Η εκλογή του κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας (ΝΔ) φαίνεται πως φέρνει μια άλλη πνοή στην πολιτική ζωή Το πιο σημαντικό ίσως στοιχείο είναι ότι πολλοί πολίτες, που δεν ανήκουν στο χώρο της συντηρητικής παράταξης, κινητοποιήθηκαν και ψήφισαν ένα νέο πρόσωπο με σαφώς πιο έντονο μεταρρυθμιστικό προφίλ, σε σχέση πάντα με το υπόλοιπο υπάρχον πολιτικό προσωπικό. Ωστόσο, πρέπει να γίνει μια προσεκτική ανάγνωση αυτού του εκλογικού σώματος, μιας και δεν είναι ξεκάθαρο ποιες επαγγελματικές τάξεις το συνθέτουν: απασχολούμενοι στον κρατικό μηχανισμό ή συνταξιούχοι που δεν ανήκουν συναισθηματικά και ιδεολογικά στο κόμμα της ΝΔ, ή μήπως ένα μικρό τμήμα μικρομεσαίων νυν και πρώην επιχειρηματιών, ιδιωτικών υπαλλήλων και ανέργων του ιδιωτικού τομέα που συσπειρώνονται γύρω από το μήνυμα της ανάταξης του ιδιωτικού τομέα και οι οποίοι, ούτως ή άλλως, δεν έχουν θεσμικά κατοχυρωμένα δικαιώματα που θα απολέσουν με την εφαρμογή τυχόν μεταρρυθμίσεων. Αυτή η ανάλυση έχει σημασία για να δει κάποιος τις προοπτικές αυτής της εσωκομματικής εκλογής σε μελλοντικές βουλευτικές εκλογές.
Σε αυτό το νέο περιβάλλον όμως γίνεται ουσιαστικότερο το ερώτημα ως προς το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας και πως μπορεί να μετουσιωθεί σε ένα πολιτικό πλαίσιο με ρεαλιστικούς όρους για την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών των πολιτών και όχι με τη συνηθισμένη συναισθηματική συνθηματολογία… Η λύση δεν είναι η αποδόμηση της εικόνας του κ. Μητσοτάκη ή του κ. Τσίπρα, ούτε η απλή προσθαφαίρεση ποσοστών των διαφόρων μικρότερων σχηματισμών, αλλά η εναλλακτική μεταρρυθμιστική πρόταση πέρα από τα μνημόνια, που θα αντιταχθεί με στέρεη βάση στα γενικόλογα συνθήματα της συντηρητικής παράταξης και τις πελαγοδρομήσεις της αριστερής διακυβέρνησης. Είναι πρώτα και κύρια αναγκαία μια αξιόπιστη ατζέντα για την επίλυση των προβλημάτων του τόπου που θα αγγίζουν το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας. Η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να (απο)δείξει γιατί οι πολίτες αξίζει να προτιμήσουν αυτήν και όχι μια φιλελεύθερη ή αριστερή ατζέντα. Διότι, πλέον, μετά από πολλά χρόνια έντονου λαϊκισμού, φτηνής εκμετάλλευσης και πολιτικών παιχνιδιών πάνω στα προβλήματα και τον πόνο των πολιτών, ένα τμήμα της κοινωνίας αντιλαμβάνεται σταδιακά ότι εύκολες, μαγικές και ωραιοποιημένες λύσεις όχι μόνο δεν υπάρχουν, αλλά δεν λύνουν τα προβλήματα και οδηγούν σε νέα αδιέξοδα.
Το πρώτο συμπέρασμα από την εκλογή του κ. Μητσοτάκη είναι η, μερική έστω, κατάρριψη του μύθου για την επιτακτική ανάγκη δημιουργίας νέων κομμάτων. Φάνηκε ότι ένα παλαιό κόμμα με μια (πιθανολογούμενη – μένει να αποδειχθεί) μεταρρυθμιστική ατζέντα και με ένα σχετικά νέο πρόσωπο (παρόλα τα θετικά και αρνητικά στοιχεία που το συνοδεύουν) έπεισε αρκετούς πολίτες, ακόμη και εκτός ΝΔ, να κινητοποιηθούν. Ιδιαίτερα δε, αυτή η κινητοποίηση και το αποτέλεσμα αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα αν αναλογιστεί κανείς ότι ο κύριος αντίπαλος υποψήφιος θεωρείται αυθεντικός εκπρόσωπος του παλαιοκομματικού κατεστημένου και νοοτροπίας που οδήγησε τη χώρα στη χρεωκοπία. Αυτό λοιπόν πρέπει να αποτελέσει το πρώτο μάθημα για τη σοσιαλδημοκρατία, που έχει κατακερματιστεί σε μικρούς, σχεδόν προσωποκεντρικούς σχηματισμούς και αναλώνει το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς της στον τρόπο και τους όρους της (επανα)σύνδεσής της. Δεν είναι τόσο το νέο κόμμα αλλά, κυρίως, η σαφής πολιτική πρόταση και το προοδευτικό μεταρρυθμιστικό πλαίσιο γύρω από μια σειρά θεμάτων (οικονομικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά) που έχει πρωτεύοντα ρόλο. Ωστόσο ένας νέος σχηματισμός, με νέο όνομα και σύμβολα, ενδεχομένως να έχει σημειολογικό ρόλο σε ένα νέο ξεκίνημα, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα τη συγχώνευση των υφιστάμενων κομμάτων. Το πρόβλημα σήμερα στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας δεν είναι τα παλαιά κόμματα ή ο κατακερματισμός τους (όλα μαζί τα κόμματα του λεγόμενου κέντρου/κεντροαριστεράς δεν υπερβαίνουν το 10% σύμφωνα με τελευταία εκλογικά αποτελέσματα) αλλά η αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση και οι αξιόπιστοι και ικανοί πολιτικοί που θα την εφαρμόσουν.
Το δεύτερο συμπέρασμα από την εκλογή του κ. Μητσοτάκη, σε συνδυασμό με την έως σήμερα αποτυχημένη διαπραγμάτευση και κυβερνητική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ότι διαφαίνεται μια σταδιακή εξασθένιση του λαϊκισμού και της αποδοχής του από τους πολίτες. Δημιουργείται έτσι για πρώτη φορά η ελπίδα ότι μεγαλώνει εκείνο το τμήμα των πολιτών που είναι διατεθειμένοι να ακούσουν και να αποδεχθούν ρεαλιστικές πολιτικές βάσει ενός σχεδίου ανάταξης της οικονομίας, ακόμα και αν αυτές επιδεινώσουν περαιτέρω βραχυπρόθεσμα τη θέση τους.
Αυτά τα δυο νέα στοιχεία πρέπει να εκμεταλλευτεί η ελληνική σοσιαλδημοκρατία για να διαμορφώσει ένα νέο πολιτικό πλαίσιο με πειστικές απαντήσεις σε καίριους τομείς.
Πιστεύουμε ότι το νέο αυτό πλαίσιο πρέπει να ξεκινήσει με τον ιδιωτικό τομέα, που θα αποτελέσει την ατμομηχανή για την ανόρθωση της οικονομίας και που έχει σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος τα χρόνια της κρίσης. Με απλά λόγια, πρέπει να υποδείξει τους τρόπους και τα μέσα για να αυξηθεί η πίτα (το ΑΕΠ) και να πει τι αντιπροτείνει στο σύνθημα του κ. Μητσοτάκη » πρώτα θα δημιουργήσουμε πλούτο και μετά θα συζητήσουμε πως θα τον διανείμουμε«. Η απάντηση της σοσιαλδημοκρατίας σε αυτό διεθνώς είναι “ναι στην ανάπτυξη αλλά με κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς όρους”. Δηλαδή, βοήθεια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που είναι η ατμομηχανή της ανάπτυξης, όπως είναι π.χ. η δεύτερη και τρίτη ευκαιρία στους χρεοκοπημένους επιχειρηματίες της κρίσης, δημιουργία επιχειρηματικής κουλτούρας και προώθηση της πράσινης και της κοινωνικής επιχειρηματικότητας (σε πείσμα των λαϊκιστών που μιλούν για «πράσινα άλογα»). Δεν είναι τυχαίο ότι οι χώρες του ευρωπαϊκού βορρά δίνουν έμφαση σε νέα είδη επιχειρηματικότητας για να βελτιώσουν τις κοινωνικές παραμέτρους και να μειώσουν τη μελλοντική εξάρτηση από φυσικούς πόρους (όπου η Ευρώπη υστερεί), στοχεύοντας στην ανάπτυξη μιας νέας κουλτούρας και την ενδυνάμωση του κοινωνικού κεφαλαίου (social capital).
Ποιά είναι λοιπόν η απάντηση της σοσιαλδημοκρατίας στους εργαζόμενους και τους ανέργους του ιδιωτικού τομέα. Τα προβλήματα δεν μπορούν να επιλυθούν αποκλειστικά με ευρωπαϊκά ή κρατικά προγράμματα κατάρτισης ή απασχόλησης. Πρέπει η ίδια η επιχειρηματικότητα να δημιουργήσει τις νέες θέσεις εργασίας σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας προς την κατεύθυνση ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και όχι σύμφωνα με τεχνητές ανάγκες που πηγάζουν από το πελατειακό κράτος. Εδώ η ελληνική σοσιαλδημοκρατία πρέπει να προτείνει σχέδια για τη βελτίωση των κρατικών δομών και ενίσχυση των οικονομικών θεσμών, ώστε να στηριχθεί η επανένταξη των ανέργων στην αγορά εργασίας. Να σημειωθεί εδώ ότι δεν είναι αναγκαία η ανακάλυψη του τροχού, μπορούν να μελετηθούν τα συστήματα αγοράς εργασίας χωρών όπως η Σουηδία και Γερμανία (λ.χ. η λειτουργία δομών όπως ο ΟΑΕΔ).
Προϋπόθεση για να υποστηριχθεί η επιχειρηματικότητα και ο ιδιωτικός τομέας είναι ένα κράτος δικαίου, ισονομίας, αξιοκρατίας και διαφάνειας. Μακριά και πέρα από την πελατειακή νοοτροπία που φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την κρίση. Μακριά και πέρα από συντεχνιακά και προσωποιημένα συμφέροντα, κομματικά και μη κατεστημένα, διαπλεκόμενα οικονομικά, πολιτικά και μιντιακά συμφέροντα. Ένα κράτος που δεν θα δημιουργεί αλλά θα επιλύνει προβλήματα και θα βοηθά την επιχειρηματικότητα να αναπτυχθεί. Ένα κράτος ικανό να σχεδιάσει ένα μακρόπνοο σχέδιο και στρατηγική ανάπτυξης στους τομείς με τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα (π.χ., πράσινη τεχνολογία, πολιτισμός και τουρισμός). Και εδώ η ελληνική σοσιαλδημοκρατία πρέπει να δώσει μεγάλο βάρος, να προτείνει αυτές τις προοδευτικές, ριζοσπαστικές και μεταπελατειακές μεταρρυθμίσεις που θα αναδιοργανώσουν τον κρατικό μηχανισμό, θα δημιουργήσουν το κατάλληλο οικονομικό κλίμα και θα ενισχύσουν το δείκτη εμπιστοσύνης για την προσέλκυση νέων επενδύσεων, κεφαλαίων και καινοτόμων ιδεών.
Τι μπορεί να προτείνει λοιπόν η ελληνική σοσιαλδημοκρατία για το δημόσιο, το κράτος αλλά και τους υπαλλήλους του. Πως μπορεί να μιλήσει για ένα διαφορετικό, μικρό και ευέλικτο κράτος που θα δουλεύει προς όφελος του πολίτη, χωρίς αυτός να αναγκάζεται να στοχοποιεί τους δημοσίους υπαλλήλους. Εδώ είναι το μεγάλο στοίχημα της σοσιαλδημοκρατίας που πρέπει να ξεφύγει από τις ιδεοληψίες και να πάψει να χαϊδεύει το (εφήμερο) ακροατήριο της αριστεράς με σκοπό να υφαρπάξει την ψήφο της. Είναι δύσκολο η σύγχρονη ελληνική σοσιαλδημοκρατία να ταυτίζεται με τις απόψεις τους μιας και ένα μεγάλο τμήμα του αριστερού ακροατηρίου προβάλει επιχειρήματα των προηγούμενων αιώνων για να ερμηνεύσει φαινόμενα του αιώνα μας, όταν τίποτα από αυτά δεν ισχύει σήμερα. Επιμένουμε ότι μια ανάγνωση των αρχικών κειμένων του Μπέρνσταιν θα βοηθήσει πολύ περισσότερο από την καθοδήγηση που δέχονται από τους πνευματικούς πατεράδες τους. Η σημερινή πρώτη κρίση της παγκοσμιοποίησης (όπως αναφέρει ο Γκόρντον Μπράουν) δεν έχει τα ίδια αίτια με την καπιταλιστική κρίση προηγούμενων ετών, ούτε τις ίδιες επιπτώσεις, ούτε τα ίδια εργαλεία αντιμετώπισης.
Τι έχει να πει όμως για την εκπαίδευση η ελληνική σοσιαλδημοκρατία (τα δείγματά εδώ είναι καλύτερα- νόμος Διαμαντοπούλου), πως μπορεί να βελτιώσει το πνευματικό κεφάλαιο (intellectual capital) της χώρας στις τρεις βαθμίδες τις εκπαίδευσης, ώστε οι πολίτες να είναι κατάλληλα εξοπλισμένοι για τις σύγχρονες απαιτήσεις ενός παγκοσμιοποιημένου κόσμου, με τεχνολογίες που καθημερινά μεταφέρουν πληροφορίες και χρηματικά κεφάλαια σε όλο τον κόσμο μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι μια από τις βασικές μεταβλητές των οικονομικών αναπτυξιακών μοντέλων είναι η εκπαίδευση. Ο σύγχρονος κόσμος θεωρεί ότι η διαφορά μεταξύ της πραγματικής αξίας και της αξίας που διαμορφώνεται στην αγορά για μια επιχείρηση οφείλεται στο πνευματικό κεφάλαιο που έχει αναπτύξει η επιχείρηση. Δηλαδή, για εταιρίες όπως η Google, η διαφορά της χρηματιστηριακής και της πραγματικής αξίας είναι τουλάχιστον 120 φορές μεγαλύτερη και οφείλεται σε έννοιες όπως είναι το πνευματικό κεφάλαιο.
Τι προτείνει η ελληνική σοσιαλδημοκρατία για τη φορολογία των πολιτών. Θεωρούμε ότι πρέπει να γίνει μια τυπική ανάγνωση των κλασικών εγχειριδίων της Δημόσιας Οικονομικής και να επικεντρωθούν, μεταξύ άλλων, στην καμπύλη Λάφερ (Laffer curve). Δηλαδή, το σημείο όπου η αύξηση του φορολογικού συντελεστή οδηγεί σε μείωση των εσόδων, γεγονός που παρατηρείται στη χώρα μας. Δηλαδή, πρέπει να σχεδιάσει δικαιότερους φόρους με αναπτυξιακό πρόσημο. Δικαιότερο ΕΜΦΙΑ, μείωση της φορολογίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, δικαιότερη φορολόγηση των αγροτών, των ελεύθερων επαγγελματιών. Πρέπει να πει το δικό της σχέδιο για το ασφαλιστικό. Δεν φτάνει να διαφωνεί με το υπάρχον. Είναι βέβαια βολικό, αλλά όχι ουσιαστικό. Πρέπει να μιλήσει ανοικτά και με ειλικρίνεια στους ασφαλισμένους για το τι πρέπει να γίνει (βελτίωση της πολιτικής επικοινωνίας με τις τοπικές κοινωνίες όχι απαραίτητα μέσα από κανάλια). Οι θολές και γενικόλογες ανακοινώσεις μόνο και μόνο για την υφαρπαγή της ψήφου δεν ωφελούν ούτε τη σοσιαλδημοκρατία ούτε τη χώρα (τους πολίτες). Σήμερα όλοι λέμε ότι ο κ. Γιαννίτσης τα είχε πει καλά και υπεύθυνα. Τότε όμως είχαν ξεσηκωθεί οι πάντες εναντίον του. Ακόμη και το ίδιο του το κόμμα τον εγκατέλειψε στο βωμό του κομματικού συμφέροντος. Αυτός είναι ο λόγος που θα πρέπει η σοσιαλδημοκρατία να μιλήσει σήμερα σωστά και υπεύθυνα με οποιοδήποτε κόστος. Εξάλλου, όσο κυνικό και αν ακούγεται αυτό, δεν έχει να χάσει και πολλά, ήδη τα ποσοστά της έχουν συρρικνωθεί σε μεγάλο βαθμό.
Σήμερα, οι περισσότεροι πολίτες έχουν πλέον συνειδητοποιήσει ότι μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Είναι πιο έτοιμοι να ακούσουν τη σκληρή αλήθεια και να την αποδεχτούν. Η ελληνική σοσιαλδημοκρατία πρέπει να μιλήσει για τα πραγματικά και ουσιαστικά προβλήματα της χώρας. Πρέπει να χτίσει πρώτα την ατζέντα της με τις λύσεις που προτείνει στους πολίτες που σήμερα αδικούνται, όχι μόνο με αναδιανεμητικούς όρους από ένα κράτος που θα βοηθήσει ανεξέλεγκτα με επιδόματα χωρίς ουσιαστικό προσανατολισμό (World Bank). Για την ώρα είναι λίγες οι φωνές στον χώρο που μιλούν και αντιλαμβάνονται την ουσία του προβλήματος. Οι πολίτες διψούν σήμερα ολοένα και περισσότερο για λύσεις εφικτές και ρεαλιστικές, δεν αναζητούν τόσο έντονα όπως παλιά τον «ηγέτη» ή τον «σωτήρα» που με ωραία λόγια θα τους τάξει μαγικές και εύκολες λύσεις, τις οποίες στη συνέχεια δεν θα μπορέσει φυσικά να υλοποιήσει. Αν λοιπόν η ελληνική σοσιαλδημοκρατία θέλει να επιζήσει και να αναστηθεί, πρέπει να ανοίξει επιτέλους τον ουσιαστικό διάλογο της νέας προοδευτικής μεταρρυθμιστικής ατζέντας.