Οι σκύλοι της Αβάνας 2.0

Νίκος Μπίστης 02 Απρ 2013

Μια βδομάδα στην Αβάνα, λοιπόν. Το πρωινό ξεκίναγα με μια βόλτα στη Μαλεκόν, την περίφημη παραλία της Αβάνας. Τη μια μέρα η θάλασσα ήταν λάδι, την άλλη έσκαγαν κύματα δέκα μέτρα μέσα στον δρόμο και έβρεχαν περιπατητές και αυτοκίνητα. Και οι δυο εκδοχές, φαντασμαγορικές. Μετά, καφές στο ξενοδοχείο Νασιονάλ, όσο οι κυρίες κάνανε μάθημα σάλσας. Για την ιστορία αυτού του ξενοδοχείου, που φιλοξένησε στους χώρους του την ιστορία της Κούβας από το 1923, έγραψα στο πρώτο μου άρθρο. Παραμένει ένα στολίδι. Δεν φιλοξενεί πια κοριτσόπουλα από την επαρχία για να μάθουν γράμματα, όπως το πρώτο διάστημα μετά την Επανάσταση, είναι τώρα η ναυαρχίδα του τουριστικού στόλου της Κούβας. Πίνεις τον καφέ σου περικυκλωμένος από την ποικίλη εκτυφλωτική ομορφιά του ξενοδοχείου και πιάνεις ψιλοκουβέντα με την Ιστορία που βγαίνει από κάθε δωμάτιο και σεργιανίζει στους κήπους. Μετά τις αποτυχημένες προσπάθειες του Λευτέρη να με κάνει να καπνίσω πούρο Μοντεχρίστο (δοκίμασα μετά το επιχείρημα ότι αυτό το πούρο ήταν το αγαπημένο του Φιντέλ, αλλά αισθάνθηκα την ίδια αναγούλα όπως όταν 15χρονος πήγα να καπνίσω Σάλεμ Μεντόλ) κατεβαίναμε στην πόλη. Την Αβάνα δεν τη χορταίνεις. Οι άλλες πόλεις έχουν ιστορικό κέντρο, η Αβάνα είναι όλη ιστορικό κέντρο. Οφείλεται σε μια ανεκτίμητη αν και τυχαία προσφορά της Επανάστασης. Και να πώς. Ο Μπατίστα είχε αποφασίσει να γκρεμίσει όλα τα παλαιά κτήρια και να χτίσει μια μοντέρνα πόλη και ένα κουβανέζικο Λας Βέγκας. Τον πρόλαβε η Επανάσταση. Πολλοί –όχι όλοι– πλούσιοι έφυγαν και εγκατέλειψαν τα σπίτια τους. Με το εμπάργκο και τη στροφή προς τη Σοβιετική Ένωση, επιχειρηματίες, τράπεζες, ξενοδόχοι, εγκατέλειψαν τεράστια και πανέμορφα κτήρια από την εποχή της αποικιοκρατίας.

Ο Κάστρο -που δεν μπορούσε να έχει το 1959 πολεοδομικές, οικολογικές ή άλλες ευαισθησίες, αλλά προτεραιότητά του ήταν η κοινωνική πολιτική- στέγασε σε όλα αυτά τα κτήρια ανθρώπους από τις φτωχογειτονιές και την επαρχία. Το κράτος η οι πολίτες δεν είχαν τη δυνατότητα, ούτε τη βούληση να συντηρήσουν αυτά τα πανάκριβα κτήρια πολλά από τα οποία άρχισαν σιγά-σιγά να καταρρέουν, μερικά εγκαταλείφθηκαν αλλά τα περισσότερα, σε κακή κατάσταση, συνέχισαν να επιτελούν το κοινωνικό τους έργο. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, όταν αποφάσισαν ότι θα αναπτύξουν τον τουρισμό τους ξαναθυμήθηκαν τα όμορφα κτήρια. Και με προτεραιότητα στα μεγάλα άρχισαν να τα αναστηλώνουν. Λίγο το κράτος, λίγο οι μεικτές επιχειρήσεις, λίγο η Ουνέσκο -που κήρυξε, ορισμένα κτήρια, παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά- η Αβάνα αναστηλώνεται με πυρετώδεις ρυθμούς. Οι οικοδόμοι και οι εξαιρετικά ταλαντούχοι αρχιτέκτονες έχουν, εκτός απροόπτου, εξασφαλισμένη απασχόληση. Και όσο η οικονομία βελτιώνεται, αυτή η τάση επεκτείνεται και στα σπίτια.

Η Αβάνα ομορφαίνει, με γεωμετρική πρόοδο. Η βελτίωση, μέσα σε τρία χρόνια, είναι εντυπωσιακή. Η πλατεία Βιέχα -κατά τη γνώμη μου, η πιο όμορφη στην Κούβα- έχει, περιμετρικά, 10–12 μεγάλα κτήρια διαφορετικού ρυθμού, που κτίστηκαν σε διαφορετικές περιόδους, αλλά «δένουν» σε ένα αρμονικό σύνολο. Πριν από τρία χρόνια ήσαν τα μισά έτοιμα και τα άλλα ή κουφάρια ή με σκαλωσιές. Τώρα όλα είναι «καινούρια», όμορφα και διακριτικά φωτισμένα και δεν μπόρεσα να αποφασίσω αν μου αρέσει περισσότερο η Βιέχα ή η πλατεία της Σιένα. Δίπλα, ένα άλλο μικρότερο στολίδι, η πλατεία του Άγιου Φραγκίσκου της Ασίζης. Στον Άγιο των φτωχών, τον «Αριστερό» Άγιο, επιτράπηκε να κρατήσει την όμορφη, μικρή πλατεία του, όπου συνυπάρχουν αρμονικά αποικιακά κτήρια και μοντέρνα γλυπτά Κουβανών καλλιτεχνών. Και βέβαια τα απαραίτητα, μουσικές, χοροί, τα μέρη που έγραφε ο Χέμινγουεϊ, το μπαρ Floridita και τα άλλα μέρη που γινόταν τύφλα ο Χέμινγουει, το κρεβάτι που ο Χέμινγουει επιδείκνυε τη συλλογή γραμματοσήμων του σε διάφορες κυρίες στο Άμπος Μούντος, ρούμι, ντάκιρι και πίνα κολάντα. Μέχρι και εγώ, που είμαι παιδί της Coca Cola, ένα μεσημέρι(!) αλλού πατούσα και αλλού βρισκόμουν και χόρευα (!) στη Floridita.

Αφήσαμε την Αβάνα με δυσκολία, με ένα συναίσθημα ανεκπλήρωτου και με την υπόσχεση ότι θα ξαναπάμε σύντομα. Κινηθήκαμε ανατολικά για τρεις μέρες, για μπάνια στο νησάκι Σάντα Μαρία. Στον δρόμο βρήκαμε ένα αεροδρόμιο για τσάρτερς. Τους φορτώνουν στον Καναδά, τους πάνε στο νησάκι, τους αφήνουν εκεί και σε δέκα μέρες τους πάνε πίσω. Γνώρισα Καναδούς που έχουν έρθει 5 φορές στην Κούβα, παρέμειναν έγκλειστοι στο all inclusive ξενοδοχείο και δεν πήγαν μια φορά να δουν την Αβάνα, τη Σάντα Κλάρα, το Σαντιάγκο, το Τρινιτάδ. Είναι και αυτό μια άποψη για το πώς κάνει τουρισμό η μεσαία τάξη του Καναδά που συνωστίζεται στις παραλίες. Για αυτούς είναι πάμφθηνο ταξίδι, αλλά και για μας δεν είναι ακριβός – για υπερατλαντικός – προορισμός. Και μια φορά στην ζωή σας, αξίζει να πάτε. Εκεί ξαναθυμήθηκα τα λόγια του Λόρκα που μίλησε για επίγειο Παράδεισο. Παραλία Ελαφόνησου και Φαλάσαιρνας μαζί, με οργιώδη βλάστηση εκεί που τελειώνει η άμμος. Οι γνωστοί, από το πρώτο άρθρο, πελεκάνοι που πρέπει να σκύψεις γιατί πετάνε σύρριζα από την επιφάνεια της θάλασσας. Πέσαμε στις χειρότερες χειμωνιάτικες μέρες τους, με θερμοκρασία 20 βαθμούς, μεγάλα κύματα και αέρα. Οι γενναίοι, μπήκαμε. Την τελευταία μέρα καλοκαίριασε, έπεσε μπουνάτσα, μπήκαμε νωρίς νωρίς στη θάλασσα βλαστημώντας για την κακή μας τύχη και εγκαταλείψαμε το μεσημέρι τον Παράδεισο και γυρίσαμε στην Αθήνα για να αντιμετωπίσουμε τις περιπέτειες της Κούβας της Μεσογείου.

Τώρα, ένα άλλο φιλοσοφικό ζήτημα που προέκυψε από την εκεί παραμονή μας, που με μια έννοια παραπέμπει κάπως και στα δικά μας. Το ξενοδοχείο ήταν τεράστιο, για μαζικό τουρισμό, με τρία εστιατόρια, γυμναστήριο, τρεις μεγάλες πισίνες, άπειρα μπαρ και ό,τι άλλο ανταποκρίνεται σε αυτό που λέμε μαζικός τουρισμός με όλα στην τιμή ( all inclusive). Πεντακάθαρο και πώς να μην είναι αφού κάθε πέντε μέτρα υπήρχε κάποιος/α με μια σκούπα στο χέρι, που σκούπιζε ανάμεσα στα πόδια σου. Στο εστιατόριο ένας έπαιρνε το πιάτο σου μόλις κατέβαζες την τελευταία μπουκιά, άλλος σου έβαζε συνέχεια νερό, ένας τρίτος σε ρωτούσε συνέχεια αν θες κάτι. «Ωραία, ρε παιδί μου, αλλά πολύς κόσμος δουλεύει εδώ», ήταν η πρώτη παρατήρηση του Λευτέρη. Οι εργαζόμενοι φιλικοί, εξυπηρετικοί, χωρίς ίχνος δουλικότητας. Δεν θα παίρνανε πριμ παραγωγικότητας, αλλά τόσοι που ήταν η δουλειά έβγαινε. Το πρωί κατεβήκαμε για πρωινό. Άφθονα πράγματα… εκτός από βούτυρο. «Amigo, τέλειωσε, θα μας φέρουν σήμερα, αύριο», ήταν η χαμογελαστή απάντηση στην απορία. Φύγαμε και το βούτυρο δεν είχε καταφτάσει. Σε αυτά τα ξενοδοχεία όλοι πίνουν πίνα κολάντα ή χυμό ανανά κ.λπ. Θέλεις καλαμάκι για αυτό. «Amigo, τέλειωσαν τα καλαμάκια. Θα μας φέρουν σήμερα αύριο». Όσο τα είδατε εσείς, τα είδαμε και εμείς. Πίνουνε και καφέ σε αυτά τα ξενοδοχεία. Χρειάζονται κουταλάκια για ζάχαρη και ανακάτεμα. Ναι, σωστά το υποθέσατε, είχαν και αυτά τελειώσει. Όμως, είχαν απόθεμα από πλαστικά μαχαιράκια. Τα έσπαγαν στη μέση και τα χρησιμοποιούσαν αντί για κουταλάκια, σκασμένοι πάλι στα γέλια. Γιατί στην Κούβα ισχύει κατεξοχήν η ρήση ότι «όλα στο τέλος γίνονται και αν δεν γίνονται είναι γιατί δεν ήρθε ακόμα το τέλος». Μετά το πρωινό πήγαμε προς το γυμναστήριο. «Τραπέζια πινκ πονκ», ανεφώνησε χαρούμενος ο Λευτέρης. Ζητήσαμε ρακέτες. Σκασμένοι πάλι στα γέλια, μας έδωσαν δυο ρακέτες που είχε μείνει μόνο το ξύλο γιατί η πλαστική επίστρωση είχε ξεκολλήσει. Ζητήσαμε κόλλα, αλλά κόλλα δεν υπήρχε. Επειδή όμως στην Κούβα όλα στο τέλος γίνονται, πετάχτηκαν στα γραφεία, πήραν ένα συρραπτικό και στο τέλος παίξαμε κάτι ανάμεσα σε πινκ πονκ και ξυλίκι. Α, ξέχασα να σας πω ότι το πρώτο βράδυ, εκεί που κοιμόμουνα, έσπασε το ένα από τα έξι πόδια του κρεβατιού και πήρα μια μικρή κλίση με τη μούρη προς το πάτωμα. Σε μια εκδήλωση αλληλεγγύης προς το προσωπικό που διανυκτέρευε, πήγα στην άλλη άκρη του κρεβατιού και συνέχισα τον ύπνο μου και μόνο το πρωί τους ενημέρωσα.

Ήρθαν –άγνωστο γιατί– δύο διαφορετικά συνεργεία. Η ετυμηγορία, όμως, ήταν κοινή και πάντα χαμογελαστή. «Amigo, πού να το φτιάχνουμε τώρα; Δεν είναι καλύτερα να σου φέρουμε άλλο κρεβάτι;». «Si Amigo», έσπευσα να συμφωνήσω ενθουσιασμένος. Το έφεραν στις 7 το απόγευμα. Τώρα, θα μου πείτε, είναι πρόβλημα το βούτυρο, τα καλαμάκια, τα κουταλάκια, οι ρακέτες, ακόμα και η παραλίγο νυκτερινή τούμπα; Για μας που πήγαμε αποφασισμένοι να δείξουμε την επαναστατική μας αλληλεγγύη ίσως όχι, για τους Καναδούς που πήγαν να κάνουν μόνο διακοπές μάλλον ναι. Προβληματισμένος αλλά και εξαιρετικά ευδιάθετος πήρα τον υπερυψωμένο ξύλινο διάδρομο γέφυρα που σε έφερνε στη θάλασσα χωρίς να κολλάνε τα πόδια σου στην άμμο. Απότομα η γέφυρα σταμάταγε και ένα κορδόνι σου απαγόρευε να πας παραπέρα. Ή η γέφυρα είχε πάθει ζημιά ή δεν είχε τελειώσει. Το αποδείκνυε η παρουσία δίπλα εκεί ενός πολυμελούς συνεργείου που επί τρεις ημέρες κάτι μαστόρευε με καδρόνια, χωρίς αξιοσημείωτη πρόοδο. Οι εργασιακοί ρυθμοί ήσαν αντιστρόφως ανάλογοι προς τις ξέφρενες μουσικές που ακούγονταν από το μπαρ. Ήσαν εννιά. Ο ένας κράταγε το ξύλο, ένας άλλος χτυπούσε με το σφυρί και οι επτά καθισμένοι ανακούρκουδα τους συμπαραστέκονταν και το διασκέδαζαν. Ήταν πολύ ωραίο θέαμα να βλέπεις αυτό το μπουκέτο από άσπρους, μαύρους και μιγάδες, να περνάει τόσο ωραία και να το διασκεδάζει δουλεύοντας(;). Το πρόβλημα της ολοκλήρωσης του έργου δεν φαινόταν να απασχολεί ούτε αυτούς, ούτε τον άφαντο επιστάτη.

Αφού έκανα μπάνιο, περπάτησα στην άμμο μαζεύοντας ωραία, άσπρα κοχύλια. Τριακόσια μέτρα πιο πέρα βρέθηκα στην παραλία του διπλανού ξενοδοχείου. «Δεν πάω να δω πώς είναι;», σκέφτηκα. Η ξύλινη γέφυρα έφτανε κανονικά στην παραλία και πήρα τον διάδρομο προς τα μέσα. Τεράστιο και αυτό, πεντακάθαρο και αυτό, χωρίς όμως τον συνωστισμό προσωπικού του δικού μας. Μέτρησα τρεις κηπουρούς που εργάζονταν πυρετωδώς και το αισθητικό αποτέλεσμα ήταν καλύτερο. Τα διάφορα συνεργεία που συνάντησα είχαν το πολύ δύο άτομα και κανένας δεν με κυνήγαγε με μια σκούπα στο χέρι. Στο μπαρ αγνόησαν το διαφορετικό χρώμα που είχε το λουράκι στο χέρι μου και μου έδωσαν μια πίνα κολάντα με ένα μεγαλόπρεπο καλαμάκι. Ο διπλανός ανακάτευε τον καφέ του με ένα κουταλάκι. Έπιασα κουβέντα μαζί του. Ήταν από τους έγκλειστους Καναδούς. Ήταν πολύ ευχαριστημένος από το ξενοδοχείο, θα ξαναρχόταν και του χρόνου. «Βούτυρο; Προφανώς και έχουμε βούτυρο» και με κοίταξε με περιέργεια σαν να μην ήμουν στα καλά μου. Θεώρησα καλό να μην τον ρωτήσω αν έπεσε από το κρεβάτι του, τον χαιρέτησα και γύρισα στο ξενοδοχείο που μέναμε. Εκεί με περίμενε με ένα περίεργο χαμόγελο ο Λευτέρης. Ξέχασα να σας πω ότι είναι Left Liberal και είναι φυσικό να το διασκέδαζε. «Κάτσε να σου πω τα καθέκαστα. Έπιασα κουβέντα με έναν Καναδό και έμαθα. Λοιπόν, αυτά τα δυο ξενοδοχεία τα κτίσανε Ισπανοί. Μέχρι πρόπερσι υπήρχε συνεκμετάλλευση 50% το κράτος, 50% οι Ισπανοί. Μετά διαφώνησαν και οι Ισπανοί αποσύρθηκαν. Από τότε η γέφυρα είναι έτσι με το κορδόνι και το ένα πρόβλημα διαδέχεται το άλλο. Στο διπλανό, οι Ισπανοί επανήλθαν με νέα συμφωνία και με δυο όρους. Να έχουν αυτοί το management και να μειωθεί αμέσως το προσωπικό κατά 150 άτομα. Όπερ και εγένετο», τέλειωσε την ενημέρωση ο Λευτέρης. Έτσι εγένετο και προφανώς τους «μετέταξαν» τριακόσια μέτρα παραδίπλα και έφτιαξαν εννεαμελή συνεργεία και στρατιές κηπουρών. Όμως ο Καναδός του διπλανού θα ξανάρθει, ενώ ο Καναδός του δικού μας είναι αμφίβολο. Πρόπερσι ο Ραούλ μείωσε κατά δεκάδες χιλιάδες τους δημόσιους υπάλληλους και άνοιξε την οικονομία. Μη με ρωτήσετε γιατί ο διευθυντής του ενός ξενοδοχείου, με λιγότερο προσωπικό, τα κατάφερε καλύτερα, γιατί αυτός είχε βούτυρο, ενώ ο άλλος -τριακόσια μέτρα πιο δίπλα- το περιμένει ακόμα. Είναι στη φύση του συστήματος, είναι στη φύση του ανθρώπου; Πάντως, είναι έτσι και ο Ραούλ φαίνεται ότι το κατάλαβε.

Οι τρεις ξένοιαστες μέρες πέρασαν σαν αστραπή. Πίσω στο αεροδρόμιο της Αβάνας, με την απόφαση να ξανάρθουμε. Και με την ελπίδα η μετάβαση να προχωρήσει χωρίς τριγμούς, χωρίς κατάρρευση ανατολικοευρωπαϊκού τύπου. Ξέρω ότι και πάλι θα τα «ακούσω» από αυτούς που ήθελαν άλλα να διαβάσουν. Και από τις δυο πλευρές κι από τους αγριοκομμουνιστές και από τους αγριοφιλελεύθερους. Και από αυτούς που δεν μπορούν να καταλάβουν ότι το κράτος Λεβιάθαν, με τα εννεαμελή συνεργεία, τελειώνει και στην Κούβα και από εκείνους που δεν μπορούν να δουν τίποτε θετικό και ανθεκτικό σε ένα νησί που έκανε μια αυθεντική επανάσταση. Μέχρι να απαντηθούν από την Ιστορία μερικά ερωτήματα σε σχέση με την Κούβα ελπίζω να προλάβω να ετοιμάσω τουλάχιστον άλλες δυο φορές τις βαλίτσες μου για την Αβάνα.