υπακοής: η συνεργασία επί της εφαρμογής του λογιστικού σχεδίου της τρόικας και η «εφαρμογή» των μεταρρυθμίσεων ώστε να περισωθεί η πελατειακότητα όσο και η πορεία αναδόμησης των παραδοσιακών επιχειρηματικών ιεραρχήσεων.
Για την πελατειακότητα οι κινήσεις των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι σαφείς ακόμα και στο υφιστάμενο δυσχερές δημοσιονομικό πλαίσιο. Προσλήψεις ημετέρων και συγγενών σε όλα τα κομβικά σημεία της δημόσιας διοίκησης, συστήματα προαγωγών με στημένες συνεντεύξεις και θεσμικές πρωτοβουλίες που καλύπτουν τις μακροσκοπικές απαιτήσεις του τρίτου μνημονίου αλλά αφήνουν αλώβητη την κομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης. Παράλληλα οι υπουργικές αποφάσεις για την απελευθέρωση επαγγελμάτων περιμένουν στα συρτάρια ή μεταλλάσσονται ώστε να συντηρούν την εξάρτηση από τις κομματικές επιλογές. Η κυριαρχούσα γραφειοκρατία επιδεινώνεται με συνεχείς αυτοαναιρούμενες διατάξεις νόμων που απομακρύνουν τον πολίτη από το κράτος ενώ μετατρέπουν τον οποιοδήποτε διαχειριστή δημοσίου χρήματος σε ένοχο μέχρι αποδείξεως του εναντίου.
Όσον αφορά την αναδιάταξη των επιχειρηματικών συμφερόντων, εκεί οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αναβίωσαν παλιές παραδόσεις του πελατειακού κράτους με αναθέσεις σε ημετέρους και συμβάσεις έργων που «σπάνε» σε κομμάτια ώστε να μη δημοσιεύονται στην περιορισμένη πλέον Διαύγεια. Ωστόσο, τον κύριο ρόλο στον τομέα αυτό έχουν αναλάβει οι 4 συστημικές τράπεζες και η μία μη συστημική. Πώς προκύπτουν οι επιχειρήσεις που «υποστηρίζονται»; Πόσα είναι τελικά και πώς εξελίσσονται τα «κόκκινα» δάνεια και οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου που θα κληθεί να καλύψει το συνένοχο ολιγοπωλιακό τραπεζικό σύστημα και εν τέλει οι φορολογούμενοι και οι επενδυτές; Υπάρχουν παρεμβάσεις της κυβέρνησης στην επιλογή των στελεχών που διοικούν τις τράπεζες ώστε οι αποφάσεις τους να συνδέονται με τις στρατηγικές της; Είναι εντύπωση ή παρερμήνευση η δημόσια στήριξη του τραπεζικού συστήματος για τις κατακτήσεις και το πνεύμα «συνεννόησης» του νέου κυβερνητικού σχήματος ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ;
Η ροή σταθερότητας του ελληνικού καπιταλιστικού μορφώματος είναι εδώ και αντιστέκεται στις μεταρρυθμίσεις που απλώς για μία ακόμα φορά μετατρέπονται σε «προσαρμοστικό» εκσυγχρονισμό του. Οι φορολογούμενοι καλύπτουν με τους φόρους τους την κρατική ανεπάρκεια. Επιπλέον καλύπτουν τη χρηματοδότηση των τραπεζών μέσω της επιβάρυνσης του χρέους που συνεπάγεται η κεφαλαιακή στήριξη τους από το ευρωσύστημα, όσο και από τη συμμετοχή στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου. Αντί αυτών, η πελατειακότητα της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ εξασφαλίζει τις «επιστροφές» στους ημετέρους. Αδιαφορεί για το υψηλό κόστος χρήματος που χρεώνουν οι τράπεζες στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και ανασυγκροτεί τις ολιγοπωλιακές ιεραρχίες επιχειρηματικών διατάξεων (κυρίως μέσω του ολιγοπωλιακού τραπεζικού συστήματος), που θα της συμπαρασταθούν ελπίζοντας να παρασύρει σε αυτήν τη σχέση και νέα επιχειρηματικά συμφέροντα. Και όλα αυτά σε βάρος της πραγματικής οικονομίας, της ελευθερίας των αγορών και των αποφάσεων των επιχειρηματιών κάθε είδους και βαρύτητας, και εν τέλει σε βάρος της ίδιας της κοινωνίας των πολιτών που καλείται να υπερβεί την κρίση σε ένα καθεστώς δημοσιονομικών επιβαρύνσεων και περιορισμών ρευστότητας που υπογείως συντείνουν πανηγυρικά στην παράταση της. Και όποιος από του μη ημετέρους του συστήματος αντέξει.
Την ιστορική στιγμή που χώρα απαιτεί ριζικές αλλαγές με ιδεολογική φόρτιση των μεταρρυθμίσεων και των νέων θεσμών που θα αναδείξουν την κριτική γνώση, την πρωτοβουλία, τη δημιουργικότητα και την επιχειρηματικότητα, τις ίσες ευκαιρίες για όλους… την ώρα που απαιτείται η αξιοκρατία και η αφυπηρέτηση παραγόντων και στελεχών που διακινούν το πελατειακό σύστημα και τις ιεραρχικές επιχειρηματικές διατάξεις, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και το κατεστημένο υπεραμύνονται κατεστημένων θέσεων και προσώπων.
Μία πλήρως συστημική κυβέρνηση που εξαργύρωσε τις ριζοσπαστικές εθνικολαϊκιστικές «αγανακτισμένες» κραυγές και τις αριστεροφανείς ρητορείες σε μια υπαλληλική κυβερνητική εξουσία που εξυπηρετεί τη μνημονιακή προσαρμογή του ελληνικού καπιταλιστικού μορφώματος. Απώτερος στόχος… η εντός του πλαισίου του αναπαλαιωμένου πελατειακού συστήματος δημιουργία κατάλληλων μηχανισμών που θα εγγυώνται τη μακροημέρευση του ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ως κυβερνητικό σχήμα σήμερα, και ως «παίκτη» των ευρύτερων κυβερνητικών συμμαχιών αύριο.