Οι σημερινοί ρομφαιοφόροι και το αυριανό ηφαίστειο

Ρωμανός Οικονομίδης 10 Ιουλ 2015

Αναμφισβήτητα, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αποτελεί μια μεγάλη νίκη για το τόξο που σχημάτισε ο Πρωθυπουργός και από την άλλη σηματοδοτεί την έναρξη ενός κύκλου συζητήσεων και εσωστρέφειας για τον άτυπο συνασπισμό που συγκροτήθηκε υπέρ του ΝΑΙ. Σύμφωνα, μάλιστα, με την επομένη του δημοψηφίσματος και το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών που ακολούθησε, ο κ. Τσίπρας πλέον εμφανίζεται πανίσχυρος στο εσωτερικό, διεκδικώντας έως και λευκή επιταγή για ό,τι επακολουθήσει. Το βασικό ερώτημα, βέβαια, είναι τί θα επακολουθήσει.

Εδώ, η κοινή ανακοίνωση των πολιτικών αρχηγών –πλην Κουτσούμπα- είναι ιδιαιτέρως κατατοπιστική και ενδιαφέρουσα. Παραθέτω: «Η πρόσφατη ετυμηγορία του Ελληνικού Λαού δεν συνιστά εντολή ρήξης, αλλά εντολή συνέχισης και ενίσχυσης της προσπάθειας για την επίτευξη μιας κοινωνικώς δίκαιης και οικονομικώς βιώσιμης συμφωνίας». Ο κ. Τσίπρας με αυτόν τον τρόπο χρησιμοποιεί και ερμηνεύει το ΟΧΙ σαν εντολή συμβιβασμού κατά το δοκούν. Συμψηφίζει τις ναζιστικές και τις αντιευρωπαϊκές ψήφους και τις θέτει υπό τις υπηρεσίες του. Υπάρχει, όμως, κι άλλη μια «πονηριά». Από την μια θριαμβολογεί για την επικράτησή του, κυρίως την προσωπική, ενώ από την άλλη προσπαθεί να μοιράσει τις ευθύνες για το –αναμενόμενα- αποτυχημένο αποτέλεσμα της δικής του διαπραγμάτευσης. Με άλλα λόγια, ποντάρει στην ευθύνη που καλούνται να επιδείξουν τα αντίπαλα κόμματα, τα οποία μέχρι χθες απαξίωνε ακόμη και με τις «πύρινες» ομιλίες του στη Βουλή.

Ένα δεύτερο ερώτημα που προκύπτει είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ, σε περίπτωση που αποφευχθούν τα χειρότερα, παγιωθεί ως κυρίαρχη πολιτική δύναμη. Σε αυτό το σενάριο, είμαι πεπεισμένος πως ακόμα και η εφαρμογή σκληρών μέτρων ελάχιστα θα στοιχίσει στο κυβερνόν κόμμα. Το παραπάνω συμπέρασμα, εξάγεται για τους εξής δύο λόγους. Πρώτα, ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα στην κρίση ποτέ δεν προετοίμασε το λαό για δυσκολίες, ούτε παίδευσε τους ψηφοφόρους σε μια αριστερή κατεύθυνση. Πάντα έταζε εύκολες λύσεις («θα βρούμε τα λεφτά»), έθετε μαξιμαλιστικούς στόχους («κατάργηση μνημονίων – παραμονή στην ΕΕ – ξεσηκωμός λαών»), προέτασσε την προσωπική και συλλογική βούληση ως αρχή και πέρας της πολιτικής («τους άλλους τους έχουνε στο χέρι…») και όλα αυτά αρκεί οι μάζες να ενστερνιστούν το fideli ala linea. Έτσι, μια ενδεχόμενη κυβίστηση του ΣΥΡΙΖΑ θα υποδεχτεί μοιρολατρικά από το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων το οποίο θα είναι ανήμπορο να αντιδράσει.

Η δεύτερη αιτία του παραπάνω συμπεράσματος αφορά τις ευθύνες της σημερινής αντιπολίτευσης. Συγκεκριμένα, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ ενοχικά και δειλά προσπαθούν να αρθρώσουν διαφορετικό λόγο, ενώ το ΠΟΤΑΜΙ ταλαντεύεται μεταξύ συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης προσπαθώντας να καλύψει την ιδεολογική του ένδεια. Ακόμα, τα κόμματα αυτά αποτελούνται ή από πολιτικούς που αρθρώνουν ελιτίστικο λόγο, ο οποίος δεν αγγίζει παρά μόνο μικρό ποσοστό της σημερινής κοινωνίας ή από πολιτικούς οι οποίοι είναι –ή υπήρξαν- ενδοτικοί στον λαϊκισμό και συνεπώς θεωρούνται αναξιόπιστοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η επιχειρηματολογία υπέρ του ΝΑΙ. Από τη μια πολιτικοί και προσωπικότητες –καθόλα αξιόλογοι- επιδόθηκαν σε μια έκθεση ιδεών για το ευρωπαϊκό εγχείρημα και από την άλλη πολιτικοί φωνακλάδες και αποκρουστικοί για την ελληνική κοινωνία. Ελάχιστοι βρέθηκαν να εξηγήσουν με καθαρό, ορθό λόγο και σοβαρή επιχειρηματολογία τα συμφέροντα της χώρας τα οποία εξυπηρετούνται εντός της ΕΕ.

Από εδώ και πέρα, μοναδικός τρόπος για την ύπαρξη ισχυρής αντιπολίτευσης, είναι το παλιό πολιτικό σύστημα να δεχτεί την αυτοκατάργησή του. Όσο παλεύει να επιβιώσει, τόσο περισσότερο θα περιθωριοποιείται. Αυτό, ωστόσο, δεν αποτελεί πανάκεια. Πρωταρχική μέριμνα των κομμάτων θα πρέπει να είναι η γενναία αυτοκριτική και η συνολική αξιολόγηση του έργου τους. Να πούμε επιτέλους ποια ήταν τα θετικά και ποια τα αρνητικά της πορείας αυτών των 40 χρόνων. Σε καμιά περίπτωση να μην επιχειρήσουμε να σβήσουμε το παρελθόν, μόνο και μόνο για να απαλλαχτούμε από τις «αμαρτίες» του, όπως επιδιώκει το ΠΟΤΑΜΙ. Αυτά τα 40 χρόνια και ειδικά τα τελευταία 5 υλοποιήθηκαν πολιτικές, στις οποίες δεν μπορεί κανένας να μένει ουδέτερος. Πρέπει τα σημερινά ηττημένα κόμματα να υψώσουν τη φωνή τους μέσα από νέους ανθρώπους. Και επειδή είμαι ένας από αυτούς, διαβεβαιώνω ότι «νέοι Τσίπρες» δεν έχουν καμιά θέση σε αυτό το νέο που επιδιώκω –και επιδιώκουμε- να αναδειχθεί. Αντιθέτως, είναι απαραίτητοι νέοι που δεν διακατέχονται από τα ενοχικά σύνδρομα των σημερινών πολιτικών, που θα πολεμήσουν τους ενδοτικούς και τους αυθεντικούς λαϊκιστές. Πρέπει να ασκήσουμε και πάλι πραγματικές πολιτικές. Να μπούμε με τα μούτρα στη μάχη των ιδεών. Μπορεί σήμερα κάποιοι άλλοι να εμφανίζονται αγωνιστές κραδαίνοντας ρομφαία, αλλά η ελπίδα για το αύριο υποβόσκει στους νέους που είπαν ένα διαφορετικό ΝΑΙ. Την ώρα που όλα γύρω τους έκραζαν για ένα ΟΧΙ, εμείς βρήκαμε λόγο να μην ενδώσουμε στις σειρήνες. Γι’ αυτό και εμείς θα είμαστε «η φλόγα, που θα γίνει πυρκαγιά, θα γίνει ηφαίστειο», όπως έλεγε ο Χ. Φλωράκης.