Συμπληρώνοντας περίπου μισό αιώνα από τη μεταπολίτευση μπορούμε να υπερηφανευόμαστε ότι διανύουμε την πιο μακρόχρονη και σταθερή δημοκρατική περίοδο στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Μια πραγματική κατάκτηση, αν αναλογιστεί κανείς τόσο τον σκληρό εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε τη γερμανική κατοχή όσο και τη στρατιωτική δικτατορία που ανέκοψε επί μια επταετία την προσπάθεια της χώρας να επουλώσει τις πληγές του διχασμού. Ωστόσο, η μεγάλη αυτή δημοκρατική ανάσα που επέτρεψε στη χώρα να ορθοποδήσει έδωσε χώρο και σε μια στρεβλή αντίληψη για τα όρια άσκησης των ατομικών και συντεχνιακών δικαιωμάτων η οποία οδήγησε συχνά στην υιοθέτηση της ανυπακοής και της παραβατικότητας ως μιας «κανονικής» στάσης απέναντι στους θεσμούς και τους κανόνες λειτουργίας της δημοκρατίας.
Ο λαϊκισμός βρήκε κατά καιρούς ορθάνοιχτες τις πόρτες της πολιτικής ζωής και της κοινωνίας και κατάφερε να απείλήσει τη δημοκρατική σταθερότητα και την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, κατάκτηση η οποία αξιολογείται ως η μεγαλύτερη της μεταπολίτευσης. Η βαθιά οικονομική κρίση και η κοινοβουλευτική παρουσία των νεοναζιστών ήταν οι τραγικές συνέπειες που βίωσε η χώρα, χάρη όμως στις δημοκρατικές της αντοχές και το αίσθημα ευθύνης των πολιτών και των πολιτικών δυνάμεων που αντιστάθηκαν στον τυχοδιωκτισμό κατάφερε να σταθεί όρθια. Ωστόσο το «τέλος της μεταπολίτευσης» για το οποίο έχει γίνει πολλές φορές λόγος δεν μπορεί παρά να συμπέσει με τη ριζοσπαστική αντιμετώπιση των παθογενειών που εξακολουθούν να ταλαιπωρούν τη χώρα. Η εξυγίανση του πολιτικού συστήματος, η αποκατάσταση του κύρους της δικαιοσύνης καθώς και η θωράκιση της αξιοπιστίας του κράτους αποτελούν επείγουσες προτεραιότητες.
Είναι φανερό από καιρό ότι το πολιτικό σύστημα δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις μιας σύγχρονης δημοκρατικής ευρωπαϊκής χώρας. Το κλίμα της προεκλογικής περιόδου έρχεται να επιβεβαιώσει για μια ακόμα φορά τη θλιβερή αυτή πραγματικότητα. Οι ανούσιες κομματικές αντεγκλήσεις, οι διχαστικές πολιτικές και η σκανδαλολογία έρχονται καθημερινά να υποκαταστήσουν την αναγκαία ψύχραιμη ιδεολογική και προγραμματική αντιπαράθεση. Το δίλημμα «αυτοδυναμία ή συνεργασία» παραμένει άνευ ουσιαστικού περιεχομένου από τη στιγμή που η συζήτηση περί συνεργασίας περιορίζεται ουσιαστικά σε αριθμητικά ή και προσωπικά χαρακτηριστικά.
Η επιχειρούμενη από πολλές πλευρές απαξίωση της δικαιοσύνης και η εργαλειοποίησή της προς όφελος κομματικών σκοπιμοτήτων δεν προμηνύει τίποτα το αισιόδοξο για το μέλλον. Η αλακάρτ αποδοχή των δικαστικών αποφάσεων δημιουργεί νοσηρή ατμόσφαιρα και ευνοεί τον διχασμό και την πόλωση. Η υπόθεση των υποκλοπών τραυμάτισε το κράτος δικαίου και το κύρος των ανεξάρτητων αρχών. Ταυτόχρονα, το πελατειακό κράτος και η συντεχνιακή αντίσταση σε οποιασδήποτε μορφής αξιολόγηση έχουν οδηγήσει σε μια άτυπη «θεσμοθέτηση» της αναξιοκρατίας. Το ψηφιακό «μπάι πας» στην γραφειοκρατία μπορεί να ανακούφισε τους πολίτες αλλά δεν είναι αρκετό για να εξασφαλίσει τη διαφάνεια και την αποτελεσματική λειτουργία του κρατικού μηχανισμού.
Οι πολιτικές δυνάμεις που υπερασπίστηκαν τη δημοκρατική σταθερότητα της μεταπολίτευσης και αντιστάθηκαν στον λαϊκισμό έχουν την ευκαιρία σε αυτές τις εκλογές να διεκδικήσουν την ψήφο των πολιτών με στόχο μια διαφορετική διακυβέρνηση. Μια διακυβέρνηση που δεν θα θεωρήσει τις κατεστημένες παθογένειες ως πεδίο υπαναχώρησης ή συμβιβασμού αλλά ως πεδίο σύγκρουσης και δεν θα διστάσει να αναλάβει το πολιτικό κόστος των αποφάσεών της. Μια διακυβέρνηση αποφασισμένη να θωρακίσει το κύρος των θεσμών και να οδηγήσει με επιτυχία τη χώρα στη νέα εποχή των μεγάλων προκλήσεων για την Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο.
Δημοσιεύεται στο εκλογικό αφιέρωμα στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» (8/4/23) με τίτλο: «Τι κρίνεται στις κάλπες της 21ης Μαίου»
Πηγή: www.tanea.gr