Όσοι ασχολούνται με το πολιτικό παρασκήνιο ισχυρίζονται ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης σχεδίαζε εκλογικό αιφνιδιασμό εντός του 2022, προκειμένου να ξεμπερδέψει με την απλή αναλογική και να αποκτήσει μια νέα καθαρή τετραετία, μετά από εκλογές με το σύστημα της ενισχυμένης. Μάλιστα, οι ίδιοι αναλυτές, υποστηρίζαν κάτι παρόμοιο λίγο πριν το καλοκαίρι του 2021, βάζοντας στο εκλογικό ημερολόγιο τον Σεπτέμβριο εκείνου του έτους. Όμως ως γνωστόν «όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο θεός γελάει» και τόσο οι τότε καταστροφικές πυρκαγιές -κυρίως- στην Εύβοια, όσο και τώρα η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, χάλασαν τους εικαζόμενους σχεδιασμούς του Μαξίμου.
Ο Μητσοτάκης, βεβαίως, συνεχίζει να ισχυρίζεται σε όλους τους τόνους, ότι δεν είχε, ούτε έχει πρόθεση για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες και «λειτουργώντας θεσμικά» επιμένει σε εξάντληση της τετραετίας. Με λίγα λόγια: εκλογές το 2023 και σε όποιον αρέσει. Σε κάθε περίπτωση αυτό σημαίνει ότι εντός των επόμενων 12 μηνών η Ελλάδα θα μπει σε προεκλογική περίοδο και αν υπήρχε ακόμα το εκλογική βιβλιάριο, του χρόνου τέτοια εποχή, θα έπρεπε να το βγάλουμε από το συρτάρι μας.
Από τον στόχο της αυτοδυναμίας…
Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα, εκείνο που έχει τραβήξει το ενδιαφέρον, δεν είναι πλέον το ενδεχόμενο πρόωρης προσφυγής στην λαϊκή ετυμηγορία, αλλά το μετεκλογικό σκηνικό που θα προκύψει, σε πλήρη συνάρτηση με τα αποτελέσματα που θα δώσει η πρώτη κάλπη της απλής αναλογικής. Τι μας έλεγαν σε κάθε τόνο και με κάθε ευκαιρία ο πρωθυπουργός και τα κυβερνητικά στελέχη; Ότι στόχος της Ν.Δ. είναι η αυτοδυναμία. Και για να υπάρξει αυτοδυναμία έπρεπε να «καούν» οι πρώτες εκλογές και να ακολουθήσουν οι δεύτερες της ενισχυμένης, στις οποίες το κυβερνών κόμμα ήλπιζε να λάβει ένα 38% και πλειοψηφία 1-2 εδρών στη νέα Βουλή.
…στην σταθερότητα των συμμαχιών
Όμως το σενάριο αυτό ξαφνικά έπαψε να υπάρχει όταν ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από το Φόρουμ του Οικονομικού Ταχυδρόμου, αφού τοποθέτησε τις εκλογές την άνοιξη του 2023, είπε ότι «στόχος είναι η σταθερότητα, όχι επί τούτω η αυτοδυναμία». Και κάπως έτσι το ενδεχόμενο συμμαχικών κυβερνήσεων (ξανα)μπήκε στο τραπέζι. Εξάλλου και ο Αλέξης Τσίπρας, γνωρίζοντας την πολιτική αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να κερδίσει τις εκλογές και σίγουρα να τις κερδίσει με αυτοδυναμία, μιλάει εδώ και πολύ καιρό για «προοδευτική διακυβέρνηση» με συνεργασίες.
Το ΠΑΣΟΚ ως πολύφερνη νύφη
Και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ που βρίσκεται σε αυτή την εξίσωση; Την ώρα που μεγαλώνει δημοσκοπικά και υφίσταται την ασφυκτική πίεση των δύο «μεγάλων» να δηλώσει από τώρα με ποιον θα συνεργαστεί, είναι ταυτόχρονα το μόνο κόμμα που βάζει στο τραπέζι ζητήματα προγραμματικών συμφωνιών, μιλώντας για «σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση». Μάλιστα, προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, ο Νίκος Ανδρουλάκης έθεσε και θέμα προσώπου για τον επόμενο πρωθυπουργό, αποκλείοντας τόσο τον Κυριάκο Μητσοτάκη όσο και τον Αλέξη Τσίπρα.
Η σημασία του εκλογικού αποτελέσματος
Δεν θα σταθούμε στα σενάρια περί αυτοδυναμίας ή συμμαχικής κυβέρνησης ή το ποιος θα είναι πρωθυπουργός. Όλα αυτά έχουν άμεση σχέση με το εκλογικό αποτέλεσμα που θα προκύψει. Εξάλλου όπως γράφαμε πριν τέσσερις μήνες, μέσα από τις ηλεκτρονικές σελίδες της Μεταρρύθμισης: «σε αυτή την εξίσωση (σσ: των εκλογών) δεν έχουν λάβει υπόψη τους τον παράγοντα που ακούει στο όνομα ψηφοφόρος. Τι απάντηση έχουν αν και τις τρεις φορές ο ψηφοφόρος πει όχι σε αυτοδυναμία; Ή αν, ακόμα περισσότερο, κάνει επιλογή συμμαχιών;» (Θα σας ταράξουμε στις εκλογές, 18/01/2022)
Η Ευρώπη προτιμά συμμαχικές κυβερνήσεις
Θα σταθούμε όμως στο γεγονός ότι στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι κάτι συνηθισμένο και μάλιστα τα κόμματα προετοιμάζονται για αυτές. Καταθέτουν το προεκλογικό τους πρόγραμμα, αλλά όταν έχουν πλέον χειροπιαστά τα αποτελέσματα της κάλπης, είναι έτοιμα να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι και να συζητήσουν. Να βρουν σε τι διαφωνούν και σε τι συμφωνούν. Να ζητήσουν και να κάνουν παραχωρήσεις. Και στο τέλος να βρεθεί -αν είναι ζητούμενο- και το πρόσωπο του πρωθυπουργού. Μάλιστα, σε κάποιες χώρες, υπάρχουν κόμματα που γνωρίζοντας ότι δεν θα υπάρξει αυτοδυναμία του ενός κόμματος, δηλώνουν προεκλογικά με ποιον θα συνεργαστούν, χωρίς αυτό να σημαίνει ταυτόχρονα πολιτική εξαφάνιση. Ίσα ίσα που οι ψηφοφόροι -αν συμφωνούν με την επιλογή- στηρίζουν το συγκεκριμένο κόμμα προκειμένου να μπει όσο το δυνατόν πιο ισχυρό στις συζητήσεις και στην κυβέρνηση που θα προκύψει. Κάτι τέτοιο στην Ελλάδα θα θεωρούνταν ως προτροπή ψήφου στο μεγαλύτερο κόμμα, σε βάρος του μικρότερου συμμάχου.
Το 2015 ως παράδειγμα προς αποφυγή
Όλα αυτά δείχνουν, για ακόμα μία φορά, ότι το πολιτικό σύστημα αρνείται να παρουσιάσει σημάδια ενηλικίωσης. Το κάρο μπαίνει μπροστά από το άλογο και υπάρχει ο κίνδυνος ενδεχόμενες μετεκλογικές συνεργασίες να μην είναι τίποτα περισσότερο από την τυπική συνάντηση Τσίπρα-Καμμένου την επόμενη των εκλογών του 2015, που χωρίς ουσιαστική συζήτηση επί των πολιτικών ζητημάτων, μέσα σε μισή ώρα, μοίρασαν υπουργεία και δημόσιους οργανισμούς. Στο τέλος φάνηκε η γύμνια και η προγραμματική ένδεια μιας κυβέρνησης, που αν και διαχειρίστηκε τις τύχες του τόπου για τέσσερα χρόνια και κάτι μήνες ακόμα, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από προϊόν πολιτικής τερατογένεσης.