Οι Προκλήσεις της Τρομοκρατίας

Σπύρος Λυκούδης 19 Νοε 2015

H βάρβαρη και αποτρόπαιη τρομοκρατική επίθεση στο Παρίσι στις 13 Νοεμβρίου θα πρέπει να τύχει της απερίφραστης καταδίκης από όλους μας, από  όλη την ελληνική κοινωνία. Δυστυχώς έχουμε εθιστεί, κυρίως στα χρόνια της μεγάλης κρίσης, σε πράξεις βίας που αντιμετωπίζονταν με περισπούδαστες «αναλύσεις». Αυτή τη φορά τη βία συνόδευσε ανείπωτη φρίκη. Εγώ περιμένω πάντα μια μεγάλη διαδήλωση στην Αθήνα κατά της βίας και τρομοκρατίας. Υπέρ της ειρήνης, της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης.

Είναι σημαντικό να εκφράσουμε ειλικρινά τα συλλυπητήριά μας στις οικογένειες των αθώων θυμάτων της εγκληματικής αυτής επίθεσης και να δηλώσουμε την αμέριστη συμπαράσταση και αλληλεγγύη μας προς τη γαλλική κυβέρνηση και το γαλλικό λαό που αντιμετώπισε με θάρρος, ενότητα και αξιοπρέπεια την  τραγωδία αυτή. Συμμεριζόμαστε τον πόνο. Συμπαραστεκόμαστε στην προσπάθεια για επιστροφή στην ομαλότητα.

Διατηρώντας την ψυχραιμία μας θα πρέπει να αποφύγουμε ανεπίτρεπτους συμψηφισμούς και αναγωγές σε διάφορες ερμηνείες, διότι το πρόβλημα σήμερα είναι η αντιμετώπιση του τέρατος. Οι τρομοκράτες επιδιώκουν να πλήξουν την ασφάλεια, τη σταθερότητα και την εμπιστοσύνη στοχεύοντας την καθημερινή ζωή, τον τρόπο ζωής μας, την ομαλή λειτουργία, την ανοιχτή κοινωνία. Δοκιμάζουν με τις εν ψυχρώ  δολοφονίες τις ανθρωπιστικές μας αξίες, το νομικό μας πολιτισμό. Γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης και ενισχύουν τη μισαλλοδοξία, και την ξενοφοβία των ακροδεξιών εθνικισμών που κερδίζουν έδαφος σε αρκετά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οφείλουμε να συμβάλλουμε κι εμείς ώστε οι τάσεις αυτές, που κινδυνεύουν να διαλύσουν την Ευρώπη, να ανασχεθούν και τελικά να ανατραπούν.

Είναι βέβαιο ότι μετά την επίθεση αυτή πολλά θα αλλάξουν στο εσωτερικό των χωρών που αντιμετωπίζουν τρομοκρατικές επιθέσεις ή αποτελούν στόχους. Κάθε αναδιάταξη της ισορροπίας μεταξύ των ελευθεριών και των μέτρων ασφαλείας, που φαίνονται αναπόφευκτα, να απαιτήσουμε να είναι προσωρινή. Η Δημοκρατία οφείλει να αμυνθεί κυρίως με τα εργαλεία του κράτους δικαίου.

Δεν θα υποκύψουμε στην απειλή και τον φόβο. Δεν πρέπει να σβήσουν τα φώτα στην πόλη του Φωτός και στη χώρα των Φώτων αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, τη Δύση μπροστά στο φόβο και την απειλή.

Είναι φανερό ότι η τρομοκρατική αυτή επίθεση, την ευθύνη της οποίας ανέλαβε η γνωστή  τζιχαντιστική οργάνωση Ισλαμικό Κράτος, ήταν συντονισμένη και σχεδιασμένη. Εν ψυχρώ δολοφονία αθώων. Προμελετημένο έγκλημα που δεν στρέφεται μόνο εναντίον των δημοκρατικών και ανεκτικών κοινωνιών της Δύσης. Είναι προφανές το απύθμενο μίσος εναντίον των δυτικών αξιών και το πολιτισμικό χάσμα. Είναι, όμως, εξίσου προφανές ότι η τρομοκρατία που εκπορεύεται από τη συγκεκριμένη Οργάνωση αλλά και από άλλες στη Μέση Ανατολή χρησιμοποιείται ως πολιτικό όπλο στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης στρατηγικής του «ιερού πολέμου» που διεξάγουν. Γι αυτό δεν είναι επαρκής η ηθική και ιδεολογική καταδίκη του τυφλού θρησκευτικού φανατισμού. Η τρομοκρατία πρέπει να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά και με σχέδιο για να ηττηθεί.

Ως προς αυτό, τόσο η πρόσφατη απόφαση των Υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ομόφωνη απόφαση των Υπουργών Άμυνας της ΕΕ στις 17 Νοεμβρίου στο αίτημα της Γαλλίας για παροχή στρατιωτικής βοήθειας όσο και η συνεργασία ΗΠΑ-Ρωσίας για έναν «οδικό χάρτη» που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ειρήνευση στη Συρία, αποτελούν βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Εύχεται κανείς να φέρουν αποτελέσματα το συντομότερο δυνατόν. Πρόκειται για μια δύσκολη υπόθεση εκεί όπου ένα μωσαϊκό ιδεολογιών, θρησκευτικών φανατισμών και συμφερόντων σε εμφύλια εμπόλεμη σύρραξη για την επικράτηση και την εξουσία εμπλέκεται με τις επιδιώξεις μεγάλων δυνάμεων, όπως οι ΗΠΑ και Ρωσία, περιφερειακών δυνάμεων, όπως το Ιράν ή η Τουρκία αλλά και άλλων που για διάφορους λόγους  καθιστούν δύσκολη τη λύση ενός πολύπλοκου ζητήματος.

Όμως, η τραγωδία αυτή πρέπει να πάρει ένα τέλος με την αποφασιστική ήττα του Ισλαμικού Κράτους και κάθε άλλης τρομοκρατικής οργάνωσης στην περιοχή που είναι υπεύθυνες για τα περισσότερα από τα 32.658 θύματα τρομοκρατίας στον κόσμο το 2014 που καταγράφει το Ινστιτούτο Οικονομικών και Ειρήνης, έναντι 18.111το 2013. Για να μην υπολογίσουμε το τεράστιο οικονομικό κόστος που ανέρχεται σε δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ. Δεν είναι μόνο τα αθώα θύματα πρόσφατα  στο Παρίσι, τα θύματα του ρωσικού αεροσκάφους, τα θύματα στον Λίβανο, την Τουρκία ή την Αίγυπτο. Είναι τα ζωντανά θύματα των εκατομμυρίων προσφύγων, οι εκατοντάδες χιλιάδες των νεκρών των συρράξεων στην περιοχή. Η απερίγραπτη δυστυχία των ανθρώπων. Πρέπει να βρούμε λύσεις, να τελειώσει η τραγωδία αυτή στη γειτονιά μας.

Ο αιώνας μας άρχισε με την τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης. Οι ασύμμετρες απειλές και η διεθνοποίηση της τρομοκρατίας είναι ένα γεγονός αντικειμενικό κι έχει συγκεκριμένους φορείς. Τα θύματα της τρομοκρατίας αυξάνονται. Όσο κι αν αναλύσουμε ή επικρίνουμε πολιτικές από τις μεγάλες δυνάμεις, τις ΗΠΑ, τη Ρωσία ή και ευρωπαϊκές δυνάμεις, δεν πρέπει να αποστούμε από την σκληρή πραγματικότητα της φρίκης.

Δεν πρέπει κι εμείς ως χώρα να παραμείνουμε σε κάποιο επίπεδο ηθικής καταδίκης αλλά να υπερασπίσουμε πολιτικά και διπλωματικά και τη δική μας δημοκρατική κοινωνία και τα δικά μας εθνικά συμφέροντα.

Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί  το θέμα της τρομοκρατίας να συνδεθεί με το πρωτοφανές τεράστιο προσφυγικό ρεύμα ωσάν τα εκατομμύρια των κατατρεγμένων αυτών ανθρώπων που διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να ξεφύγουν από τον πόλεμο και τη δυστυχία να ευθύνονται για τις τρομοκρατικές πράξεις. Θα πρέπει να αποφύγουμε κάθε κίνδυνο αυτο-παγίδευσης της χώρας από ενέργειες  άλλων χωρών που επιδιώκουν να μεταθέσουν το πρόβλημα σε άλλους αντί να επιδιώκουν κοινές λύσεις. Η γειτονική μας χώρα, που συνεχώς εξοπλίζεται, θα πρέπει να συμμορφωθεί με το διεθνές δίκαιο και τις θεσμικές της υποχρεώσεις.

Η δική μας προσπάθεια μέσα κυρίως από τη συλλογική πολιτική ασφάλειας και κοινής εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν θα πρέπει, για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, όπως στο παρελθόν, να εκφυλιστεί ενδεχομένως σε αστερίσκους ή υποσημειώσεις στις συλλογικές αποφάσεις και δράσεις. Οφείλουμε να είμαστε κινητικοί και σταθεροί, με συγκεκριμένους στόχους. Να προσέχουμε τα λόγια μας. Να μιλάμε με τις πράξεις μας. Σύμμαχοι και εταίροι. Συνεργάτες για εξεύρεση λύσεων. Μέρος των λύσεων όχι μέρος των προβλημάτων. Τα θέματα εξωτερικής πολιτικής που αφορούν τη θέση μας στον κόσμο, δηλαδή την ευημερία και την ασφάλειά μας δεν προσφέρονται για επικοινωνιακά τεχνάσματα.

Η ειρήνευση στην περιοχή και η εξεύρεση λύσεων με διπλωματικά μέσα είναι αυτή που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Ευρώπης, η οποία καλείται και την ταυτότητά της να διατηρήσει και να συμβιώσει ειρηνικά με άλλες πολιτισμικές και θρησκευτικές ταυτότητες που επικρατούν στο γειτονικό της χώρο, ζωτικό και για τα δικά της συμφέροντά. Διότι, η ισλαμοφασιστική τρομοκρατία και τα ασταμάτητα προσφυγικά και μεταναστευτικά ρεύματα κλονίζουν την κοινωνική συνοχή και δοκιμάζουν την ενότητα της Ευρώπης. Εθνικισμοί και σωβινισμοί δημιουργούν αχρείαστα εσωτερικά τείχη, απομόνωση και υπονόμευση κοινών δράσεων και λύσεων. Τα προβλήματα και οι προκλήσεις είναι κοινά. Κοινή πρέπει να είναι και η αντιμετώπισή τους.

Ο Χέλμουτ Σμιτ,  Καγκελάριος της Γερμανίας στην περίοδο 1974-1982 που απεβίωσε πριν λίγες μέρες, έγραφε με διορατικότητα στο βιβλίο του Η Αυτοδυναμία της Ευρώπης που εκδόθηκε το 2000, στο γύρισμα του αιώνα. «Η καλή γειτνίαση με το Ισλάμ θα είναι μια από τις προϋποθέσεις για την αυτοκυριαρχία της Ευρώπης στη διάρκεια του νέου αιώνα. Πιθανόν να φτάσουμε στο σημείο να εξαρτάται από αυτό η ειρήνη στην Ευρωπαϊκή Ένωση».

Γι αυτό, οι σταθεροί συμμαχικοί και γεωπολιτικοί προσανατολισμοί της χώρας που εξυπηρετούν τα εθνικά μας συμφέροντα όχι μόνο δεν είναι νοητό να αμφισβητούνται λόγω ιδεοληψιών αλλά και δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο φτηνής κομματικής αντιπαράθεσης. Ο χώρος του διεθνούς προσανατολισμού της χώρας και των συμμαχιών της επιβάλλεται να αποτελεί τον κατ’ εξοχήν χώρο συναντίληψης και συναίνεσης πέραν από ενδεχόμενες διαφορετικές προσεγγίσεις σε θέματα τακτικής που μπορούν να έχουν τη σημασία τους και μπορούν να αποτελούν αντικείμενο σοβαρού και θεσμικού διαλόγου αλλά όχι άγονων αντιπαραθέσεων και εθνικιστικών παροξυσμών.

«Αγαπώ πολύ την πατρίδα μου για να είμαι εθνικιστής», είχε πει ο Καμύ.