«Το μέλλον ανήκει σε εκείνους που το προετοιμάζουν και δουλεύουν γι’ αυτό», είχε πει ο Κώστας Σημίτης, το 1995, την ημέρα που παραιτήθηκε από υπουργός Βιομηχανίας και Εμπορίου, αρνούμενος να συμπράξει σε πελατειακές και ψηφοθηρικές πολιτικές.
Με το πρόσφατο άρθρο του στην εφημερίδα Το Βήμα με τίτλο: «Κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατον», επανέφερε την ανάγκη απεξάρτησης από εκείνες τις πολιτικές του παρελθόντος που μας οδήγησαν στην κρίση και στη χρεοκοπία.
Αν και το κείμενό του διακρίνεται για τη μελαγχολική και απαισιόδοξη ματιά, είναι ενδιαφέρον. Κι αυτό διότι θίγει το καίριο ζήτημα της αμεριμνησίας του εγχώριου κομματικού συστήματος, ως προς τις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε. Αναμφίβολα η πολιτική ζωή στα χρόνια της κρίσης βρίθει από καταγγελτικό λόγο, από κούφιες υποσχέσεις και ανώφελες διακηρύξεις. Ενίοτε μάλιστα, ακόμη και κάποιοι πολέμιοι του λαϊκισμού διολισθαίνουν σε αυτόν, προσπαθώντας να γίνουν αρεστοί στο εκλογικό σώμα.
Ο Κώστας Σημίτης, για άλλη μια φορά, αποδεικνύει την οξεία πολιτικότητά του. Το κυριότερο, ακτινογραφεί με τρόπο εύστοχο και ουσιαστικό τις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής πολιτικής. Δεν επισημαίνει μόνο τους αναχρονισμούς και τις στρεβλώσεις της, αλλά αναδεικνύει σε μείζον ζήτημα την έλλειψη ειλικρίνειας και καθαρών πολιτικών.
Καταδεικνύει με παραδείγματα, την επικρατούσα νοοτροπία της εξυπηρέτησης συντεχνιακών συμφερόντων και πελατειακών σχέσεων. Έτσι ερμηνεύει και το γεγονός ότι οι πολιτικές σε σημαντικούς τομείς υπαγορεύονται από ψηφοθηρικές λογικές. Οι αναφορές του γίνονται συγκεκριμένες: οι επενδύσεις, το ασφαλιστικό και η παιδεία. Και στα τρία αυτά ζητήματα κυριαρχούν ο βερμπαλισμός, η μικροπολιτική, ακόμη και ο λαϊκισμός.
Οι κομματικές δυνάμεις υπόσχονται λύσεις, αποφεύγοντας να υποστηρίξουν τις επιβεβλημένες αλλαγές. Αντιλαμβανόμενες ότι είναι δυσάρεστες και προκαλούν αντιδράσεις σε μερίδα των πολιτών, στρογγυλεύουν τις θέσεις τους. Το χειρότερο συντηρούν την αναβλητικότητα και την αδράνεια ως προς τις τομές που χρειάζεται η χώρα. Το αποτέλεσμα είναι ένα ολόκληρο παρασιτικό, αναχρονιστικό, αντιπαραγωγικό σύστημα να παραμένει άθικτο. Η εναρμόνισή μας με τις προηγμένες χώρες της Ευρώπης παραπέμπεται στις καλένδες.
Αξιοσημείωτες είναι οι επικρίσεις που διατυπώνει ο πρώην πρωθυπουργός για τις προωθούμενες κυβερνητικές αλλαγές στον χώρο της εκπαίδευσης, όπου βασικό τους χαρακτηριστικό είναι η εξίσωση προς τα κάτω. Αντί για μια ανταγωνιστική και συνδεδεμένη με τις ανάγκες της χώρας και της αγοράς παιδεία, επιδιώκεται η υποβάθμιση και η μετατροπή της σε βραχίονα λαϊκισμού. Εξίσου αποκαλυπτικός είναι και ο στρουθοκαμηλισμός ως προς το ασφαλιστικό, επιλέγοντας αποσπασματικές ρυθμίσεις. Τη στιγμή μάλιστα που αποτελεί ωρολογιακή βόμβα. Το ίδιο συμβαίνει και στην προσέλκυση επενδύσεων.
Μολονότι θα έπρεπε να ήταν κυρίαρχος εθνικός στόχος, εντούτοις οι αγκυλώσεις, οι ιδεοληψίες και οι κρατικίστικες αντιλήψεις παραμένουν κυρίαρχες. Δεν περιορίζονται μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά διαπερνούν το σύνολο σχεδόν των κομμάτων. Η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος με λιγνίτη αποκαλύπτει τον εγκλωβισμό του τόπου σε δραστηριότητες που είναι οικονομικά και περιβαλλοντικά επιζήμιες. Οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας αντιμετωπίζονται με εχθρότητα, τη στιγμή που υιοθετούνται σε όλον τον σύγχρονο κόσμο, για να προστατευθεί το περιβάλλον και να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή. Στην Ελλάδα οι ΑΠΕ στοχοποιούνται από διάφορους ανερμάτιστους και γραφικούς τύπους. Η περίπτωση των κινητοποιήσεων στην Κρήτη εναντίον της αιολικής ενέργειας, την οποία επικαλείται ο Κώστας Σημίτης, είναι χαρακτηριστική. Η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ όχι μόνο αδιαφορεί αλλά ανέχεται και την καταστροφή των εγκαταστάσεων, σημειώνει ο πρώην πρωθυπουργός.
Αναμφισβήτητα οι σημερινοί κυβερνώντες συνιστούν την πιο αυθεντική έκφραση μιας Ελλάδας που πεισματικά αρνείται να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες και απαιτήσεις. Προκειμένου να είναι αρεστοί, συμπορεύτηκαν και συμπορεύονται με όλους εκείνους που αντιτάχτηκαν στις επιβεβλημένες και ζωτικές για τη χώρα αλλαγές. Το αποτέλεσμα είναι να σωρεύονται τα αδιέξοδα, αλλά και να κερδίζει συνεχώς έδαφος ο άκρατος λαϊκισμός. Έτσι φτάσαμε στη γελοιότητα ένα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης να πιστεύει ακόμη και σήμερα πως μας ψεκάζουν. Το χειρότερο απ’ όλα είναι να υπερασπίζεται ένα κορεσμένο και απαρχαιωμένο αντιαναπτυξιακό υπόδειγμα. Η ελπίδα ορισμένων ότι η κρίση μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία αποδεικνύεται φρούδα.