Οι Ρώσοι και το Άγιο Όρος

Στρατής Ψάλτου 27 Μαϊ 2016

Η εμπλοκή των Ρώσων στα ζητήματα του Αγίου Όρους έχει περάσει κατά καιρούς από διάφορες φάσεις. Κατά τη διάρκεια του δευτέρου ημίσεoς του 19ου μ.Χ. αιώνoς, με δεδομένη την αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έχουμε την αναζωπύρωση της ιδεολογίας του Πανσλαβισμού και την προσπάθεια της Ρωσίας να διεισδύσει στα Βαλκάνια. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής επιχειρήθηκε και η διείσδυση στο Άγιο Όρος.

Σε έγγραφο του 1872 από το κομιτάτο της Πετρούπολης προς τον γενικό πρόξενο της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη γίνεται λόγος για την προώθηση της Σλαβικής υποθέσεως και ο σχεδιασμός μιας σειράς κινήσεων προς αυτήν την κατεύθυνση: διάθεση δεκάδων χιλιάδων ρουβλιών ετησίως, σύσταση αποθήκης όπλων στο ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος, αποστολή βιβλίων και άλλων μέσων προπαγάνδας, εγκατάσταση μοναχών με σκοπό τη δημογραφική αλλοίωση της Αθωνικής Πολιτείας και τη μεταμόρφωση «του μέρους τούτου εις Χώραν ουσιαστικώς Σλαβικήν».

Καθώς η ίδρυση νέων μονών απαγορευόταν από τον Κανονισμό του Όρους, οι Ρώσοι αγόραζαν παλιά σπίτια και οικοδομούσαν σε αυτά μεγαλοπρεπή κτίρια, στα οποία συγκεντρωνόταν πλήθος νέων μοναχών που προέρχονταν από τη Ρωσία. Πολλές από αυτές τις αδελφότητες ζητούσαν στη συνέχεια τον προβιβασμό τους σε κοινοβιακές Σκήτες, γεγονός το οποίο με την έγκριση της Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους και του Οικουμενικού Πατριαρχείου μερικές φορές επιτεύχθηκε, όπως στην περίπτωση της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα (Σεράι), η οποία βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία της Μονής Βατοπεδίου στις Καρυές, και της Σκήτης του Προφήτου Ηλιού, η οποία βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία της Μονής Παντοκράτορος. Όπως σημειώνει ο μοναχός Γεράσιμος Σμυρνάκης στο βιβλίο που έγραψε για το Άγιο Όρος το 1903 την περίοδο αυτή ο αριθμός των μοναχών άρχισε να παρουσιάζει εντυπωσιακή άνοδο, φθάνοντας το 1903 τους 7.432 μοναχούς, από τους οποίους οι 3.260 (43,9%) ήταν Ρώσοι.

Μεγάλος μέρος αυτών των Ρώσων μοναχών ήταν απλοί αγρότες, οι οποίοι εύκολα μπορούσαν να υιοθετήσουν αμφισβητούμενες από τη θεσμική εκκλησία θρησκευτικές αντιλήψεις, όπως αυτές που περιέχονταν σ’ ένα ρωσικό θεολογικό έργο με τον τίτλο Εις τα όρη του Καυκάσου, το οποίο υποστήριζε ότι το όνομα του Θεού και συγκεκριμένα η προσευχή του Τελώνη («ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ»), όταν επαναλαμβάνεται συνέχεια με κλειστά μάτια, επιφέρει την ένωση εκείνου που προσεύχεται με τον Θεό. Η αντίληψη αυτή θεωρήθηκε αιρετική από την ηγεσία του Ρωσικού Πατριαρχείου και οι οπαδοί της στη Ρωσία, γνωστοί ως Ονοματολάτρες, έγιναν στόχος διώξεων. Καθώς στο Άγιο Όρος είχαν καταφέρει να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη Σκήτη του Αγίου Ανδρέα, οι ρωσικές αρχές αποφάσισαν να ενεργήσουν δυναμικά. Το 1913 στάλθηκαν τρία ρωσικά θωρηκτά μαζί με στρατιωτικό απόσπασμα που πολιόρκησε το Σεράι και συνέλαβε 833 μοναχούς, οι οποίοι εκτοπίστηκαν κάπου στη Ρωσία.

Με την επανάσταση στη Ρωσία τον Οκτώβριο του 1917 και την επικράτηση των Μπολσεβίκων τερματίστηκε κάθε υποστήριξη από τη Σοβιετική Ένωση προς τους Ρώσους αγιορείτες μοναχούς. Αυτοί απομονώθηκαν ακόμη περισσότερο με την υπογραφή της Συνθήκη της Λοζάνης, με την οποία αναγνωρίστηκε η κυριαρχία του ελληνικού κράτους επί του Αγίου Όρους. Σταδιακά αποκόπηκαν από κάθε επαφή με την πατρίδα τους, η ηλικία τους μεγάλωνε, ο αριθμός τους μειωνόταν, τα κελιά τους ερημώνονταν και οι Σκήτες του Αγίου Ανδρέα και του Προφήτου Ηλιού πέρασαν σε ελληνικά χέρια.

Ανάμεσα στους Ρώσους μοναχούς που έζησαν στο Άγιο Όρος τον 20ο αιώνα ήταν και ο γέροντας Σιλουανός (1866-1938), ο οποίος πήγε το 1892 στη Μονή Αγίου Παντελεήμονος (Ρωσικό) για να μονάσει. Λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του, το 1938, τον συνάντησε στο μοναστήρι ο επίσης ρωσικής καταγωγής μοναχός Σωφρόνιος. Ύστερα από το θάνατο του Σιλουανού ο γέροντας Σωφρόνιος έφυγε από το μοναστήρι και αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο για τον γέροντά του. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1948 στη Γαλλία, όπου στο μεταξύ είχε μετακινηθεί ο Σωφρόνιος, πριν καταλήξει τελικώς στo Έσσεξ της Αγγλίας. Γράφτηκε στα ρωσικά και ο γέροντας Σωφρόνιος επιδίωξε τη μετάφρασή του και σε άλλες γλώσσες, όπως στα αγγλικά το 1958. Το βιβλίο μεταφράστηκε το 1973 και στα ελληνικά, γνωρίζοντας μέχρι σήμερα απανωτές εκδόσεις.

Στο βιβλίο περιγράφεται η ζωή του Σιλουανού να είναι μοιρασμένη ανάμεσα στα διακονήματα του μοναστηριού του Αγίου Παντελεήμονος, στις μακρές ακολουθίες στον ναό, στη νηστεία και την υπακοή. Παράλληλα από τον νου του νεαρού δόκιμου περνούσαν διάφοροι λογισμοί. Άλλοτε σκεφτόταν «τώρα είσαι άγιος» και άλλοτε «δεν θα σωθείς». Τελικώς, περιγράφεται να τον κυρίευσε ένας φόβος και καθισμένος μια ημέρα στο κελί του πριν τον εσπερινό έφτασε στην έσχατη απόγνωση. Μέσα σε αυτή την έσχατη απόγνωση ο Σωφρόνιος περιγράφει τον Σιλουανό να δέχεται την επίσκεψη της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος και να εισέρχεται σ’ έναν κύκλο μυστικιστικών εμπειριών: «Ο Κύριος εμφανίστηκε με ακατάληπτο τρόπο στο νεαρό δόκιμο κι όλη του η ύπαρξη, ακόμη και το σώμα του γέμισαν από τη φωτιά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος».

Στο βιβλίο συμπεριλαμβάνεται κι ένα τμήμα με τον τίτλο «Γραφές του Γέροντα Σιλουανού». Το γεγονός της έλλειψης του χειρογράφου, όπως και μία σειρά από φιλολογικές παρατηρήσεις, γεννούν τη σκέψη του επινοημένου από τον Σωφρόνιο σε πολλά σημεία χαρακτήρα της βιογραφίας. Για παράδειγμα, το σχήμα της αρχικής επίσκεψης της χάριτος, της εν συνεχεία εγκατάλειψης από αυτήν και της τελικής επιστροφής είναι ένα σχήμα που εμφανίζεται σ’ ένα ασκητικό κείμενο του 5ου μ.Χ. αιώνος. Συγκεκριμένα στην 9η Πνευματική Ομιλία των ψευδεπιγράφων συγγραμμάτων του Μακαρίου του Αιγυπτίου γράφεται ότι εκείνος που αφοσιώνεται στην προσευχή βυθίζεται σε μια γλυκύτητα, καθώς έρχεται σε αυτόν η Χάρις του Αγίου Πνεύματος. Ακολουθεί καιρός που αυτή η Χάρις υποχωρεί, με σκοπό να δοκιμασθεί η προαίρεση και η ταπείνωσή του, αλλά έρχεται ξανά ύστερα από μεγάλη υπομονή και δοκιμασία. Είναι φανερό ότι ο γέροντας Σωφρόνιος άντλησε το σχήμα από τον Μακάριο τον Αιγύπτιο και το εφάρμοσε στην περίπτωση του γέροντος Σιλουανού.

Δεν ήταν το πρώτο βιβλίο που μιλούσε για έναν σύγχρονο αγιορείτη γέροντα. Ο αρχιμανδρίτης Χερουβείμ Καράμπελας, ηγούμενος της Ιεράς Μονής Παρακλήτου στον Ωρωπό Αττικής και πρώην Αγιορείτης, είχε εκδώσει από το 1968 μέχρι το 1975 μία σειρά από τομίδια αφιερωμένα σε μορφές σύγχρονων γερόντων του Αγίου Όρους. Ωστόσο, εκείνο που έκανε ξεχωριστό το βιβλίο του Σωφρονίου ήταν το γεγονός ότι ήταν το πρώτο βιβλίο που συνέδεε το πρόσωπο ενός σύγχρονου αγιορείτη γέροντα με την έννοια του χαρίσματος. Συγκεκριμένα, γράφει ο Σωφρόνιος για τον Σιλουανό ότι «μου είναι γνωστές κι άλλες παρόμοιες μαρτυρίες, καθώς και όχι ολίγες περιπτώσεις αποτελεσματικότητας των προσευχών του για ασθενείς και πάσχοντες ή εκδηλώσεις της εκπληκτικής διορατικότητας».

Με αυτόν τον τρόπο ο ρώσος συγγραφέας εγκαινίασε την ιδέα για την ύπαρξη σύγχρονων γερόντων που έχουν το χάρισμα να προβλέπουν το μέλλον των ανθρώπων, να βλέπουν στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής και να θαυματουργούν. Με την κυκλοφορία του Ο γέροντας Σιλουανός κατέστησε διαθέσιμες μέσα στο ιστορικό προσκήνιο αυτές τις ιδέες, τις οποίες οι αγιορείτες γέροντες δεν άργησαν να αντιληφθούν και να ενσωματώσουν μέσα στον λόγο τους. Μία χαρισματική κατανόηση του εαυτού, η οποία εύκολα μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία της θεμελιώδους φαντασίωσης για πληρότητα είτε των γερόντων είτε εκείνων που αναφέρονται σε αυτούς.

Μια σειρά από αγιορείτες γέροντες που μέχρι τη δεκαετία του ’60 ήταν άγνωστοι, άρχισαν να μιλούν για τα χαρίσματα των γερόντων τους, για την επίσκεψη της χάριτος και τον τρόπο που μπορεί κανείς να την αποκτήσει. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο γέροντας Παΐσιος, ο γέροντας Πορφύριος, οι υποτακτικοί του γέροντα Ιωσήφ (Εφραίμ Φιλοθεΐτης, Χαράλαμπος Διονυσιάτης, Ιωσήφ Βατοπεδινός και Εφραίμ Κατουνακιώτης). Το 1987 έγινε η αναγνώριση του γέροντος Σιλουανού ως αγίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το 2013 του γέροντος Πορφύριου και το 2015 του γέροντος Παϊσίου.

Έτσι, ύστερα από τον καθοριστικό ρόλο του Ρώσου συγγραφέα Σωφρονίου Ζαχάρωφ οι αγιορείτες γέροντες από άγνωστοι μοναχοί στο περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας άρχισαν να έρχονται σταδιακά στο κέντρο της θρησκευτικής ζωής και το ενδιαφέρον ενός μέρους της ελληνικής κοινωνίας να στρέφεται προς το Άγιο Όρος. Με την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος υπήρξε ένα είδος αναβίωσης και του ενδιαφέροντος της Ρωσίας προς την ίδια κατεύθυνση.

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν έκανε εμφανές αυτό το ενδιαφέρον με την επίσκεψή του στο Άγιο Όρος στις 9 Σεπτεμβρίου 2005. Η ρωσική πολιτική και εκκλησιαστική ελίτ σίγουρα θα θεωρούσε επιτυχία, αν κατόρθωνε να θέσει και πάλι υπό τον έλεγχο Ρώσων μοναχών τις Σκήτες του Αγίου Ανδρέου και του Προφήτου Ηλιού. Ωστόσο, δύσκολα θα βρίσκονταν ελληνικής καταγωγής αγιορείτες γέροντες να βοηθήσουν στην πραγματοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου.

Η δύσκολη θέση στην οποία περιήλθε ο γέροντας Εφραίμ λόγω του σκανδάλου της Μονής Βατοπεδίου που ξέσπασε το 2008 και η εκ μέρους του αναζήτηση συμμάχων, τον κατέστησαν ξαφνικά απρόσμενο σύμμαχο των σχεδίων της ρωσικής πολιτικής. Έτσι, με την οργανωτική βοήθεια του ρωσικού ιδρύματος «Άγιος Ανδρέας», το οποίο θεωρείται ένας από τους βασικούς μηχανισμούς της σύγχρονης προπαγάνδας των σχεδίων του Πανσλαβισμού, ο γέροντας Εφραίμ όργωσε με την Τιμία Ζώνη της Παναγίας το φθινόπωρο του 2011 τη ρωσική γη σε μία επίδειξη ισχύος και συνεργασίας με τη ρωσική εξουσία.

Η μεταφορά έδωσε τη δυνατότητα σε χιλιάδες Ρώσους να προσκυνήσουν το πολύτιμο κειμήλιο και ταυτόχρονα απέφερε και χιλιάδες ρούβλια στο ταμείο της Μονής Βατοπεδίου. Ωστόσο, το υλικό κέρδος δεν φαίνεται να ήταν το μοναδικό κίνητρο της κίνησης του γέροντος Εφραίμ να μεταφέρει την Τιμία Ζώνη στη Ρωσία. Ο γέροντας Εφραίμ έκανε αυτήν την κίνηση, ελπίζοντας σαφώς σε μία άλλου είδους ανταπόδοση. Με την εικόνα του δίπλα στον Βλαντίμιρ Πούτιν να προβάλλεται από όλα τα ρωσικά και ελληνικά ΜΜΕ ήλπιζε ότι θα έστελνε ένα σαφές μήνυμα προς εκείνους που ασχολούνταν με την υπόθεση Βατοπεδίου. Ίσως δεν διαψεύστηκε. Στις 2 Μαρτίου 2015 η δίκη του γέροντος Εφραίμ για την υπόθεση Βατοπεδίου άρχισε, αλλά κανείς δεν γνωρίζει την εξέλιξή της. Έτσι, επιβεβαιώθηκαν και κάποιοι αγιορείτες μοναχοί που έλεγαν ότι αυτή η δίκη μάλλον θα δεν πραγματοποιηθεί ποτέ. Ακόμη και με κυβέρνηση  «πρώτη φορά Αριστερά».

Από την άλλη μεριά, η μεταφορά της Τιμίας Ζώνης της Παναγίας έγινε λίγους μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές στη Ρωσία τον Μάιο του 2012 και συνοδεύτηκε από τη δημόσια προσκύνηση της Τιμίας Ζώνης από τον Πούτιν. Τελικώς, ο Πούτιν επικράτησε με άνεση από τον πρώτο γύρο με ποσοστό 63% και αναδείχθηκε για δεύτερη θητεία πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Αυτές τις ημέρες επισκέπτεται το Άγιο Όρος με αφορμή τον εορτασμό των χιλίων χρόνων παρουσίας ρώσων μοναχών σ’ αυτό. Το ξετύλιγμα του κουβαριού όλων αυτών των παρατηρήσεων, οι περισσότερες από τις οποίες προέρχονται από τη διδακτορική διατριβή μου για τους Γέροντες του Αγίου Όρους, έγινε με τη σκέψη ότι ίσως αυτές συμβάλλουν σε μια καλύτερη κατανόηση του πλαισίου, μέσα από το οποίο αντλεί το νόημά της αυτή η επίσκεψη._