Οι προεκτάσεις της ελληνοτουρκικής συνάντησης

Παναγιώτης Ιωακειμίδης 13 Δεκ 2023

Τώρα που κοπάζει κάπως ο θόρυβος, ορισμένα πράγματα ξεκαθαρίζουν γύρω από τη συνάντηση Ερντογάν – Μητσοτάκη την περασμένη εβδομάδα. Πρώτον, η Διακήρυξη των Αθηνών περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας μπορεί, όπως διευκρινίζει, να μη συνιστά νομικό κείμενο, είναι όμως «ήπιο δίκαιο»/ softlawκαι παράγει οιονεί και νομικές συνέπειες. Όπως λ.χ. όταν αναφέρεται ότι «τα μέλη δεσμεύονται να απέχουν από κάθε δήλωση, πρωτοβουλία, ενέργεια που θα μπορούσε (...) να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή τους».Η  δέσμευση αυτή συνεπάγεται σε ερμηνεία  την ακύρωση του casusbelliπου η Τουρκική εθνοσυνέλευση διατύπωσε το 1995 εναντίον της Ελλάδας σε περίπτωση που η χώρα μας επέκτεινε τα χωρικά της ύδατα σε 12 ν.μ. Συνεπάγεται όμως  και το πολιτικό πάγωμα  του μονομερούς δικαιώματος (του άρθ. 3 της UNCLOS– Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας) της Ελλάδας για επέκταση των χωρικών υδάτων.

Δεύτερον, με την αναφορά της Διακήρυξης ότι «τα Μέρη θα προσπαθήσουν να επιλύσουν οποιαδήποτε διαφορά προκύπτει μεταξύ τους με φιλικό τρόπο μέσω απ’ ευθείας διαβουλεύσεων ή με άλλα μέσα αμοιβαίας επιλογής όπως προβλέπεται στον καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών» υπονοείται με κάπως σιβυλλική γλώσσα ότι οι χώρες δεσμεύονται πολιτικά να παραπέμψουν τη διαφορά τους (ή διαφορές τους) στη διεθνή δικαιοσύνη, όπως το Διεθνές Δικαστήριο Χάγης. Μπορεί οι δεσμεύσεις αυτές να  έχουν κατά γράμμα πολιτικό χαρακτήρα. Αλλά ένα πράγμα που έμαθα στην πολυετή συμμετοχή μου στις ενωσιακές διαπραγματεύσεις είναι ότι τα πολιτικά κείμενα (πανηγυρικές Διακηρύξεης, κλπ.) έχουν τελικά δεσμευτικό χαρακτήρα και δεν αναιρούνται ούτε καταργούνται με νομικά κείμενα εφ’ όσον δεν συγκρούονται ευθέως μαζί τους, αντίθετα αλληλοσυμπληρώνονται. Άλλωστε δεν υπογράφεται μια πολιτική Διακήρυξη τη μια μέρα για να καταπατηθεί την επόμενη με την επίκληση νομικών (ή νομικίστικων) επιχειρημάτων.

Τώρα το ερώτημα είναι  εάν τόσο οι πολιτικές δεσμεύσεις της Διακήρυξης όσο και η γενικότερη νέα συνεργατική σχέση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα έχουν διάρκεια στο χρόνο θα εμπεδωθούν ως μόνιμο καθεστώς, Η  απάντηση μπορεί να βρίσκεται στη διαπίστωση ότι  ο πρόεδρος Ερντογάν και η Τουρκία εμφανίζονται έχουν αλλάξει ουσιωδώς  προσέγγιση απέναντι στην Ελλάδα. Κάτω από την πίεση των φυσικών καταστροφών, των γεωπολιτικών ανακατατάξεων (πόλεμος Ουκρανίας, κατάσταση στη Μ. Ανατολή, ένταση με Δύσν/ ΗΠΑ) και των μακρόπνοων Τουρκικών στοχεύσεων (βελτίωση σχέσεων με ΕΕ, ισχυρός περιφερειακός ρόλος), ο Ερντογάν άλλαξε στρατηγική προσέγγιση. Συνειδητοποίησε – χωρίς να εγκαταλείψει πάγιες θέσεις – πρώτον, ότι η Ελλάδα δεν αντιπροσωπεύει τη μείζονα απειλή για τη χώρα του, μια διάχυτη αντίληψη στην Τουρκική πολιτική ελίτ (σύνδρομο Σεβρών).  Η εκδήλωση γενναιόδωρης αλληλεγγύης από πλευράς Ελλάδας μετά τους σεισμούς έπαιξε σημαντικό ρόλο γι’ αυτό, δεύτερον, ότι οι δύο χώρες («αιχμάλωτες της γεωγραφίας») αντιμετωπίζουν κοινά προβλήματα, προκλήσεις και απειλές, από τη μετανάστευση μέχρι την κλιματική κρίση, φυσικές καταστροφές που απαιτούν κοινές προσεγγίσεις/ λύσεις και συνεπώς επιβάλλουν τη συνεργασία σε μια λογική θετικού αθροίσματος. Πολύ περισσότερο καθώς η Τουρκία στοχεύει στη βελτίωση των σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όθεν η προσέγγιση της εξομάλυνσης και συνεργασίας σε μια εκδήλωση πολιτικού ορθολογισμού.